Δικηγόροι χωρίς δικαστήρια και ενάγοντες χωρίς εναγόμενους δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν. Συνήγοροι υπεράσπισης, εφέτες, πρόεδροι ένορκοι, αποτελούν όλοι ένα σώμα το οποίο συστήνεται για να διαλευκάνει υποθέσεις κάθε είδους και να αποδώσει δίκαιο, να τιμωρήσει, ή να απολύσει από τις κατηγορίες πολίτες σε δικαστικές διαμάχες. Ολα όσα όμως αφορούν στην εξειδικευμένη διάρθρωση δικαστικής διαμάχης και θεωρούνται αυτονόητα στον σύγχρονο κόσμο δεν είχαν ακόμα διαμορφωθεί στον σημερινό τους βαθμό κατά την ελληνική αρχαιότητα η οποία, εντούτοις, έθεσε τα θεμέλια γι’ αυτό που εμείς σήμερα αποκαλούμε δικαστική διαδικασία και πολιτισμό Δικαίου.
Η ιστορία των δικαστηρίων χάνεται στα βάθη των αιώνων και σύμφωνα με τους μύθους ήταν οι Θεοί οι πρώτοι δικαστές και οι εν δυνάμει συνήγοροι ή κατήγοροι. Η εκδίκαση του διπλού φόνου μητέρας και εραστή που διαπράττει ο Ορέστης, οι οποίοι ευθύνονται για τη δολοφονία του βασιλιά πατέρα του Αγαμέμνονα γίνεται στην κορυφή του βράχου του Αρείου Πάγου. Κάποιοι Θεοί παίρνουν το μέρος του και κάποιοι άλλοι τον κατηγορούν. Οι μονάρχες και οι ηγεμόνες των Ομηρικών Επών αποδίδουν εκείνοι αποκλειστικά το δίκαιο, ενώ υπάρχουν πάντοτε κάποιοι μεσολαβητές, υπέρ ή κατά, και ο λαός απλά παρίσταται ως παθητικό κοινό στις δικαστικές αποφάσεις. Η δημιουργία γραπτών νόμων από πολιτευτές και νομοθέτες και η σταδιακή απομάκρυνση από το παραδοσιακό άγραφο Δίκαιο στην αρχαϊκή εποχή, με τον Δράκοντα και αργότερα τον Σόλωνα να καταγράφουν επίσημους κρατικούς νόμους προς χρήση από τον Δήμο της Αθήνας κατοχυρώνουν τα θεμέλια του πολιτισμού του Δικαίου στην ελληνική αρχαιότητα.
Η Αθήνα και ο ολοένα πιο σύνθετος κρατικός μηχανισμός της από τον 6ο προς τον 5ο αιώνα π.Χ. δημιούργησε στα τέλη της λεγόμενης Αρχαϊκής εποχής τα επίσημα δικαστήρια στα οποία δεν προήδρευε πλέον κάποιος γαιοκτήμονας, μεγαλοπρούχοντας ή βασιλιάς αλλά εκλεγμένος επίτροπος του Δήμου, ενώ ένα δικαστικό σώμα αποτελούνταν από τους προεδρεύοντες, τους γραμματείς, τους αρχειονόμους, τους εφόρους και προπαντός την Εκκλησία του Δήμου. Από την ίδια την Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή από το σύνολο του πληθυσμού των Αθηναίων πολιτών προέρχονταν όλοι οι συντελεστές του κάθε δικαστηρίου, κάτι το οποίο αποτέλεσε ίσως την μεγαλύτερη κοινωνική κατάκτηση της πρώιμης εκείνης δημοκρατίας της Αθήνας και ήταν όλοι εκλεγμένοι, οι δικαστές μάλιστα κληρώνονταν λίγη ώρα πριν από κάθε δίκη προς αντιμετώπιση της εξαγοράς τους από τις αντιμαχόμενες στα δικαστήρια μερίδες. Είναι γεγονός ότι δικηγόροι, όπως τους νοούμε εμείς σήμερα, δεν υπήρχαν αρχικά στην κλασική Αθήνα ωστόσο υπήρχαν ήδη εκείνοι οι οποίοι πληρώνονταν για να υποστηρίξουν έμμεσα τους αντίδικους είτε γράφοντας τους λόγους τους, είτε διδάσκοντάς τους τον κατάλληλο τρόπο κατηγορίας ή απολογίας στα δικαστήρια, και εξελίχθηκαν σε επαγγελματίες συνηγόρους, όπως ο Αισχίνης. Οι ίδιοι πωλούσαν την ικανότητά τους να συγγράφουν και επιστολές, είτε ιδιωτικές, είτε άλλες, για λογαριασμό τρίτων.
