Τα προβλεπόμενα σενάρια νέας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης φαίνεται ότι προσωρινά δεν επαληθεύθηκαν για το 2023, αλλά ούτε και για το 2024, σύμφωνα με στοιχεία της Goldman Sachs, αντίθετα προβλέπεται στασιμότητα και μικρή εύθραυστη ανάκαμψη. Υπήρχαν προηγούμενες προβλέψεις, από το Bloomberg, ότι η ύφεση θα προκύψει στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 και το 2024 (τα στοιχεία αυτά είχαν αναλυθεί από το ΕΝΑ τον Σεπτέμβριο του 20221). Ομως τον Αύγουστο 2023 εμφανίστηκαν νέα στοιχεία που απέκλειαν αυτή την εξέλιξη. Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs αναφέρουν ότι υπήρξε μικρή άνοδος προς το τέλος του 2023, η οποία θα συνεχιστεί και κατά το 2024, και ότι προσωρινά δε θα χρειαστεί να ληφθούν νέα μέτρα αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής. Θα μειωθούν τα επιτόκια κατά το 1ο εξάμηνο του 2024 και θα υπάρξει επιβράδυνση της αύξησης του πληθωρισμού και στις αναπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Η παγκόσμια βιομηχανική παραγωγή το 2023 παρουσίασε πτώση, κυρίως λόγω των προβλημάτων της Κίνας, που αναπτύχθηκε με χαμηλότερους ρυθμούς από τους αναμενόμενους και της ενεργειακής κρίσης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Θεωρείται, ότι αυτά τα προβλήματα έφθασαν στα χαμηλότερα επίπεδα και πλέον θα προκύψει μικρή ανάκαμψη. Σύμφωνα με τις νέες εκτιμήσεις, οι μεγάλες Οικονομίες θα αποφύγουν την ύφεση και θα αυξηθούν τα πραγματικά εισοδήματα λόγω του χαμηλότερου πληθωρισμού. Αυτό θα συμβεί λιγότερο στις ευρωπαϊκές Οικονομίες, αν αντιμετωπιστεί το θέμα της τιμής των ενεργειακών πόρων και ιδιαίτερα του φυσικού αερίου. Επίσης αλλάζουν οι προβλέψεις για την οικονομία των ΗΠΑ, η οποία θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της ανόδου.
Η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι παντού ομοιόμορφη. Η αύξηση του ΑΕΠ στις αναπτυσσόμενες θα είναι ταχύτερη από την αύξηση στις αναπτυγμένες χώρες. Οι ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν να βρίσκονται κοντά στα όρια της ύφεσης. Παρ’ όλες τις προβλέψεις προς θετική κατεύθυνση, η αστάθεια διεθνώς επιτείνεται από τα συσσωρευμένα δομικά προβλήματα, όπως τα υπέρογκα χρέη των κρατών, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, όχι μόνο στις ΗΠΑ, τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και σε πλειάδα ασιατικών οικονομιών. Επίσης αλλάζουν οι προβλέψεις για την αμερικανική οικονομία, η οποία φαίνεται ότι θα κινηθεί προς την κατεύθυνση της ανόδου, με αύξηση πωλήσεων στρατιωτικών εξοπλισμών και με προσέλκυση ειδικευμένων στελεχών και μεγάλων εργοστασίων, κυρίως από την Ευρώπη που δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστικά λόγω της ακριβής ενέργειας. Γενικώς, επιδιώκεται η επίλυση σοβαρών οικονομικών προβλημάτων κάποιων χωρών εις βάρος κάποιων άλλων.
Οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφόρων χωρών, αν οξυνθούν περαιτέρω, ενδεχομένως θα οδηγήσουν σε μεγάλη παγκόσμια κρίση. Η άνοδος το 2023 και το 2024 προκύπτει όχι ως αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής των αναπτυγμένων, αλλά κυρίως των αναπτυσσόμενων χωρών. Η Goldman Sachs προβλέπει, ότι το 2024 θα υπάρξει άνοδος της οικονομίας της Κίνας κατά 4,8%, της Ινδίας κατά 6,3%, της Ρωσίας κατά 2,1% και της Βραζιλίας κατά 1,6%.
