Ηταν ξημερώματα Σαββάτου 2 Σεπτεμβρίου, όταν πρωτοσέλιδα στον «Ε.Κ.» μας πληροφορούσατε για το θλιβερό νέο, ότι ο Νίκος Ανδριώτης, ο στυλοβάτης της Ομογένειας, «έφυγε» από τη ζωή.
Με τον απαιτούμενο σεβασμό στον Κήδιστο, Μεγάλο Ανδρα, τον «Παπά χωρίς ράσα», τον Αρχοντα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον «Πρύτανη της Αστορίας», όπως φιλικά τον αποκαλούσα, θα προσπαθήσω με τη φτωχή γραφίδα μου να γράψω λίγα λόγια, ως τον ελάχιστο φόρο τιμής για την απροσμέτρητη προσφορά του και τη σεπτή του μνήμη.
Είχα την εξαιρετική συντυχία, ως Γενικός Διευθυντής του Γραφείου της Αρχιεπισκοπής (2005-2019) να συνεργαστώ μαζί του, να ακούω τους προβληματισμούς του, να συμμεριστώ τις προσδοκίες του για το μεγάλο του ΟΝΕΙΡΟ, που ήταν και ο κύριος στόχος του. «Ακου τι σου λέω» μου έλεγε, με λόγια κοφτά και στοχευμένα. «Προχώρα, συνέχισε, και μην ακούς τι λένε. Αυτοί που ενδιαφέρονται για την παιδεία και τη γλώσσα μας, να έρθουν εδώ, να μας το πουν, όχι λόγια στον αέρα». Και τα μάτια του έλαμπαν ως εκείνου του μικρού παιδιού. Οι συμβουλές του σοβαρές και με ιδιαίτερη αγάπη. Ανησυχούσε για εκείνα που άκουγε, και δεν του άρεσαν. Ηθελε σωστή δουλειά και ομοψυχία για την Κοινότητα και το σχολείο. Εκεί ήταν το δικό του σπίτι, ήταν η ζωή του. Πολλές φορές δεν βρήκε ανταπόκριση και απογοητεύτηκε από εκείνους που προσπαθούσε να βοηθήσει. Υπάκουε σε δικούς του νόμους και ήταν ασυμβίβαστος σε όσα θεωρούσε ότι ήταν καλά για την Κοινότητα και το σχολείο. Υπηρέτησε αταλάντευτα και με σεβασμό την Εκκλησία, την Ιεροσύνη, με έργο ιεραποστολικό. Αγκάλιαζε τα παιδιά και αγαπούσε τους δασκάλους σε μια διακονία αγάπης. Χαιρόταν όταν παρευρισκόταν στα επιμορφωτικά σεμινάρια του Γραφείου Παιδείας και με πατρικά λόγια τους μιλούσε για το έργο που προσφέρουν στα παιδιά της Ομογένειας. Για τον Ανδριώτη, τον Μύθο, το σχολείο ήταν τόπος βίωσης, Εκκλησία, κέντρο πολιτισμού αγωγής και μάθησης και «της αγάπης ως ελευθερία». Με την πνευματικότητά του, προσπαθούσε να καλύπτει αδυναμίες σχολικών παραγόντων και επαναστατούσε όταν έβλεπε την ανικανότητά τους. Χαιρόταν και αναγεννιόταν όταν μπορούσε και διέκρινε αυτό που προσδοκούσε, που ήταν η πρόοδος για το σχολείο. Αν και η προσφορά του ήταν διαρκής και ανιδιοτελής, εν τούτοις πολλές φορές με απαράδεκτο τρόπο αμφισβητήθηκε το έργο του και πέρασε τα όρια, από εκείνους που επιθυμούσαν πισώπλατα τον «οστρακισμό του». Δυστυχώς δεν έγινε αντιληπτό στους αγράνες και απαίδευτους που εκόπτονταν και θρηνούσαν για την παιδεία και την ελληνική μας γλώσσα, ότι η προσφορά του δεν είχε αφετηρία, δεν είχε τέρμα. Οσο και αν τον πίκραναν, και τον απογοήτευσαν, στάθηκε όρθιος, αγέρωχος και ευπρεπής, δεν σταμάτησε, βάζοντας το δικό του λιθαράκι στο ομογενειακό οικοδόμημα.