Σε μια Αθήνα της αντιλογίας, του δικανικού και πολιτικού λόγου καθώς και της διαλεκτικής επιστήμης οι σοφιστές γνώριζαν να χειρίζονται τον λόγο, την αισθητική της προσωπικής έκθεσης στο κοινό και την τέχνη της πειθούς. Η Αγορά, ο δημόσιος χώρος ο τόσο εμβληματικός στον σχηματισμό της ιδέας της λαϊκής ετυμηγορίας κατά τις εκλογές, ήταν το καθημερινό πεδίο εξάσκησης του λόγου. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο: την αρχαίαν σοφιστικήν ρητορικήν ηγείσθαι χρη φιλοσοφούσαν, η αρχαία σοφιστική ήταν η φιλοσοφική ρητορική, κατά την οποία συζητούνταν θέματα με τα οποία ασχολούνταν και οι φιλόσοφοι, με τη χρήση εκμαιευτικών ερωτήσεων και εκθέτοντας σταδιακά το πρόβλημα προς επίλυση. Η διεξοδική και εκτεταμένη έρευνα ενός οποιουδήποτε θέματος την περίοδο της αρχαίας σοφιστικής, με τη χρήση του ορθού λόγου, επιχειρημάτων και αποδεικτικών στοιχείων, οδήγησε στην επιστημονική σκέψη με την παρατήρηση, τη μεθοδική ανάλυση, την τεκμηρίωση και την επανάληψη της όλης διαδικασίας για την τελική απόφανση για το κάθε ζήτημα. Η όλη διαδικασία της αρχαίας σοφιστικής προήγαγε το πνεύμα, την έρευνα και την κατανόηση του κόσμου, του ανθρώπου και του ρόλου του μέσα στην κοινωνία επίσης. Η ίδια δομημένη διαδικασία στον διανοητικό και ταυτόχρονα στον προφορικό και στον γραπτό λόγο χρησιμοποιήθηκε και για την ανεύρεση της αλήθειας στον δικαστικό χώρο. Ποιος άραγε να έχει δίκιο ανάμεσα στους αντιδίκους; Ποιος είναι υπεύθυνος του προβλήματος; Ποιες οι αιτίες και τα κίνητρα; Ποιος είναι ο δολοφόνος, ο απατεώνας, ο ψεύτης και ο συκοφάντης; Σε ποιον θα πρέπει να αποδοθεί το δίκαιο, ποιος θα τιμωρηθεί και ποιος θα αθωωθεί;
Οι σοφιστές, οι οποίοι ήταν και ρήτορες και δημόσια πρόσωπα, ήταν εκείνοι που θα υποστήριζαν ή θα κατηγορούσαν, που θα ξεσκέπαζαν την πλάνη ή ίσως και που θα την αναδείκνυαν ως πλαστή. Ασχολούμενοι με τον λόγο και αναδεικνύοντάς τον σε κλείδα αληθείας ή σε εργαλείο συγκάλυψης, σε μέθοδο διαλεύκανσης ή σε μέσο συνηγορίας οι σοφιστές υπήρξαν οι πρώιμοι δικηγόροι τρόπον τινά της αρχαίας Αθήνας, εάν δεν συνυπολογίσουμε τον ρόλο των ειρηνοδικών οι οποίοι ήταν διαμεσολαβητές και διαιτητές της αθηναϊκής δημοκρατίας, πάντα χρησιμοποιώντας τον λόγο και τη ρητορική δεινότητα για την επιλογή των τελικών κρίσεων της πόλεως-κράτους στις κρίσιμες αποφάσεις του.
Εχουν σωθεί πολλοί δικανικοί λόγοι από τον 5ο και τον 4ο αιώνα της κλασικής Αθήνας και από αυτούς είναι σαν να βλέπουμε παραστατικά τη ζωή της πόλης σε όλες της τις περιστάσεις. Μέσα από αυτούς τους λόγους ξαναζωντανεύουν οι ιδέες και οι τάσεις, τα έθιμα και οι ιδιαιτερότητες μιας ενδιαφέρουσας εποχής έχοντας ως πρωταγωνιστές τους χειριστές του λόγου και του πλήθους. Συγγράφονταν κείμενα και εγχειρίδια ρητορικής και διδάσκονταν οι τρόποι παρουσίασης ενός θέματος. Ο εκπεφρασμένος λόγος ανέδειξε το εκφράζεσθαι και το διαχώρισε σε απλές και σύνθετες περιόδους, σε συναρμοσμένο ύφος, σε ιδιότυπα και αντιθετικά κώλα, σε ομοιοτέλευτα, σε ενθυμήματα και σε παθοποιία. Η προέλευση του δικανικού λόγου προέρχεται από τη φιλοσοφική εξήγηση των πρώιμων σοφιστών, ενώ η ανάγκη για εναρμόνιο σύνθεση οδηγεί τους ρήτορες στη συμμετρία των προτάσεων στην ζύγιση των αντιθέσεων στις παρηχήσεις και στα σχήματα διανοίας προκειμένου να επιτευχθεί καλλιέπεια λόγου.
