Ισως σας φανεί παράξενο, αλλά η πόλις μας έχει αποκτήσει, τώρα τελευταία –να είναι καλά οι Μικρασιάτες πρόσφυγες- μια εκατό τα εκατό γλυκύτητα!
Μπορεί τα τελευταία διεθνή ανακατώματα να μας ποτίζουν με πολλές πίκρες, αλλά εδώ τίποτα δεν φαίνεται.
Κατά καιρούς, έχουν ονομάσει την Αθήνα μας το ιοστεφές άστυ, πόλιν της Παλλάδος, έδρα πάσης σοφίας. Ολα αυτά πάνε. Δεν είναι πια ούτε ιοστεφές το άστυ, ούτε της Παλλάδος η πόλις. Είναι απλούστατα το επίκεντρο πάσης γλύκας.
Σε όποια γωνιά κεντρικού και απόκεντρου δρόμου και να βρεθείτε, θα πέσετε πάνω σε ανατολίτικο γλυκατζίδικο!
Τεράστιες επιγραφές σας ειδοποιούν ότι το ιοστεφές στομάχι σας και ο αθηναϊκός φάρυγγάς σας έχει πλέον ιδιαίτερη προτίμηση στα εξής δυσκολονόητα κατασκευάσματα:
Χανούμ – μπορέκ!
Μουσταφά- σαϊνταλήμποζά!
Μπακαλούμ – μπουρέκ!
Σερτ – ουζούν – γκιολματζή!
Ντουρ – σουτζούκ – Αϊσέ – τατλί!
Και μερικά άλλα, τα ονόματα των οποίων είναι αδύνατον να συγκρατήσω.
Ολα αυτά είναι περίεργα κατασκευάσματα και ακατανόητα. Στην εμφάνιση κυριαρχεί το αμύγδαλο, το καρύδι, και το ψημένο φύλλο.
Στη χημικό-μαγειρική ανάλυση κυριαρχεί επί πλέον αυτών, το αράπικο φιστίκι και το μέλι.
Στη γεύση κυριαρχεί μια αφόρητη γλύκα, μια τρομακτική λιγωμάρα!
***
Αν μπείτε σε ένα τέτοιο γλυκατζίδικο, σας πλησιάζει το γλυκύτατο γκαρσόνι:
-Τι θα πάρει ο κύριος;
-Ενα καφέ παιδί μου.
-Δεν έχουμε κύριε. Εδώ είναι ζαχαροπλαστείο.
-Α! ζαχαροπλαστείο… ε, τότε φέρε μου μια πάστα…
-Πάστες απών!
-Και τότε τι έχετε;
Αρχίζει η απαρίθμηση:
-Μπουγατσατζή-κιοφτέ-χανούμ, Σεκερτσελή-μποζά, Γκαβεή-σερμπέτ, Μπουρέκ-αντάμ-ολούν…
-Στάσου βρε παιδί μου!
Το «παιδί» στέκεται. Στο μουστάκι του διακρίνεται τεμάχιο φύλλου από κάποιο «σεκερτσελή-μπουρέκ- και τα λοιπά».
Τρέμετε τώρα γιατί δεν ξέρετε τι να παραγγείλετε. Ολα αυτά είναι τόσο μυστηριώδη. Να υποχωρήσετε αδύνατον!
«Διαλέγετε» λοιπόν:
-Σε παρακαλώ μου φέρνεις ένα…
-Μπουρέκ-ουτουντζού- χανούμ;
-Οχι, από το άλλο!
-Ποιο κύριε;
-Το…
-Μουσταφά-τατλί-μποζά;
-Οχι παιδί μου. Τον Μουσταφά θα φάω;
-Μήπως θέλετε Μπουρντεσίν – μπουρέκ;
-Αντε γεια σου, ας είναι κι’ απ’ αυτό!
Το γκαρσόνι εξαφανίζεται και επανέρχεται με την παραγγελία.
Απροσδιορίστου σχήματος, κάτι μεταξύ εναερίου τορπίλης και ξεκοιλιασμένης μπάλας ποδοσφαίρου, αμφιβόλου χρώματος, κάτι μεταξύ λευκού, υπόλευκου και ροζ γκρενά. Αυτό είναι το γλύκισμα της σοφής ζαχαροπλαστικής δεινότητας ανθρώπου που ακούει στο όνομα Καραμπέτ!
Το δοκιμάζετε. Μετά φόβου Θεού, Πίστεως και Αγάπης το φέρνετε στο στόμα σας…
Ο έβδομος ουρανός! Άνοιξαν τα ουρί του Παραδείσου, συγκεντρωμένα μεταξύ δέκα φύλλων μπακλαβά…
Η βαθμολογία:
Γλυκύτητα βαθμοί 100
Αρωμα μελιού βαθμοί 100
Κόλλημα του ουρανίσκου βαθμοί 100
Αναγκαστικό πλατάγισμα της γλώσσας βαθμοί 100
Τι τα θέλετε;
Σε εποχή τέτοιας διεθνούς πίκρας η εισαγωγή τόσης γλύκας σε τσιγαροβήχοντα ουρανίσκο είναι μια παρηγοριά!
(βασισμένο σε χρονογράφημα του Δημήτρη Γιαννουκάκη για την εφημερίδα «ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΜΕΛΛΟΝ», 1939)
* Ο Θωμάς Σιταράς είναι Συγγραφέας-Αθηναιογράφος (FB: Σιταράς Θωμάς)