Το υψηλό κρατικό χρέος των ΗΠΑ
Η πτώση των αμερικανικών ομολόγων έφθασε το 2023 σε επίπεδα ρεκόρ για όλη την 250ετή ιστορία των ΗΠΑ και απ’ ότι φαίνεται η πτώση θα συνεχιστεί, σύμφωνα με τη Black Rock. Η πτώση τους συνοδεύεται με άνοδο του εισοδήματος των κατόχων τους, όπου για τα δεκαετή ομόλογα, αυξήθηκε κατά πέντε φορές. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του πληθωρισμού, ο οποίος ήταν χαμηλός για αρκετές δεκαετίες. Το κρατικό χρέος των ΗΠΑ το Σεπτέμβριο 2023 έφθασε τα 33 τρισ. δολάρια και διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία, ως αποτέλεσμα της απότομης αύξησης των επιτοκίων. Η αύξηση της απόδοσης των ομολόγων οδηγεί στην αύξηση των δημοσίων δαπανών για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και αυξάνει το ρίσκο ενδεχόμενης χρεοκοπίας.
Η αμερικανική κυβέρνηση για τη αποφυγή δυσάρεστων εξελίξεων αύξησε την προσφορά χρήματος από την Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα. Το πρόβλημα του υπέρογκου κρατικού χρέους, όμως, παραμένει, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να πλήττεται η κυριαρχία του αμερικανικού δολαρίου. Ιστορικά κανένα νόμισμα δεν κυριάρχησε πάνω από 100 χρόνια. Το κινεζικό γουάν φιλοδοξεί να αποτελέσει πλέον εναλλακτικό ισχυρό παγκόσμιο νόμισμα. Το πλαφόν του χρέους συνεχώς αυξάνεται και το αμερικανικό νομισματοκοπείο δεν μπορεί να τυπώνει απεριόριστα δολάρια για την αγορά ομολόγων και την αναχρηματοδότηση του κρατικού χρέους. Η συνεχής απαξίωση του δολαρίου ενδέχεται να οδηγήσει στη μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας, της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και σε νέα οικονομική ύφεση. Τα υψηλότερα επιτόκια οδηγούν σε αύξηση του κόστους δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις και σε επιβράδυνση της ανάπτυξης.
Η κρίση του κρατικού χρέους των ΗΠΑ έχει αντανάκλαση και στα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού, όπου το 2023 ανήλθαν σε 1,7 τρισ. δολάρια ή στο 6,3% του ΑΕΠ. Επίσης για την πληρωμή των ομολόγων που λήγουν απαιτείται 1,1 τρισ. δολάρια, ποσό υψηλότερο από τον προϋπολογισμό του Πενταγώνου. Η κρίση προϋπολογισμού συνεχίζεται και το Κογκρέσο ζητά από τον Τζο Μπάιντεν τη μείωση των κρατικών δαπανών. Στα τέλη του 2024 θα χρειαστεί νέα αναθεώρηση προς τα πάνω του πλαφόν του κρατικού χρέους. Αν, ενόψει των επερχόμενων προεδρικών εκλογών και της πολιτικής αστάθειας, δεν αυξηθεί το πλαφόν, η οικονομία των ΗΠΑ μπορεί να οδηγηθεί σε τεχνική χρεοκοπία με κατάρρευση των κοινωνικών δαπανών. Η κατάσταση είναι ακόμη πιο «εκρηκτική» επειδή η Κίνα, η Ρωσία και οι χώρες του Περσικού επενδύουν όλο και λιγότερο στο αμερικανικό χρέος και δεν αγοράζουν αμερικανικά ομόλογα, όπως παλιά.
Η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ, Τζάνετ Γέλεν δήλωσε, ότι η κατάσταση είναι προσωρινά ελέγξιμη, αν και ο δείκτης αυτός προκαλεί τρόμο. Ο επικεφαλής της JPMorgan Chase Τζέιμς Ντάιμον προβλέπει, ότι η Οικονομία τα τελευταία 10 χρόνια «κινείται προς τον γκρεμό με 60 μίλια την ώρα», ενώ ο πρώην πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν σημείωσε, ότι η αύξηση του χρέους, που παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας, μπορεί να οδηγήσει στην πιο προβλέψιμη κρίση στην Ιστορία της χώρας.