Χάρη στους δημόσιους και δικανικούς λόγους στερεώθηκε το περίφημο Αττικόν Αλας, η σπουδή του λόγου που οδηγεί στην ικανότητα της επικοινωνίας με τη χρήση της έξυπνης ειρωνείας, το στοιχείο διακωμώδησης, την ποίηση και ενίοτε τον χλευασμό χωρίς χυδαιότητα. Η τέχνη του ρήτορα και συνηγόρου δεν διέφερε σε κάποια σημεία από την τέχνη του ηθοποιού ο οποίος με την ερμηνεία του στόχευε στην πρόκληση έντονων συναισθημάτων, εξάρσεις ψυχικές και θυμοειδείς αντιδράσεις. Οι κινήσεις των χεριών, οι σκόπιμες εκφράσεις του προσώπου, οι μελετημένες παύσεις του λόγου ανά διαστήματα για τον τονισμό κάποιων σημαντικών φράσεων συνιστούσαν και εξακολουθούν σήμερα να συνιστούν ικανότητα μετάδοσης του νοήματος ενός ζητήματος. Οι καλοί δικηγόροι, όπως και οι επιτυχημένοι πολιτικοί, γνωρίζουν αυτές τις αρχαίες μεθόδους που ισχυροποιούν τον λόγο και οδηγούν στην πειθώ.
Οι σοφιστές της δεύτερης σοφιστικής ζούσαν από τους λόγους τους και η ικανότητά τους στον εκπεφρασμένο δημόσιο λόγο τους συντηρούσε και κάποτε τους πλούτιζε, σε σημείο τέτοιο ώστε ο Υπερείδης να έχει αγοράσει από την εργασία του αυτή κτήματα στην Ελευσίνα και μεταλλεία, καθώς και να δωρίσει μεγάλα ποσά στην πόλη της Αθήνας. Είναι πάντα σοφιστές οι λογογράφοι, εκείνοι που συνέθεταν επί πληρωμή τους λόγους υπεράσπισης στα δικαστήρια και όχι μόνο, εκείνοι που πάντα επί πληρωμή εκγύμναζαν τους εναγόμενους στον λόγο της πειθούς με τεχνικές, ρητορικά τεχνάσματα και την χρήση της ορθοφωνίας.
Οι λεγόμενοι λογογράφοι προέρχονταν από τις τάξεις των εκπαιδευμένων ρητόρων και των σοφιστών επίσης, επαγγελματίες που συχνά ασχολούνταν με την πολιτική και τα δημόσια πράγματα. Οι λόγοι που εκφωνούνταν στα δικαστήρια αλλά και σε άλλες δημόσιες περιστάσεις μπορεί να ήταν σχεδιασμένοι εκ των προτέρων ή αυτοσχέδιοι. Ο Αισχίνης, ο Βυζάντιος Πύθων, ο Περικλής και ο Γοργίας θεωρούνταν ικανοί αυτοσχεδιαστές, σε αντίθεση με τον Δημοσθένη ο οποίος προσχεδίαζε μέχρι κεραίας τους λόγους του. Οι μεν πρώτοι κέρδιζαν τις εντυπώσεις χάρη στην ίδια τους την παρουσία, στην κινησιολογία τους και στην εκφραστικότητά τους, ενώ οι δεύτεροι μπορούσαν να συγκλονίσουν με την αναλυτική δομή του λόγου τους και τα αδιάσειστα επιχειρήματά τους. Στα δικαστήρια, δε, ένας εναγόμενος είχε το δικαίωμα να πληρώσει κάποιον ικανό ρήτορα για να του συνθέσει την απολογία του και έπειτα να την διαβάσει ή ακόμα καλύτερα να την μάθει από στήθους και να την αποδώσει όσο καλύτερα γινόταν εάν δεν ήταν ικανός να υποστηρίξει τη θέση του εντελώς μόνος. Οι φτωχότεροι είχαν το δικαίωμα να εξυπηρετηθούν στον δικαστικό τους αγώνα από συγγενείς ή φίλους με ρητορική δεινότητα ή κάποια σχετική ευφράδεια λόγου. Ο κάθε λόγος, όπως και ο δικανικός επίσης, διαρκούσε μόνο όσο αποφασιζόταν από το δικαστήριο και αναλόγως της κάθε υπόθεσης, ρυθμιζόμενος με τη χρήση κλεψύδρας ιδίου χρόνου για τους αντίδικους ώστε να αποφεύγονται οι περιττοί πλατειασμοί και να τηρούνται με επάρκεια τα ίδια δεδομένα και για τις δυο πλευρές εξίσου. Η ρυθμισμένη και ελεγχόμενη διάρκεια των λόγων των ανταγωνιστών αποτελούσε επίσης κορυφαίο συστατικό της δημοκρατίας της Αθήνας.
