x
 

Πολιτισμός

Απόστολος Νικολαϊδης, ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής που δεν λογοκρίθηκε ποτέ – Ο «Ε.Κ.» μιλά με την κόρη του

Η Μαρία Νικολαϊδου είναι η κόρη ενός ανθρώπου που η ζωή του είναι συνυφασμένη με την ιστορία της λαϊκής διασκέδασης στην Αμερική και στον Καναδά κατά το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα: του Απόστολου Νικολαϊδη. Η αλήθεια είναι ότι η Μαρία στο βιβλίο που έγραψε για τον πατέρα της και το οποίο αποτελεί φόρο τιμής όχι μόνο γι’ αυτόν, αλλά και για την ιδιαίτερη εκείνη εποχή και όλους όσοι την έζησαν, έχει καλύψει τα πάντα με τον πιο δημιουργικό και αριστοτεχνικό τρόπο, που έχω συναντήσει μέχρι σήμερα, σε μεγάλα λευκώματα με προσωπογραφίες.

Το σπάνιο αυτό βιβλίο με τίτλο «Απόστολος Νικολαϊδης, ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής που δεν λογοκρίθηκε ποτέ», ήδη έχει αναγνωρισθεί στην Ελλάδα και στην Αμερική και έχει ενσωματωθεί στις συλλογές της Γενναδείου Βιβλιοθήκης και στο Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο στην Αθήνα, στα πανεπιστήμια Columbia, Yale και Princeton στην Αμερική και στην Βιβλιοθήκη British Library στο Λονδίνο. Η επιτυχία αυτή οφείλεται στις ικανότητες και στα ταλέντα της Μαρίας, η οποία είναι βραβευμένη σχεδιάστρια, διευθύντρια δημιουργικού και εκπαιδευτικός με πάνω από 25 χρόνια εμπειρίας στην οπτική επικοινωνία, στις γραφιστικές τέχνες και στη διαδραστική σχεδίαση. Σπούδασε επικοινωνία στο St. John University, έκανε μεταπτυχιακό στις Γραφικές Τέχνες στο Parsons School of Design, και δεύτερο μεταπτυχιακό στο Syracuse University στη Διαφήμιση και πήρε και δίπλωμα Μεταφράστριας στο Institute of Linguistics, στο Λονδίνο. Το 2000, στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών της, εκπόνησε μια πρωτοποριακή διατριβή για την ιστορία της διαφήμισης στην Ελλάδα τον 20ό αιώνα και από το 1999 ανέλαβε τη διαφύλαξη και τη διάδοση του καλλιτεχνικού έργου του πατέρα της που αποτελεί ένα όνειρο ζωής για εκείνη και την οικογένειά της.

Η κόρη του Απόστολου Νικολαΐδη και συγγραφέας του βιβλίου, Μαρία Νικολαΐδη

Σήμερα δεν τιμούμε μόνο τον Απόστολο Νικολαϊδη, τον ασυμβίβαστο καλλιτέχνη που δίψαγε για την ζωή και την αλήθεια της, που έβρισκε μόνο όταν χανόταν στη μελωδία του λαϊκού τραγουδιού που λάτρεψε και υπηρέτησε με πάθος. Τιμούμε και την Μαρία Νικολαϊδου, την άξια κόρη που αφοσιώθηκε με την ψυχή της στην έκδοση αυτή, αξιοποιώντας όλες τις επαγγελματικές της δεξιότητες για τις οποίες πάλευε πολλά χρόνια με την προτροπή του πατέρα της που ήθελε τα παιδιά του να μορφωθούν. «Το βιβλίο αυτό δεν επιχειρεί να ωραιοποιήσει ή να αγιογραφήσει κανέναν», γράφει η Μαρία στην εισαγωγή του. Θα έλεγα Μαρία πως, ό,τι και να πει κανείς… το βιβλίο αυτό είναι ένα αριστούργημα!

Μαρία, δημιούργησες ένα μοναδικό βιβλίο-λεύκωμα αφιερωμένο στον πατέρα σου, που όπως γράφεις στην εισαγωγή του ήθελες να το παρουσιάσεις μέσα από μια νέα και πρωτότυπη ματιά…

Το βιβλίο αυτό είναι ένα όνειρο ζωής για μένα που για να το δημιουργήσω αξιοποίησα σχεδόν όλες μου τις επαγγελματικές δεξιότητες στη γραφιστική, στην έρευνα και στη μετάφραση. Ειδικά όσον αφορά την οπτική του παρουσίαση, λόγω του ότι ασχολούμαι επαγγελματικά με την οπτική επικοινωνία και τις γραφικές τέχνες πάνω από 25 χρόνια, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα ώστε να δημιουργήσω ένα μοναδικό βιβλίο, όπως μοναδικός ήταν και ο πατέρας μου.

