Για περισσότερο από δύο χρόνια ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί ένα από τα κορυφαία παγκόσμια προβλήματα.
Ευρίσκεται σχεδόν καθημερινά στο κέντρο της προσοχής όχι μόνο των εμπλεκομένων κυβερνήσεων αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης η οποία γνωρίζει από πικρή πείρα ότι η σύγκρουση αυτή έχει, μεταξύ άλλων, συντείνει ουσιαστικά στο παγκόσμιο προβληματικό ενεργειακό τοπίο και τον πληθωρισμό και συνεχίζει να απειλεί τη σταθερότητα και την ειρήνη.
Γενικότερα, επικρατεί η εντύπωση ότι η ουκρανική σύρραξη αφορά κατά πρώτον λόγο την ευρωπαϊκή ασφάλεια και τη Βορειοατλαντική Συμμαχία.
Εντούτοις, δεν χρειάζεται βαθυστόχαστη ανάλυση για να αντιληφθεί κανείς ότι, κατά τρόπο ίσως όχι πολύ διακριτό αλλά πολύ βαρύνοντα, το Ουκρανικό πρόβλημα είναι σημαντικότατος παράγοντας στις σχέσεις ανάμεσα στους τρεις πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής, την Αμερική, τη Ρωσία και την Κίνα.
Κατ’ αρχάς, έχει βεβαίως καταστρέψει τις σχέσεις και τη συνεργασία της Ρωσίας με τη Δύση με την οποία η Μόσχα ευρίσκεται σε πολύπλευρη σύγκρουση.
Η Κίνα έχει μέχρι τούδε ακολουθήσει μια προσεκτική πολιτική σε ό,τι αφορά την ουκρανική σύγκρουση αυτή καθ’ εαυτή. Εχει αποφύγει να θεωρηθεί ότι υποστηρίζει ανοικτά ή ενεργά τη Ρωσία και έχει προσπαθήσει, ανεπιτυχώς, να αναλάβει κάποιο ρόλο μεσολαβητού.
Εντούτοις, έχει ταυτόχρονα προσφέρει ανυπολόγιστης αξίας διεθνή πολιτική στήριξη στη Μόσχα διατηρώντας μαζί της σχέσεις εγκαρδιότητας και συνεργασίας στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο και παρέχοντας διέξοδο ώστε η Ρωσία να αποφύγει τον οικονομικό στραγγαλισμό από τις Δυτικές αυστηρές κυρώσεις.
Ως επακόλουθο, ο πόλεμος της Ουκρανίας έχει συντείνει στη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των δύο ασιατικών μεγάλων δυνάμεων. Γεγονός που αντιβαίνει σε έναν από τους βασικούς στόχους της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η οποία παραδοσιακά με δική της παρεμβολή επιδιώκει εντελώς το αντίθετο. Αρκεί να μνημονευθεί εν προκειμένω το γνωστό ιστορικό άνοιγμα των Νίξον – Κίσινγκερ προς την Κίνα μεσούντος του Ψυχρού Πολέμου.
Στο ίδιο πλαίσιο, είναι προφανές ότι εάν η Κίνα αποφάσιζε να ρίξει το βάρος της υπέρ της Ρωσίας και να την υποστηρίξει ενεργά, μια τέτοια κίνηση θα μπορούσε να είχε αποφασιστικό αντίκτυπο υπέρ της τελευταίας στην ουκρανική κρίση.
Συναφώς, δεν ξενίζει η πληροφορία ότι η προοπτική αυτή έχει επισημανθεί από κινεζικής πλευράς σε ανώτατο επίπεδο προς τους Αμερικανούς και τους συμμάχους τους αφού αποτελεί άλλωστε μεγάλο υπέρ της Κίνας διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στις διμερείς αμερικανο-κινεζικές σχέσεις. Διότι είναι εμφανές ότι η κατάσταση και οι προοπτικές των σχέσεων αυτών είναι μοιραίο να επιδρούν ανάλογα στη διαμόρφωση της απόφασης του Πεκίνου να αυξήσει ή να μειώσει πολιτικά και ποιοτικά τη στήριξή του προς τη Μόσχα.
Ιδού λοιπόν πώς ο συνεχιζόμενος αιματηρός πόλεμος στην Ουκρανία επηρεάζει κατά ουσιαστικό τρόπο όχι μόνο τις σχέσεις της Μόσχας με το Πεκίνο και τη Δύση αλλά και το παρόν και το μέλλον των σχέσεων της Αμερικής με την Κίνα.
Η οποία, ως γνωστόν, θεωρείται από την Ουάσιγκτον ως ο κύριος αντίπαλος και ανταγωνιστής της στο χώρο του Ειρηνικού και της Ασίας αλλά και παγκοσμίως.