Ολο το περιβάλλον που περιγράψαμε παραπάνω δεν θα μπορούσε, ωστόσο, να σταθεί χωρίς τις κατάλληλες πολιτειακές προϋποθέσεις και εν προκειμένω χωρίς τη δημοκρατία η οποία επέτρεπε και εξέθρεφε τον δημόσιο λόγο, τη διαλεκτική, τον υποστηρικτικό λόγο, τον λόγο της πειθούς, της αντιλογίας και της αντιπρότασης, δηλαδή τα στοιχεία που συνθέτουν την ελευθερία λόγου και τη δυνατότητα υποστήριξης των ατομικών θέσεων του κάθε πολίτη. Σε κανένα ολοκληρωτικό καθεστώς δεν στεριώνει ο ελεύθερος δικανικός λόγος, ενώ συνήγοροι, εκλογικά σώματα και ένορκοι δεν νοούνταν σε ηγεμονίες και βασίλεια σύγχρονων της αθηναϊκής δημοκρατίας. Το πρωτοφανές και πρωτοποριακό εκείνο εγχείρημα που επινοήθηκε στην Αθήνα της κλασικής εποχής θα χαρακτηρίζει για πάντα το δημοκρατικό ιδεώδες.
Οι ρητορικές σχολές δίδαξαν και διέσπειραν το πνεύμα του αναντίρρητου δικαιώματος προς αυτή την ελευθερία σκέψης και λόγου, έκφρασης και αυτοπροσδιορισμού εντός του κοινωνικού ιστού της πόλεως κράτους. Μέσα από αυτές τις σχολές και τις ρητορικές πρακτικές δαμάστηκε η σκέψη, ο στοχασμός και ο μηχανισμός της απόδειξης της αλήθειας, προβάλλοντας, ενδεχομένως, τη δυνατότητα ύπαρξης πολλών αληθειών ταυτόχρονα όπως και το πολύπλευρο της κάθε άποψης που είναι εφικτό να υποστηριχθεί με εξορθολογισμένη επιχειρηματολογία. Η προϋπόθεση της εμφάνισης όλων των εκδοχών σε μια δικαστική υπόθεση καθιστά τη διαδικασία ερευνητική και αποδεικτική στην οποία δεν χωρά εικασιολογία ή επιβολή ταξικής ισχύος.
Παρά το ότι το όνομα των σοφιστών συν τω χρόνω συνδέθηκε με ενεργούμενα των πλούσιων πελατών τους και με αδίστακτους ρήτορες ικανούς να μετατρέψουν το μαύρο σε άσπρο είναι η δυνατότητα που άρχισε να παρέχεται σε όλους να υπερασπιστούν τις θέσεις τους που καταξιώνει όχι τους ίδιους του σοφιστές αλλά τον θεσμό της υποστήριξης όλων ανεξαιρέτως των πολιτών στο δικαστήριο. Πράγματι, κάποτε η διαστρέβλωση της αλήθειας από τους άτυπους εκείνους δικηγόρους για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πελατών και το:
ως αδίκω λόγω του δικαίου κρατούντας και ισχύοντας παρά το ευθύ αμαύρισε συχνά τον ρόλο τους από τη μία, κατοχύρωσε το δικαίωμα της ισότιμης υποστήριξης όλων των εναγόμενων κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαμάχης από την άλλη. Κατά τη ριζική κοινωνική επανάσταση που έφερε ο Διαφωτισμός χιλιετίες αργότερα αυτές οι πρακτικές της αρχαίας δημοκρατίας της Αθήνας επανήλθαν στην επιφάνεια στον δικαστικό χώρο αποδίδοντας το δίκαιο κατόπιν εξέτασης, ανταλλαγής επιχειρημάτων, παρουσίασης τεκμηρίων με μάρτυρες, αποδεικτικά στοιχεία και προπαντός με την εξέλιξη του δικανικού λόγου χάρη στον οποίο μπορεί να υπάρξει απόδοση δικαιοσύνης σε έναν ελεύθερο κόσμο που διέπεται και προστατεύεται από δημοκρατικούς θεσμούς.
* Δρ Σταύρος Οικονομίδης: Adjunct Professor of Greek Archaeology, Arcadia University, Glenside, USA, διευθυντής της Ελληνοαλβανικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Τριεθνές των Πρεσπών