Βραδιά άστερη σκοτεινή. Νύχτα τυλιγμένη στην σιγαλιά.
Στου νοσοκομείου την εκκλησιά μια μάνα γονατιστή σαν μια αέρινη σκιά,
στα εικονίσματα μπροστά με μάτια ορθάνοιχτα αδειανά,
να καταλάβει προσπαθεί αν στοιχειά έχει μπροστά της
ή σε εφιάλτη έχει πιαστεί.
Εφυγε, της είπαν η ζωή, από του παιδιού της το κορμί.
Η καρδιά του όμως, που είναι ακόμα ζωντανή,
σε κάποιον άγνωστο στα μακρινά
που ο χάροντας ανυπόμονα διεκδικεί,
μπορεί πίσω να δώσει την ζωή.
Του σπλάχνου της η καρδιά!
Κάτω από ξένα στήθια να συνεχίσει να χτυπά!
Σκέφτεται, κλαίει, σιωπηλά.
Ανάκατα απόγνωση, χαρά. Δήμιος άσπλαχνος ο χρόνος, τις ώρες μετρά.
Με ατελείωτο πόνο, την Παναγιά στα μάτια βαθιά κοιτά.
Την Μάνα που είδε το Θείο της παιδί με τον Σταυρό στον Γολγοθά.
Τα χέρια Του είδε τα θαυματουργά να τρυπάνε με καρφιά.
«Αφες αυτοίς Πατέρα…» από τα χείλη ποτισμένα με «όξος και χολή»,
άκουσε, να ζητούν ψιθυριστά.
Σαν του ανέμου την ανάσα απαλός ένας απόηχος της έρχεται από μακριά.
«Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου Τέκνο που έδυ σου το κάλλος».
Μέσα σε σύννεφα μαβιά την μητέρα Του Θεού βλέπει αχνά
να της γνέφει στοργικά. Από τα πρησμένα της μάτια δάκρια καυτά του θρήνου της ποτάμια, αυλακώνουν τα μάγουλά της τα ισχνά. Την συγκατάθεση η μάνα δίνει, ήρεμα, απλά. Ένα χαμόγελο γλυκό ανθίζει στο πρόσωπό της το ωχρό.
Παρηγοριά, απρόβλεπτη χρυσή! Του παιδιού της η ζωοδότρα καρδιά θα συνεχίσει να χτυπά!
Με τους ήχους της στίχους θα γράφει, την Πλατύτερα θα υμνολογεί. Πίστη, Ελπίδα, Αγάπη. Στον άγνωστο χαρίζεται η ζωή. Η Θυσία σου Χριστέ δεν πήγε στράφι.
Η Ανάστασή Σου, σε Ανάσταση οδηγεί. Κι ήταν θαρρώ η μέρα κείνη, Μεγάλη Παρασκευή.