ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Με τον πληθωρισμό να εξελίσσεται σε έναν μεγάλο καταναλωτικό πονοκέφαλο και να εκτοξεύει το κόστος ζωής, οι πολίτες της Νέας Υόρκης έρχονται αντιμέτωποι με έναν μεγάλο εφιάλτη, ο οποίος δυσχεραίνει την καθημερινότητά τους σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό: Ο λόγος για τα είδη φαγητού, είτε πρόκειται για το πιο απαιτητικό γεύμα, είτε για το πρόχειρο σνακ, η τιμή των οποίων κυμαίνεται πλέον σε επίπεδα που, ενδεχομένως, ορισμένα χρόνια νωρίτερα να μην αναφέρονταν ούτε ως κακόγουστο αστείο.
Σύμφωνα με την σχετική έρευνα των «New York Times», παρ’ ότι από τον Ιούνιο η ξέφρενη πορεία του πληθωρισμού άρχισε να επιβραδύνεται, η μεγάλη ζημιά στην τιμή των τροφίμων είχε ήδη γίνει: Στη Νέα Υόρκη, το κόστος ήταν 9,1% υψηλότερο σε σχέση με τον Ιούνιο του 2021. Σε παναμερικανικό επίπεδο, εκτοξεύτηκε κατά 10,4%.
Οπως τονίζει το ίδιο ρεπορτάζ, τα επίσημα κυβερνητικά στοιχεία δεν θα μπορούσαν να μην καταγράφουν ακριβέστερα την πραγματικότητα: Ο ρυθμός της αύξησης των τροφίμων είναι ο υψηλότερος από το 1981. Είτε πρόκειται για ένα κομμάτι πίτσα, είτε για τα παγωτά δρόμου της εμβληματικής φίρμας «Mr Softee», οι τιμές είναι αυξημένες σε σημείο που ο καταναλωτής αναρωτιέται εάν όντως αξίζουν τον κόπο, όπως συνέβαινε στο παρελθόν.
Την ίδια στιγμή, οι επιχειρήσεις εστίασης έρχονται αντιμέτωπες με ένα φαύλο κύκλο, έχοντας, από την μια πλευρά, να αντιμετωπίσουν τα αυξημένα μισθολογικά έξοδα και τον πληθωρισμό και από την άλλη ένα κοινό επιφυλακτικό μετά την πανδημία, το οποίο πασχίζουν να επαναφέρουν, αλλά, εν μέσω της αύξησης του κόστους, ρισκάρουν να το χάσουν ολοκληρωτικά.
«Πολλά εστιατόρια και μπαρ που επιβίωσαν από την πανδημία, αντιστάθηκαν στην αύξηση των τιμών πέρυσι, υπό τον φόβο ότι θα τρόμαζαν τους πελάτες, εν μέσω μιας δύσκολης περιόδου ανάκαμψης. Τώρα, με τις επιχειρήσεις να έχουν αυξήσει τους μισθούς για να προσελκύσουν εργαζόμενους σε μια ανταγωνιστική αγορά εργασίας, την ώρα που αντιμετωπίζουν διαρκώς αυξανόμενα κόστη σε φαγητό και ενέργεια, οι υψηλότερες τιμές κατακλύζουν τα μενού ανά την πόλη», αναφέρουν, μεταξύ άλλων, οι «New York Times».
Ως συνέπεια αυτής της κατάστασης, ένα κλασσικό και φθηνό πρωινό σνακ, όπως το μπέιγκελ, έφτασε σε σημείο να πωλείται 3,5 δολάρια. Το παγωτό δρόμου ακρίβυνε επιπλέον, πλησιάζοντας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και τα 4 δολάρια, με μέση τιμή τα 3,75. Ενα σάντουιτς έφτασε σε σημείο να πωλείται 18 δολάρια, ενώ οι -συνήθως συνοδευτικές- τηγανητές πατάτες, διατίθενται πλέον ακόμη και στα 15 δολάρια η μερίδα.
Παρά το γεγονός ότι το κοινό εκφράζει δυσαρέσκεια, οι επιχειρηματίες απαντούν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αυξήσεις αυτές ήταν μονόδρομος.
«Δεν είχαμε άλλη επιλογή από την αύξηση των τιμών κατά τον προηγούμενο μήνα. Πρέπει κάπως να κάνουμε κέρδος», δήλωσε ο Ρόμπερτ Ζερίλι (Robert Zerilli), ιδιοκτήτης τέταρτης γενιάς του ζαχαροπλαστείου «Veniero», που είχε πληγεί κατά την πανδημία και πλέον ανέβασε την τιμή του παγωτού στα 3,75 δολάρια.
Παράλληλα, στο ρεπορτάζ αναφέρονται και παραδείγματα εργαζόμενων οι οποίοι αναγκάζονται ακόμη και να παραλείψουν ένα από τα γεύματα της ημέρας, όπως το πρωινό ή το μεσημεριανό, προκειμένου να εξοικονομήσουν χρήματα, αφού τους κυνηγάει τόσο το ενοίκιο όσο και η ραγδαία αύξηση της τιμής των καυσίμων.
Επιπλέον, ένας μεγάλος αριθμός εργαζόμενων προτιμά πλέον να φέρνει έτοιμο φαγητό από το σπίτι στο γραφείο, προκειμένου να αποφύγει εξωτερικές παραγγελίες γευμάτων που επιβαρύνουν τον προϋπολογισμό του, δείγμα μιας σαφώς πιο δύσκολης και πιο λιτής καθημερινότητας.