Εν όψει συναφών πρόσφατων εξελίξεων στον πανεπιστημιακό χώρο αξίζει τον κόπο να ασχοληθούμε για άλλη μια φορά με το διαχρονικά επίκαιρο και κεφαλαιώδες θέμα της ελευθερίας του λόγου.
Κατ‘ αρχάς, να σημειωθεί ότι το δικαίωμα αυτό έχει πάντοτε καταπολεμηθεί από πάσης μορφής αυταρχικά καθεστώτα ενώ αποτελεί ένα από τα απαραίτητα θεμέλια κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος και κατά κανόνα κατοχυρώνεται συνταγματικά σε όλες τις δυτικού τύπου δημοκρατίες.
Συναφώς, το Αμερικανικό Σύνταγμα το συμπεριλαμβάνει, μαζί με τις ελευθερίες της θρησκείας, του Τύπου, της συνάθροισης και της αναφοράς των πολιτών προς την κυβέρνηση, στα πλέον ιερά και βασικά δικαιώματα των πολιτών της Αμερικανικής Ομοσπονδίας.
Εν τούτοις, συχνά ακόμη και σε μια ελεύθερη κοινωνία το δικαίωμα αυτό αποτελεί αντικείμενο κατάχρησης και παρερμηνείας δίνοντας αφορμή σε πολυάριθμες διενέξεις ακόμη και δικαστικές διαμάχες.
Μια γνωστή μορφή αυτού του τύπου αμφισβήτησης είναι η ενίοτε, μέσω της τέχνης ή της λογοτεχνίας, προσβολή λατρευτικών αντικειμένων ή ιερών εννοιών υφιστάμενων θρησκειών.
Ακόμη και στο πρόσφατο παρελθόν έχουν σημειωθεί τέτοιες διαμάχες με τα δικαστήρια κατά κανόνα να τάσσονται καθαρά υπέρ της προστασίας της ελευθερίας του λόγου έστω και εάν ενίοτε η ελευθερία αυτή αγγίζει τα όρια της ακρότητας.
Είναι επίσης γνωστές συναφείς περιπτώσεις όπου η ελευθερία αυτή προκαλεί ακόμη και φανατικές θρησκευτικές αντιδράσεις που ενίοτε παίρνουν και βίαια μορφή.
Σε ό,τι αφορά τη σημερινή επικαιρότητα, πολύ ενδιαφέρουσα εν προκειμένω είναι η έντονη διαμάχη που έχει ξεσπάσει σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος αυτού στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Οι λεπτομέρειες της συγκεκριμένης περίπτωσης η οποία προκάλεσε οξείες αντεγκλήσεις δεν είναι του παρόντος.
Εχει όμως συναφώς εγερθεί το κεφαλαιώδες ερώτημα κατά πόσον το ακαδημαϊκό περιβάλλον και η μονιμότητα ενός καθηγητού παρέχουν απεριόριστη δυνατότητα άσκησης της ελευθερίας του λόγου έστω και εάν αυτή προσβάλει καθιερωμένες αρχές και υπονομεύει ή απειλεί την κοινωνική συνοχή.
Το ερώτημα αυτό για την έκταση των ορίων, εάν υπάρχουν, της ελευθερίας του λόγου είναι βεβαίως διαχρονικό και ενδεχομένως αδύνατον να απαντηθεί με απόλυτους αφορισμούς.
Με βάση τη ρήση του Βολταίρου, «διαφωνώ μαζί σου, αλλά θα υπερασπισθώ με την ζωή μου το δικαίωμά σου να εκφράζεις τη γνώμη σου», θα πρέπει, στο πλαίσιο της δημοκρατικής πολιτείας που ζούμε, να δεχθούμε ότι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου ξεπερνάει τις οποιεσδήποτε πολιτικές πεποιθήσεις ή κοινωνικές συμβάσεις και συνιστά ένα απόλυτο στοιχείο της ελεύθερης πολιτικής συμβίωσης.
Το σημερινό δε παράδειγμα φιλελεύθερων και προοδευτικών προσωπικοτήτων του ακαδημαϊκού χώρου που υπερασπίζονται την ελευθερία έκφρασης στο πανεπιστημιακό περιβάλλον έστω και εάν αυτή αφορά ακραία συντηρητικές απόψεις, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πρακτικού και ουσιαστικού σεβασμού του δικαιώματος αυτού.
Εντούτοις, εφόσον γίνεται αποδεκτό ότι η ελευθερία του λόγου συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, μήπως πρέπει ταυτόχρονα να επισημανθεί ότι το δικαίωμα αυτό συνυπάρχει παράλληλα με άλλα δικαιώματα ατομικά η κοινωνικά;
Μήπως η ορθή τομή θα πρέπει επομένως να αναζητηθεί στην παραδοχή ότι κάθε δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί στην πληρότητά του μέχρι εκεί που αρχίζουν άλλα δικαιώματα ατομικής φύσεως ή προνόμια της ίδιας της κοινωνίας η οποία στηριζόμενη σε ορισμένες μείζονες αρχές μπορεί να εξασφαλίσει σε όλους μας αρμονική και αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη;
Εάν η απάντηση είναι καταφατική τότε μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ναι μεν η απρόσκοπτη άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου σε κάθε μορφή του ή σε οποιοδήποτε περιβάλλον επιβάλλεται, αλλά υπό την έννοια ότι συνυπάρχει και πρέπει να ασκείται με παράλληλο σεβασμό προς όλα τα άλλα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών και του κοινωνικού συνόλου.