Το αμερικανικό κράτος έχει δύο επιλογές: Είτε να περιορίσει τις δαπάνες με οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες είτε να αυξήσει το δανεισμό. Το δολάριο παραμένει ακόμη ισχυρό συνάλλαγμα επειδή με το αμερικανικό νόμισμα πραγματοποιείται μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου και χρησιμοποιείται ευρέως ως αποθεματικό νόμισμα. Τα αμερικανικά ομόλογα παραμένουν ακόμη αξιόπιστοι τίτλοι στις διεθνείς χρηματαγορές. Αν όμως προκύψουν προβλήματα στην εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους θα παρουσιαστούν σοβαρά προβλήματα δανεισμού σε όλο τον κόσμο. Προς το παρόν γίνεται αναδιάρθρωση με αντικατάσταση των παλιών ομολόγων με νέα. Εμφανίζονται, όμως, νέες τάσεις απομάκρυνσης από το δολάριο, είτε με συναλλαγές με άλλα νομίσματα είτε με αγορά χρυσού. Η αποδολαριοποίηση είναι διαδικασία χρονοβόρα και δύσκολη. Το δολάριο υπάρχει παντού και ενδεχόμενη χρεοκοπία του θα δημιουργήσει στην Ευρώπη, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική περισσότερα προβλήματα απ’ ότι στις ΗΠΑ.
Αύξηση της ζήτησης και της τιμής του χρυσού
Η τιμή του χρυσού αυξάνεται με γρήγορες ταχύτητες, βρίσκεται πλέον σε επίπεδα ρεκόρ και υπερβαίνει τα 2.300 δολάρια/ ουγγιά. Το προηγούμενο ιστορικό ρεκόρ ήταν 2.075 δολάρια/ ουγγιά τον Αύγουστο του 2020. Το 2023 αυξήθηκε από τις Κεντρικές Τράπεζες η αγορά του πολύτιμου μετάλλου κατά 14% και έφθασε στα επίπεδα ρεκόρ των 800 τόνων, κατά τους πρώτους εννέα μήνες, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Συμβουλίου Χρυσού (World Gold Council). Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλαν κυρίως η αστάθεια του δολαρίου και των διεθνών χρηματαγορών και η όξυνση των πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή. Η Οικονομία των ΗΠΑ με δυσκολία απέφυγε την ύφεση και πλέον κινείται προς τη μείωση της απόδοσης των 10ετών κρατικών ομολόγων. Οι Κεντρικές Τράπεζες αυξάνουν τα αποθεματικά τους σε χρυσό, για να περιορίσουν την αστάθεια των νομισμάτων τους. Οικονομικοί αναλυτές θεωρούν, ότι η τιμή του χρυσού θα ήταν υψηλότερη αν δεν υπήρχε παρέμβαση των Κεντρικών Τραπεζών των ανεπτυγμένων χωρών, οι οποίες πωλούν χρυσό την κατάλληλη στιγμή, για να μη γίνει αποθεματικό ανταγωνιστικό του δολαρίου. Η Κίνα θεωρείται, ότι είναι ο μεγάλος αγοραστής χρυσού, αν και δεν δημοσιοποιεί το ύψος των αποθεματικών, σε χρυσό, που διαθέτει. Το Πεκίνο μειώνει διαρκώς την αγορά αμερικανικών ομολόγων με το φόβο, ότι η όξυνση της κατάστασης στην Ταιβάν μπορεί να οδηγήσει σε πάγωμα των αποθεματικών σε συνάλλαγμα, όπως έγινε με τη Ρωσία, μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Επίσης, αυξάνοντας την αγορά χρυσού, ενισχύει το γουάν στις διεθνείς συναλλαγές. Οι κυρώσεις στον ρωσικό χρυσό έστρεψαν τις εξαγωγές κυρίως προς την Ασία. Εκτός από την Κίνα ρωσικό χρυσό αγοράζουν και μεταπωλούν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Τουρκία, εξασφαλίζοντας μεγάλες εκπτώσεις. Οι ρωσικές εταιρείες εξόρυξης χρυσού αποκομίζουν υψηλά κέρδη από τη μείωση της ισοτιμίας του ρουβλίου και από την αύξηση της τιμής του σε δολάρια. Η Δύση δεν επιθυμεί την επιστροφή της Κίνας και άλλων χωρών στο χρυσό κανόνα.
* Ο Μιχάλης Ρένεσης είναι οικονομολόγος, πρώην πρόεδρος ΛΑΡΚΟ Γ.Μ.Μ. ΑΕ – Αρθρο στο Ινστιτούτο ΕΝΑ