Σε πολλές βιογραφίες λαϊκών καλλιτεχνών που έχω στη προσωπική μου βιβλιοθήκη γραμμένες ή από ερευνητές/δημοσιογράφους ή από κληρονόμους, παρατηρούσα ότι πολλές φορές περιέχονταν λάθη και παραλείψεις, οι φωτογραφίες ήταν πολύ μικρές –σχεδόν τσιγγούνικες– και κακοτυπωμένες, ήταν τυπωμένες σε φθηνό χαρτί κ.λπ. και γενικά το τελικό αποτέλεσμα υστερούσε και μόνο δεν τιμούσε το πρόσωπο με το οποίο καταγινόταν. Ήθελα η δική μου δουλειά να είναι πάνω απ’ όλα ποιοτική, όχι συνηθισμένη ή τετριμμένη κι έτσι προσπάθησα να δημιουργήσω μια αναγνωστική εμπειρία διαφορετική από τις άλλες. Και ήθελα να την παρουσιάσω ακριβώς όπως πιστεύω ότι θα ήθελε κι ο ίδιος ο πατέρας μου.
Επίσης, ως Ελληνοαμερικανίδα δεύτερης γενιάς και λόγω του επαγγέλματος του πατέρα μου, είχα σαν παιδί από τα παρασκήνια μια εικόνα των ελληνοαμερικανικών νυχτερινών κέντρων διασκέδασης που τότε άκμαζαν. Μέσω της έρευνάς μου ως ενήλικη κατάφερα να ζήσω έμμεσα αυτήν την εποχή και η έρευνα μού επιβεβαίωσε τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης πτυχής για το βιβλίο. Η ιστορία του Απόστολου Νικολαΐδη είναι συνυφασμένη με την ιστορία της ελληνικής λαϊκής διασκέδασης στην Αμερική και στον Καναδά κατά το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, αφού κι ο ίδιος ήταν ένας απ’ τους μετανάστες αυτής της γενιάς.

Τι ακριβώς περιγράφεις μέσα στο βιβλίο;

Με τον Χάρρυ Κλυνν στο κέντρο «Ρεμπετάδικο» της Θεσσαλονίκης το 1996.

Το βιβλίο δεν είναι μια τυποποιημένη βιογραφία, αλλά μια περιεκτική συλλογή από χρονολογημένες φωτογραφίες, διαφημίσεις, τεκμήρια και άλλα ιστορικά ντοκουμέντα από το οικογενειακό μας αρχείο και την πρωτότυπη έρευνά μου που συνθέτουν την καλλιτεχνική διαδρομή του πατέρα μου. Τα ντοκουμέντα αυτά είναι διανθισμένα με κείμενα κάποιων επιλεγμένων προσώπων, μεταξύ των οποίων παλιοί συνεργάτες, φίλοι και θαυμαστές του που τον γνώριζαν προσωπικά.
Εγώ «μιλώ» μόνο μέσα απ’ τις λεζάντες του βιβλίου σαν ένας διακριτικός παρατηρητής, ήθελα σε μεγάλο βαθμό η ιστορία του να ξετυλίγεται μέσα από τα ντοκουμέντα κι από τα λόγια του ίδιου, όχι από δικά μου λεγόμενα.
Το βιβλίο απαρτίζεται από επτά χρονολογημένα κεφάλαια που παρουσιάζουν και το γενικό περιβάλλον που συνάντησε ή μέσα στο οποίο εργάστηκε ο Απόστολος Νικολαΐδης και περιγράφουν το κλίμα της εκάστοτε εποχής. Στις σελίδες του ξεδιπλώνεται όλη του η καλλιτεχνική πορεία και στην Ελλάδα και στην Αμερική. Ο αναγνώστης θα δει σπάνιες φωτογραφίες από την παιδική του ηλικία και απ’ τις οικοδομές που δούλευε ως έφηβος ήδη παθιασμένος με το τραγούδι. Θα μάθει για τις στενές του συνεργασίες με τους κορυφαίους συνθέτες της εποχής ως ανερχόμενο αστέρι της Columbia. Και φυσικά, θα διαβάσει εκτενείς πληροφορίες για την τελική αναχώρησή του για την Αμερική και τις θρυλικές ηχογραφήσεις των «απαγορευμένων» ρεμπέτικων τραγουδιών που πραγματοποίησε εδώ. Όπως ξέρουμε, οι ηχογραφήσεις αυτές ήταν και η απαρχή της ιδιαίτερης και πολύχρονης σχέσης του πατέρα μου με τους Ελληνες της Διασποράς.