Στον αγώνα μιας επιτυχημένης πορείας, είχε γυμνάσει την ψυχή του και ήξερε να αντιμετωπίζει τα εγκόσμια και τις απρεπείς μικρότητες και συμπεριφορές. Ενας σύγχρονος Οδυσσέας σ’ όλη του τη ζωή δεν ξέχασε την Ιθάκη του, την οικογένειά του και τα έξι του αδέρφια που πάντοτε με υπερηφάνεια μιλούσε.
Δυστυχώς, η φτωχή μου λαλιά δεν έχει τη δύναμη να σε προλάβει Νίκο στο μεγάλο σου ταξίδι για να ακούσεις και να μάθεις γι’ αυτούς που σε πίκραναν, γιατί έχεις φτάσει στις ανοιχτές πύλες του Παραδείσου. Εκεί θα συναντήσεις τους αγαπημένους σου. Θα κουβεντιάζεις και θα διηγείσαι για τη ζωή σου, τον δύσβατο δρόμο, που βήμα το βήμα και σκαλί με το σκαλί περιδιάβηκες.
Αισθάνομαι μικρός μπροστά στη μεγαλοσύνη σου να μπορέσω να μιλήσω για σένα και την προσφορά σου. Οι φίλοι σου, ο Στάθης, ο Αντώνης, ο Νίκος, ο Γιώργος, που στάθηκαν δίπλα σου, μίλησαν για σένα, για τα παράπονά σου και την πικρία σου, αλλά και ο Δημοσθένης για το κοινό σας όραμα που έγινε πραγματικότητα. Η ιστορία δεν είναι ματαιοδοξία. Θα προβάλει την αλήθεια για εκείνους που σε αγάπησαν, έγραψαν για σένα και σου απηύθυναν με πόνο τον δικό τους στερνό χαιρετισμό.
Ο Σεβασμιώτατος Νέας Ιερσέης Απόστολος, στον ύστατο χαιρετισμό του είπε ότι ήσουν «ο άνθρωπος που διδάχτηκε πολλά». Πολλά ήθελες να κάνεις, δεν μπόρεσες, γιατί η απανθρωπιά ήθελε να επισκιάσει την αρχοντιά και τη μεγαλοσύνη σου. Σαν αετός φτερούγισες και πέρασες τους αιθέρες να συναντήσεις τις ψυχές που θα χαρούν την αγκαλιά σου. Θέλουν και αυτοί να σε τιμήσουν, να σε κάνουν Αθάνατο, για να οδηγείς, να φτάσεις σ’ αυτό που ήθελες να κάνεις, Το Ονειρο.
Σε όσα εκείνα τα ειλικρινή λόγια που ακούσθηκαν και έγραψαν για εσένα, θα ήθελα και εγώ ταπεινά να προσθέσω ότι, το κενό που αφήνει ο θάνατός σου δεν θα μπορεί να το αναπληρώσει ο χρόνος. Υπάρχει η Ιστορία. Στην Ιστορία δεν υπάρχει δικαιοσύνη, υπάρχει μόνο το αίσθημα της δικαιοσύνης, πάνω απ’ όλα. Το παράδειγμά σου, τα έργα σου, η προσφορά σου θα είναι παρακαταθήκη για όλους στην οικογένειά σου, στους φίλους σου, στην Ιεροσύνη, την Ομογένεια και τον Ελληνισμό.
Αντίο «Πρύτανη της Αστορίας».
Ας είναι η μνήμη σου αιωνία και ελαφρύ το χώμα της μητρίδας γης που σε σκεπάζει!
* Ο Δρ Ιωάννης Ευθυμιόπουλος είναι πρώην Γενικός Διευθυντής Παιδείας Αρχιεπισκοπής Αμερικής (2005-2019)