ΑΘΗΝΑ. («AP»). Δύο κορυφαίες διεθνείς ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατηγόρησαν την Πέμπτη τις ελληνικές Αρχές ότι δεν έχουν διερευνήσει σωστά τις συνθήκες γύρω από τη βύθιση ενός σκάφους μεταναστών πριν από περίπου έξι μήνες, που είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων εξ αυτών.
Σε μια κοινή έκθεση, η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέφεραν ότι έχει σημειωθεί «λίγη ουσιαστική πρόοδος» στην εξέταση των ισχυρισμών ορισμένων επιζώντων και ότι η αποστολή διάσωσης καθυστέρησε και έγινε λανθασμένα.
Εως και 750 άνθρωποι πιστεύεται ότι είχαν στριμωχτεί στο «Adriana», μια σκουριασμένη ψαρότρατα που βυθίστηκε στις 14 Ιουνίου νοτιοδυτικά της ηπειρωτικής Ελλάδας ενώ ταξίδευε από τη Λιβύη στην Ιταλία.
Μετά τη βύθιση, 104 άνθρωποι διασώθηκαν στην πλειονότητά τους μετανάστες από τη Συρία, το Πακιστάν και την Αίγυπτο- και ανασύρθηκαν 82 πτώματα.
Οι δύο οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα δήλωσαν ότι πήραν συνεντεύξεις από 21 επιζώντες και πέντε συγγενείς ανθρώπων που εξακολουθούν να αγνοούνται, καθώς και εκπροσώπους της Ελληνικής Ακτοφυλακής και της Ελληνικής Αστυνομίας.
«Οι επιζώντες και οι οικογένειες των αγνοουμένων και των νεκρών αξίζουν πλήρη απολογισμό τού τι συνέβη», δήλωσε στο «Associated Press» η Τζούντιθ Σάντερλαντ, αναπληρώτρια διευθύντρια στο Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία.
«Η έρευνά μας επιβεβαιώνει ότι ένας κατάλογος αστοχιών οδήγησε στο θανατηφόρο ναυάγιο», είπε η Σάντερλαντ, προσθέτοντας ότι το σκάφος ήταν ξεκάθαρα «υπερπληθυσμένο, μη αξιόπλοο και σε κίνδυνο» ώρες πριν ανατραπεί.
Μερικοί από τους επιζώντες αμφισβήτησαν την επίσημη ελληνική εκδοχή ότι οι άνθρωποι στην τράτα αρνήθηκαν προσφορές βοήθειας.
Με βάση τις συνεντεύξεις, η Σάντερλαντ είπε ότι οι ελληνικές Αρχές είχαν λάβει προειδοποιήσεις από τη Frontex και το πλήρωμα των διερχόμενων πλοίων ότι η τράτα κινδύνευε να βυθιστεί. Παράλληλα υπήρχαν εκκλήσεις για βοήθεια που έκαναν οι επιβάτες απευθείας στις ελληνικές Αρχές.
Οι ισχυρισμοί πυροδότησαν την έναρξη μιας ανεξάρτητης έρευνας τον περασμένο μήνα από τον κρατικό διαμεσολαβητή της Ελλάδας. Ανέφερε ότι η Ακτοφυλακή απέτυχε να διεξαγάγει τη δική της πειθαρχική έρευνα σχετικά με την απάντηση της υπηρεσίας στις 14 Ιουνίου. Τον Σεπτέμβριο, 40 επιζώντες ξεκίνησαν νομική δράση εναντίον των ελληνικών Αρχών. «Είναι ένας ομαδικός τάφος στη θάλασσα, 40 χιλιόμετρα νότια της ηπειρωτικής Ελλάδας – δεν θέλω να ζω σε τέτοια χώρα», είπε ο Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος που εκπροσωπεί τους ενάγοντες. «Μου προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι μετά από όλους αυτούς τους μήνες, δεν γνωρίζουμε ακόμα τι ακριβώς συνέβη και πόσοι άνθρωποι πέθαναν. Νιώθω ντροπή που εξακολουθούμε να περιγράφουμε τον αριθμό των θανάτων ως «περίπου 600»», είπε.
Η Ελληνική Ακτοφυλακή, απαντώντας στην έκθεση, αρνήθηκε τους ισχυρισμούς ότι ενήργησε κατά παράβαση των διεθνών πρακτικών ασφαλείας, σημειώνοντας ότι είχε πραγματοποιήσει περισσότερες από 6.000 επιχειρήσεις διάσωσης από το 2015 και διέσωσε σχεδόν 250.000 ανθρώπους.
Κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν περιγράψει την κριτική προς το Λιμενικό ως άδικη και υποστηρίζουν ότι η ευθύνη πρέπει να βαρύνει τους λαθρέμπορους που στριμώχνουν μετανάστες σε μη αξιόπλοα σκάφη. Η Ακτοφυλακή έχει αρνηθεί τους ισχυρισμούς ορισμένων επιζώντων ότι έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να ρυμουλκήσει το σκάφος πριν βυθιστεί.
Επιζών από το ναυάγιο, ο Ράνα Χουσνάιν (Rana Husnain), από το Πακιστάν, είπε ότι έκανε το ταξίδι στην Ευρώπη με τον ξάδερφό του που χάθηκε στο ναυάγιο, αλλά δεν έχει ακούσει εάν είναι μεταξύ των σορών που ανασύρθηκαν. «Οταν η βάρκα αναποδογύρισε, έπεσα στο νερό», είπε ο Χουσνάιν στο «AP». «Δεν ξέρω να κολυμπάω… Κρατούσα ένα (μεγάλο) πλαστικό μπουκάλι νερό με το ένα χέρι. Ημουν 15 λεπτά στη θάλασσα… Επέζησα, χάθηκε ο ξάδερφός μου».