Πόσο καιρό εργάστηκες για το βιωματικό αυτό λεύκωμα; Τα μεγαλύτερα και τα πιο δημοφιλή περιοδικά στην Ελλάδα έγραψαν διθυράμβους για τη σπάνια αυτή έκδοση που είναι άρτια σε όλα τα επίπεδα.

Η εργασία ξεκίνησε πριν τουλάχιστον μια δεκαετία, όταν άρχισα να ψηφιοποιώ τον μεγάλο αριθμό ντοκουμέντων που υπήρχαν στο οικογενειακό μας αρχείο και λόγω της πεποίθησής μου ότι ένα τέτοιο βιβλίο θα έπρεπε να υπάρχει ώστε να διαφυλαχθεί η παρακαταθήκη του πατέρα μου. Σε απόλυτο πείσμα των καιρών, πίστεψα από την αρχή ότι άξιζε η προσπάθεια και ο κόπος, κι έτσι η έκδοση του βιβλίου έγινε για μένα ιερός σκοπός.

Με τον Κώστα Καραμανλή, πρώην πρωθυπουργό της Ελλάδας και τότε βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, στο κέντρο «Οδός Ονείρων» στα Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης τον Οκτώβριο του 1995.

Η δύσκολη σημερινή εποχή και ιδιαίτερα τα τελευταία 2-3 χρόνια επηρέασαν σε κάποια στιγμή την πρόοδο του σχεδιασμού του βιβλίου, ευτυχώς προσωρινά. Υπήρξαν φορές που η ψυχική και συναισθηματική φόρτιση με έκαναν να χάσω το κουράγιο μου να συνεχίσω να το δουλεύω. Στις δύσκολες αυτές στιγμές με βοήθησαν όχι μόνο η στήριξη της οικογένειάς μου, αλλά και τα ενθαρρυντικά λόγια φίλων και θαυμαστών του πατέρα μου που με παρότρυναν να συνεχίσω.
Είμαι πολύ συγκινημένη και περήφανη για τις κριτικές που έχει λάβει ως τώρα το βιβλίο. Εχω λάβει συγχαρητήρια από απλούς θαυμαστές, μουσικούς αλλά και από βετεράνους μουσικοκριτικούς και παραγωγούς όσον αφορά την συλλογή και αντιμετώπιση του υλικού. Έχουν εκφράσει την άποψη ότι το βιβλίο βάζει σε άλλη βάση τα αφιερωματικά βιβλία για τη βιβλιογραφία και τη μουσική της Ελλάδας. Ακόμη και κάποιος που ίσως να μην γνωρίζει τον Απόστολο Νικολαΐδη θα βρει πολύ ενδιαφέρουσα την καταγραφή, ενώ οι μουσικοί συντάκτες βρίσκουν ξεχωριστό πεδίο για μελέτη. Αυτός ήταν κι ο σκοπός μου, οπότε καταλαβαίνεις ότι η ικανοποίησή μου είναι μεγάλη.

Ο τίτλος είναι «Απόστολος Νικολαΐδης – Ενας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής που δεν λογοκρίθηκε ποτέ». Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Α. Νικολαΐδη που σε οδήγησαν σε αυτό τον τίτλο;

Ο Απόστολος Νικολαΐδης ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους ερμηνευτές της παλιάς σχολής του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού. Ήταν πραγματικός, καθαρόαιμος λαϊκός τραγουδιστής, όχι με τον καταχρηστικό τρόπο που χρησιμοποιείται ο όρος σήμερα για τραγουδιστές πολύ κατώτερου επιπέδου που μόνο λαϊκοί τραγουδιστές δεν είναι. Ήταν και είναι η ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
Ο πατέρας μου ήταν λαϊκός και στο τραγούδι και στην ψυχή. Είχε μια πολύ έντονη και χαρισματική προσωπικότητα, ήταν αυθόρμητος, δυναμικός και πληθωρικός με απίστευτο χιούμορ. Ό,τι έκανε το έκανε με όρεξη και πάθος. Παράλληλα, σαν χαρακτήρας είχε ανυποχώρητες αρχές και τηρούσε αδιάλλακτη στάση σ’ αυτά που πίστευε. Ήταν πολύ ευθύς και ειλικρινής και μ’ αυτόν τον τρόπο τραγουδούσε. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τα «απαγορευμένα» ρεμπέτικα τραγούδια που τραγούδησε επί δικτατορίας και με τα οποία καθιερώθηκε, με οδήγησαν στον τίτλο αυτό.

Στο νυχτερινό κέντρο «Αστέρια» του Γιάννη Βογιατζή, Αστόρια, τέλη δεκαετίας ’80.

Ηταν ο πρώτος που τραγούδησε «χασικλίδικα» τραγούδια που ήταν απαγορευμένα στην Ελλάδα. Ποια ήταν τότε η απήχηση της ασυμβίβαστης συμπεριφοράς του στον κόσμο;

Τα «χασικλίδικα» ρεμπέτικα τραγούδια ήταν η έκφραση ψυχής κυρίως των Ελλήνων προσφύγων από τη Μικρά Ασία που κατέφυγαν στην παρανομία ως απόδραση από τη φτώχεια και τα βάσανα που συνάντησαν. Τα τραγούδια αυτά έγιναν γνωστά και ως «απαγορευμένα» ρεμπέτικα λόγω της δίωξής τους από το ελληνικό κράτος την εποχή του μεσοπολέμου και της δικτατορίας του 1967. Η αξία τους όμως είναι διαχρονική –και από άποψη κοινωνικού περιεχομένου και όσον αφορά την ποιότητα της σύνθεσης– κι αυτό το αναγνώριζε ανέκαθεν ο πατέρας μου.
Όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος δίσκος του 33 στροφών με απαγορευμένα ρεμπέτικα την άνοιξη του 1973, με τίτλο «Όταν καπνίζει ο λουλάς», ενώ ακόμη υπήρχε δικτατορία στην Ελλάδα, η ανταπόκριση του κοινού ήταν άμεση. Οι ερμηνείες του πατέρα μου ήταν ξεχωριστές και έντονα αυθεντικές, με αποτέλεσμα να προκαλέσουν πρωτοφανή αίσθηση. Όπως έλεγε κι ίδιος με περηφάνια, o κόσμος περίμενε στα ελληνικά δισκάδικα για να αγοράσει τον δίσκο λες και θα πάρει ψωμί. Οι ομογενείς αγόραζαν 20 ή 30 κασέτες από το ίδιο νούμερο από τα ελληνικά μαγαζιά για να τις κάνουν δώρο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα δε, εφόσον τα τραγούδια απαγορεύονταν από την δικτατορία, η Ασφάλεια έκανε κατασχέσεις των κασετών από τα ταξί. Ένας καπετάνιος του είχε πει ότι αγόρασε τον δίσκο στην Ιαπωνία από ένα ελληνικό μαγαζάκι.
Με την κυκλοφορία του δεύτερου δίσκου του με απαγορευμένα ρεμπέτικα τραγούδια το 1975 («Ο Αρχάγγελος», ηχογραφημένος στο Χιούστον του Τέξας), ο πατέρας μου καθιερώθηκε πλέον ως ο απόλυτος ερμηνευτής των «χασικλίδικων». Στην Ελλάδα την εποχή εκείνη έγινε αυτό που θα λέγαμε «καλτ» μορφή, αφού πολλοί από τους ακροατές του δεν τον γνώριζαν φυσιογνωμικά λόγω της παράνομης κυκλοφορίας των τραγουδιών. Οι περισσότερες από τις παράνομες κασέτες που κυκλοφορούσαν τότε δεν είχαν την φωτογραφία του και πολλές δεν είχαν καν το όνομά του.

Πες μας για τις πρώτες μνήμες σου με τον πατέρα σου. Σαν άνθρωπος της νύχτας που ήταν, επέτρεπε να επηρεάσει η ζωή του την δική σας ζωή;

Με τον Στάθη Ψάλτη στις «Αναμνήσεις» στη Βάρη, τον Μάιο του 1988.

Εχω πολλές αναμνήσεις από τα πρώτα παιδικά μου χρόνια με τον πατέρα μου, ο οποίος σημειωτέον ότι ήταν πολύ αυστηρός μαζί μας και ήξερε πάντα πού είμασταν και τι κάναμε, όπου και να βρισκόταν εκείνος για δουλειά. Οποτε δεν ταξίδευε, ήταν παρών σε οικογενειακές στιγμές, γενέθλια, γιορτές κ.λπ. Μάλιστα είχε μανία με τις φωτογραφικές μηχανές και τις βιντεοκάμερες και του άρεσε να αποτυπώνει συνέχεια στιγμές από την οικογενειακή μας ζωή, πράγμα για το οποίο είναι πολύ ευγνώμων σήμερα.
Ημουν παρούσα και στην ηχογράφηση του δίσκου «Όταν καπνίζει ο λουλάς» το 1972 και τρία χρόνια αργότερα στην ηχογράφηση του «Αρχάγγελου» στο Χιούστον, από την οποία θυμάμαι αρκετά περιστατικά. Θυμάμαι τις φορές που δούλευε στο σπίτι και τον βλέπαμε να κάνει πρόβα, να μελετάει τραγούδια για κάποιον επερχόμενο δίσκο ή να ακούει δίσκους από Ελληνες ή ξένους καλλιτέχνες που θαύμαζε.
Αυτό που δεν ζήσαμε ποτέ ούτε εγώ ούτε η αδελφή μου ήταν να τον δούμε σε κάποιο απ’ τα νυχτερινά κέντρα στα οποία τραγουδούσε, κυρίως γιατί δεν μας το επέτρεπε. Τον είχαμε δει να τραγουδάει στην πίστα μόνο δύο φορές σε κάποιες ειδικές τιμητικές βραδιές που έγιναν για κείνον τη δεκαετία του ’90 στο «Crystal Palace». Παρόλο που παίζαμε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του –ιδίως η μητέρα μου, την οποία συμβουλευόταν και για επαγγελματικά θέματα και εκτιμούσε πολύ τη γνώμη της– δεν είμασταν στο προσκήνιο. Προτιμούσε να μας κρατάει μακριά από τη ζωή της νύχτας.

Ποια κατά κοινή ομολογία ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία του Απόστολου Νικολαΐδη και γιατί;

O πατέρας μου είχε το ιδιαίτερο χάρισμα να κάνει όποιο τραγούδι ερμήνευε «δικό του», ακόμη κι αν ήταν δεύτερη εκτέλεση. Το ομότιτλο τραγούδι του δίσκου «Όταν καπνίζει ο λουλάς» (1973) είναι το τραγούδι που μάλλον συνδέεται περισσότερο με κείνον και θα έλεγα ότι ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία του. Είναι το πρώτο τραγούδι του δίσκου και σύνθεση του Γιώργου Μητσάκη που σήμερα γνωρίζουμε ότι πρωτοηχογραφήθηκε το 1946 σε δίσκο 78 στροφών. Την εποχή όμως που το ηχογράφησε ο πατέρας μου, οι παλιοί δίσκοι δεν κυκλοφορούσαν και τα τραγούδια αυτά μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα.

Με τον Δημήτρη Καστανά και τον Αντρέα Τριανταφύλλη στα «Αστέρια» ένα βράδυ το 1986.

Όσο για τον λόγο που είναι η μεγαλύτερη επιτυχία του, νομίζω ότι την καλύτερη εξήγηση την έχει δώσει μέσα στο βιβλίο ένας μουσικόφιλος και θαυμαστής από το Λονδίνο, ο Γιάννης Ιωάννου: «Ακούστε τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύονται οι πρώτες λέξεις του ‘Οταν καπνίζει ο λουλάς’. Ο Απόστολος δεν έχει καθορίσει την ατμόσφαιρα μόνο του εν λόγω τραγουδιού αλλά και ολόκληρου του δίσκου βάσει του σκεπτικού του για τη φωνητική απόδοση των στίχων. Ακούει κανείς μια δυναμικότητα. Ακούει το πάθος. Ακούει την αποφασιστικότητα στην απόδοση των στίχων. Πάνω απ’ όλα, ακούει ρυθμό, χρονισμό. Αρχίζουμε πλέον να καταλαβαίνουμε ότι ο Απόστολος δεν ήταν απλώς ένα φωνητικό ταλέντο, αλλά ένας πραγματικός δεξιοτέχνης της έκφρασης».
Τη δεκαετία του ’90 ο πατέρας μου είχε άλλη μία μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι «Οταν χορεύεις το τσιφτετέλι» (Παπαβασιλείου/Τεάζη), που ηχογραφήθηκε ζωντανά στο θρυλικό κέντρο «Αστέρια» της Αστόριας το 1990 και το είχε πρωτοερμηνεύσει η Κατερίνα Στανίση το 1987.

Τι ήταν αυτό που τον πίκρανε περισσότερο μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο;

Τον πατέρα μου τον πείραζε πάρα πολύ η ζήλεια και ο φθόνος σε προσωπικό και σε επαγγελματικό επίπεδο. Σιχαινόταν την ανεντιμότητα κάθε είδους. Στην καριέρα του είχε τύχει να εξαπατηθεί και από αφεντικά και από παραγωγούς και από συνθέτες. Παρόλο που έγινε γνωστός στον απανταχού Ελληνισμό, δεν έπαιξε ποτέ το παιχνίδι των δημοσίων σχέσεων και έτσι δεν είχε ποτέ τις «πλάτες» μιας μεγάλης δισκογραφικής εταιρείας. Όλα αυτά τον ενοχλούσαν κατά καιρούς.
Αυτό όμως που τον είχε πικράνει περισσότερο στην καριέρα του ήταν η αντιμετώπιση και το «σνομπάρισμα» από παλιούς συνεργάτες του όταν επέστρεψε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1981. Κάποιοι δεν δίστασαν την εποχή εκείνη να μιλήσουν με κακόβουλο τρόπο για κείνον στα καλά μαγαζιά και στις εταιρείες, αποδίδοντάς του το στερεότυπο του «βαρύ» τραγουδιστή που ήξερε μόνο να τραγουδάει «χασικλίδικα» τραγούδια. Παρόλο που ήταν περήφανος για τις ερμηνείες αυτές, σαν κατεξοχήν λαϊκός τραγουδιστής που πίστευε ότι ένας καλός ερμηνευτής πρέπει να μπορεί να λέει τα πάντα, η ετικέτα αυτή τον είχε στεναχωρήσει βαθιά.

Σε τι επηρέασαν η παρουσία και τα λόγια του πατέρα σου την προσωπικότητά σου;

Με τον βιρτουόζο του μπουζουκιού Κώστα Παπαδόπουλο σε πρόβα το 1983.

Η επήρεια του πατέρα μου στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς μου ήταν καθοριστική και εξακολουθεί να είναι αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου.
Πρώτα απ’ όλα, μου έμαθε να επιζητώ και να εκτιμώ την ποιότητα στο κάθε τι. Μου έμαθε να έχω υψηλά πρότυπα και υψηλές προσδοκίες και από τον εαυτό μου και από τους άλλους. Μου έμαθε να φέρομαι με σεβασμό και να λειτουργώ με ακεραιότητα. Μου έμαθε ότι οι καλοί άνθρωποι είναι λιγότεροι και συμβούλευε πάντα κι εμένα και την αδελφή μου να προστατεύουμε τον εαυτό μας από τον φθόνο, που όπως είπα πριν θεωρούσε το χειρότερο και πιο καταστροφικό ελάττωμα που υπάρχει. Γενικά με έμαθε να είμαι επιφυλακτική με τους άλλους γιατί η εμπιστοσύνη κερδίζεται, δεν είναι δεδομένη.
Μου έμαθε να θεωρώ πολύ σημαντική τη μόρφωση, τόνιζε όμως πάντα ότι η μόρφωση δεν σχετίζεται πάντα με τα πανεπιστήμια. Με άλλα λόγια, δεν χρειάζεται να είναι κανείς μορφωμένος στο χαρτί για να είναι καλλιεργημένος στην ψυχή. Οπωσδήποτε όμως θεωρούσε τη μόρφωση πολύ σημαντική. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι μου είχε πει την ημέρα της αποφοίτησής μου από το πανεπιστήμιο ότι του είχα δώσει το μεγαλύτερο δώρο που μπορούσα να του είχα δώσει.
Τέλος, μου έμαθε για τη δύναμη της δημιουργίας και να εκτιμώ την τέχνη κάθε είδους. Πολλοί από τους καλλιτέχνες που θαύμασα και παρακολούθησα αργότερα στη ζωή μου (και Ελληνες και «ξένους») τους έμαθα από τον πατέρα μου.

Η απώλειά του τι αλλαγές έφερε μέσα σου;

Άλλαξε τα πάντα και με άλλαξε για πάντα. Οτιδήποτε αναλογιστώ στη ζωή μου, το ταξινομώ αυτόματα σε μία από δύο χρονικές κατηγορίες: πριν και μετά την απώλεια. Ακόμη και σήμερα, σχεδόν 24 χρόνια μετά, παρατηρώ ολόκληρη τη ζωή μου μέσα απ’ αυτές τις δύο χρονικές περιόδους.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι τι θα σκεφτόταν για το ένα ή για το άλλο. Περισσότερο όμως, θα ήθελα να είχα την ευκαιρία να τον ρωτήσω για πολλά πράγματα που όταν ήμουν μικρότερη δεν είχα σκεφτεί να τον ρωτήσω. Ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της έρευνας για το βιβλίο, προέκυψαν πολλά θέματα για τα οποία θα ήθελα να τον είχα ρωτήσει και να είχα μάθει περισσότερα. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ ότι τον κατάλαβα πολύ καλύτερα ως καλλιτέχνη και αντιλήφθηκα πιο αντικειμενικά το σύνολο του έργου και της προσφοράς του μετά την απώλειά του.

Με τον Γιώργο Νταλάρα στο κέντρο «Αρχόντισσα» που είχε ανοίξει ο Απόστολος στην οδό Πατησιών στην Αθήνα το 1981.

Πες μας λίγα λόγια για την ελληνική λαϊκή νυχτερινή διασκέδαση που άνθισε στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και τον Καναδά κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Θα λέγαμε ότι ήταν μια χρυσή εποχή – για την ελληνική ομογένεια, για την ελληνική διασκέδαση και για τον Ελληνισμό. Το βιβλίο αποτελεί εν μέρει και έναν φόρο τιμής σ’ εκείνη την ιδιαίτερη εποχή. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους μίλησα κατά τη διάρκεια της συγγραφής του βιβλίου που είχαν ζήσει την εποχή αυτή εξέφρασαν ότι τα χρόνια εκείνα ήταν τα καλύτερα της ζωής τους. Νομίζω ότι δεν είναι τυχαίο ούτε οφείλεται απλώς σε νοσταλγία. Την εποχή που καλύπτει το βιβλίο, δηλαδή από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 όταν ο πατέρας μου πρωτοπάτησε το πόδι του στη Βόρεια Αμερική μέχρι τη δεκαετία του 1990, η ελληνική λαϊκή νυχτερινή διασκέδαση στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά ανθούσε. Τα ελληνικά κέντρα στην ακμή τους ανταγωνίζονταν ακόμη και κέντρα στην Ελλάδα. Το βιβλίο περιλαμβάνει πολλά στοιχεία για τα κέντρα που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην οποία ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει μέσω του εκτενούς φωτογραφικού υλικού και μαρτυριών των ανθρώπων που την έζησαν από πρώτο χέρι.
Εγώ ήμουν πολύ μικρή για να τη ζήσω (άλλωστε ο πατέρας μου ήταν πολύ αυστηρός όπως είπα πριν), αλλά αισθάνομαι ότι την έζησα έμμεσα. Κάθε επίσκεψη σε βιβλιοθήκη κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου ήταν για μένα ένα ραντεβού με το παρελθόν, μια ευκαιρία να ταξιδέψω πίσω στο χρόνο και να ζήσω την εποχή εκείνη μέσα από τα άρθρα, τις φωτογραφίες και τις πολλές διαφημίσεις που περιέχονταν στις ομογενειακές εφημερίδες.

Ποιους καλλιτέχνες αγάπησε περισσότερο από αυτούς με τους οποίους συνεργάστηκε;

Με τον Χρήστο Ψαρρό και την Πόλυ Πάνου στα καμαρίνια της «Ελληνικής Σπηλιάς» στην Αστόρια, Αύγουστος 1980.

Το μεγάλο ίνδαλμα του πατέρα μου ήταν ο Στέλιος Καζαντζίδης. Η συνεργασία μαζί του στις αρχές τις καριέρας του (δούλεψε δύο καλοκαίρια μαζί του στο παραλιακό κέντρο «Κουλουριώτη» του Μοσχάτου) ήταν για κείνον καθοριστική, ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Εκτιμούσε πάρα πολύ τις συνεργασίες του και τα όσα έμαθε από τον Απόστολο Καλδάρα, με τον οποίο δούλεψε μαζί αρκετά χρόνια στα πάλκα της Αθήνας και τον Μανώλη Χιώτη, τον οποίο θεωρούσε όχι απλώς ταλέντο, αλλά φαινόμενο.
Στα μετέπειτα χρόνια, η συνεργασία του με τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Χρήστο Ψαρρό (με τον οποίο έγιναν και κουμπάροι καθώς βάφτισε την αδελφή μου) ήταν σημαντική για κείνον. Ηταν στενοί φίλοι και είχαν φοβερή μουσική χημεία. Ο πατέρας μου θεωρούσε τον Ψαρρό έναν από τους μεγαλύτερους μπουζουξήδες της Ελλάδας.

Τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του ο μύθος αυτός του λαϊκού τραγουδιού;

Την οικογένειά του και το αυθεντικό ελληνικό λαϊκό τραγούδι.

Ποιο ήταν το αδύναμο σημείο του Απόστολου Νικολαΐδη;

Με τον Μανώλη Αγγελόπουλο στο «Crystal Palace» της Αστόριας το 1978.

Ο πατέρας μου ήταν ευαίσθητος, ανήσυχος και ασυμβίβαστος με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θα αφήσω τον ίδιο να διηγηθεί, μέσα από το βιβλίο: «Ξεχνάω γρήγορα. Συγχωρώ γρήγορα. Πρέπει να με γνωρίσεις καλά για να με πάρεις χαμπάρι. Δεν μ’ αρέσουνε τα ψέματα καθόλου, είμαι ειλικρινής, και γίνομαι κακός όταν λέω την αλήθεια πολλές φορές. Αλλά πάλι τη λέω εγώ. Όσα λάθη έχω κάνει τα έχω κάνει κατά του εαυτού μου. Σε φίλους μου δεν έχω κάνει ποτέ λάθος. Εχω κάνει πάρα πολλά λάθη, αλλά για κανένα λάθος μου δεν μετανιώνω. Γιατί έτσι γεννήθηκα εγώ, να κάνω αυτά τα λάθη».

Τι θα έλεγε αν ζούσε τώρα για όλα όσα συμβαίνουν τα τελευταία χρόνια στην ανθρωπότητα με λίγες λέξεις;

Ο πατέρας μου ήταν γενικά αισιόδοξος τύπος, με μεγάλη αυτοπεποίθηση στον εαυτό του και τις ικανότητές του. Δεν πτοείτο εύκολα. Ταυτόχρονα, ήταν επιφυλακτικός και προσεκτικός με τον κόσμο γενικότερα. Νομίζω ότι σίγουρα θα τον απασχολούσε η εξέλιξη των πραγμάτων. Ηταν όμως ο τύπος ανθρώπου που πάντοτε σχεδίαζε κάτι καινούριο, πάντοτε ανυπομονούσε, πάντοτε κοίταζε μπροστά. Οποιες και να ήταν οι δυσκολίες ή οι αντιξοότητες, ήταν ένας καλλιτέχνης που ζούσε με την τέχνη του και ήθελε πάντα να δημιουργεί. Θα μας έλεγε να προσέχουμε και να προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο.

(To φωτογραφικό υλικό προέρχεται από το βιβλίο και έχει παραχωρηθεί από την συγγραφέα για το συγκεκριμένο άρθρο.

Το βιβλίο πωλείται ηλεκτρονικά εδώ: https://apostolosnikolaidis.shop/)

Με τον Ανδρέα Μπάρκουλη στο Τορόντο του Καναδά τον Δεκέμβριο του 1977.
Στο Σικάγο το 1973 με τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον ηθοποιό Λευτέρη Βουρνά και τον Τζίμη Τόπια.
Με τον δεξιοτέχνη του μπουζουκιού Γιάννη Παλαιολόγου στο νυχτερινό κέντρο «Istanbul» του Μανχάταν το 1970.
Με την Καίτη Γκρέυ στο νυχτερινό κέντρο «Istanbul» του Μανχάταν το 1969.
Με τον Τάκη Μωράκη και την Νάντια Κωνσταντοπούλου στο «Grecian Gardens» του Σικάγου το 1969.
Με τον Σπύρο Ζαγοραίο, τον Βασίλη Τσιτσάνη και άγνωστη γυναικεία παρέα στην Αθήνα το 1964.
Στο πάλκο του «Κουλουριώτη» με τον Στέλιο Καζαντζίδη και την Μαρινέλλα στην παραλία Μοσχάτου, τον Ιούλιο του 1963.
Στο κέντρο «Ανεμώνα» στην Αθήνα το 1962 με τον Απόστολο Καλδάρα και τον Γιώργο Λαύκα.
Με τον πατέρα του, εργοδηγό τεχνικών έργων, και άλλους εργάτες στη Θεσσαλονίκη, 23 Δεκεμβρίου 1958.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΘΗΝΑ. Την εταιρεία «Ακτωρ» αλλά και τον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλό της, Αλέξανδρο Εξάρχου συνεχάρη ονομαστικά σήμερα ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης για την κατασκευή του αυτοκινητοδρόμου Καλλονής-Σιγρίου στη Λέσβο.

Σχόλια

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