x
 

Αμερική

Ελληνες Ακαδημαϊκοί των ΗΠΑ μιλούν στον «Ε.Κ.» για τη διατήρηση της γλωσσικής και πολιτιστικής μας ταυτότητας

Με δυο λέξεις οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες -τη θαλπωρή και το φιλότιμο- δέχτηκαν οι προσωπικότητες αυτές, οι οποίες βιώνουν και προάγουν καθημερινά τις Κλασσικές Σπουδές, τις Νεοελληνικές Σπουδές, τα Ελληνικά Γράμματα και τον Ελληνικό Πολιτισμό στις πανεπιστημιακές αίθουσες των μεγαλύτερων πανεπιστημίων των ΗΠΑ, την πρόσκλησή μας να απαντήσουν σε ερωτήματα, που απασχολούν, όλους όσοι νοιάζονται για το μέλλον της μικρής μας πατρίδας και την ενίσχυση της ελληνικής μας ταυτότητας στις ΗΠΑ.

Οι επιφανείς καθηγητές παρουσιάζουν τις θέσεις και τους προβληματισμούς τους σχετικά με το πόσο ελκυστικές είναι οι Ελληνικές Σπουδές στους Ελληνοαμερικανούς και ξένους φοιτητές, πόσο αποδεκτές είναι στο ευρύτερο περιβάλλον και πόσο σημαντικό είναι να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στο στόχο της ελληνικής παιδείας, στο πλαίσιο ενός παγκοσμιοποιημένου γλωσσικού περιβάλλοντος.

Είναι φανερό, μιλώντας με αυτούς τους πρέσβεις του πολιτισμού μας, πως η Ελληνική Παιδεία έχει επιδράσει στη διάπλαση του χαρακτήρα τους, μέσα από ένα σύνολο αρχών που τους έχει προικίσει με ανοιχτό πνεύμα, ευγένεια, φιλοτιμία και σεβασμό. Οι Ελληνες και Ελληνοαμερικανοί καθηγητές πανεπιστημίων, που διασφαλίζουν μέσω της διδασκαλίας τους, την ισχύ των Ελληνικών Γραμμάτων στις ΗΠΑ, αλλά και σε όποια άκρη της Γης διδάσκεται η ελληνική γλώσσα και ο πολιτισμός μας, έχουν μια μακροχρόνια και κοπιαστική εκπαίδευση, που έχει διαμορφώσει τον χαρακτήρα τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να διδάσκουν και να προσελκύουν εκατοντάδες φοιτητές, όχι μόνο προς την Ελλάδα της Αρχαιότητας, αλλά και τη σύγχρονη Ελλάδα, ανοίγοντας διαλόγους για τον πρότερο και τωρινό μας βίο και την αξιοσημείωτη ιστορικά πορεία και εξέλιξή μας, από τότε μέχρι σήμερα. Εμείς σαν εφημερίδα έχουμε μια πρόσθετη ευθύνη, να ενημερώσουμε το αναγνωστικό μας κοινό, για το δύσκολο έργο που επιτελούν, το οποίο, χωρίς την αναγκαία οικονομική υποστήριξη στις πανεπιστημιακές έδρες των Κλασσικών και Νεοελληνικών Σπουδών, ακροβατεί.

Οι απαντήσεις τους μας φέρνουν αντιμέτωπους, άλλοτε με χαρμόσυνες, άλλοτε με λυπητερές διαπιστώσεις και προβλέψεις και έχουν τοποθετηθεί με αλφαβητική σειρά και όχι με βάση τον τίτλο και την ιεραρχία. Ευχαριστούμε από καρδιάς τους καθηγητές των αμερικανικών πανεπιστημίων, Αθανασοπούλου Μαρία, Αμανατίδου Ελσα, Καλιαμπού Μαρία, Λαγού Κατερίνα, Λαμπρόπουλο Βασίλη, Πολυχρονίου Κέλλυ, Τσεκούρα Δήμητρα, οι οποίοι με τη συμμετοχή τους τιμούν τα Ελληνικά Γράμματα, τη νέα γενιά και τους αναγνώστες του «Εθνικού Κήρυκα».

Το μωσαϊκό των Ελληνικών Σπουδών στην Αμερική:

Μαρία Αθανασοπούλου* PhD – Stony Brook University

Η Μαρία Αθανασοπούλου* PhD – Stony Brook University

Το πολυπολιτισμικό μωσαϊκό που έχει διαμορφωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Αμερική, σίγουρα ευνοεί την εμβάθυνση σε διάφορες κουλτούρες, γλώσσες και εν γένει τη διαφορετικότητα. Κατά γενική ομολογία η ελληνική γλώσσα θεωρείται μία από τις πιο δύσκολες γλώσσες παγκοσμίως. Το οξύμωρο όμως είναι ότι στα πανεπιστήμια εκτός Ελληνικής Επικράτειας υπάρχουν δεκάδες έδρες Ελληνικών Σπουδών, μεταφέροντας σε όλο τον κόσμο τον ελληνικό πολιτισμό. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αποτελεί πρόκληση να κεντρίζεται το ενδιαφέρον των φοιτητών κάθε εθνικότητας ότι η Ελληνική Γλώσσα είναι αξιόλογο αντικείμενο μελέτης και γνώσης. Η εκμάθησή της, όχι μόνον σε επίπεδο κανόνων γραμματικής και συντακτικού, αλλά κυρίως στο πλαίσιο μιας επικοινωνιακής προσέγγισης, αυξάνει το πεδίο δράσης και αλληλεπίδρασης μεταξύ καθηγητών και φοιτητών.

Διδάσκω στο CUNY Queens College της Νέας Υόρκης την Ελληνική Γλώσσα τα τελευταία έξι χρόνια ως ωρομίσθια Επίκουρη Καθηγήτρια. Διδάσκω επίσης στο SUNY Stony Brook University τα τελευταία δύο χρόνια ως ωρομίσθια Λέκτορας. Και στα δύο Πανεπιστημιακά Ιδρύματα το τμήμα Ελληνικών Σπουδών υπάγεται στο Τμήμα Ευρωπαϊκών Γλωσσών. Διδάσκονται τρία επίπεδα Ελληνικής Γλώσσας, Λογοτεχνία, Ιστορία και Ελληνικός Πολιτισμός κ.ά. Μετά από την επιτυχή φοίτηση συγκεκριμένου αριθμού μαθημάτων (credits) ο φοιτητής επιλέγει την απόκτηση πτυχίου στις Νεοελληνικές Σπουδές (Minor ή Major). Η λειτουργία των τμημάτων Ελληνικών Σπουδών στοχεύει στη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των Πανεπιστημίων και των ελληνοαμερικανικών κοινοτήτων του Λονγκ Αϊλαντ (Long Island) και της Νέας Υόρκης, και ιδιαίτερα στην περίπτωση του SUNY Stony Brook στόχος μεταξύ άλλων είναι και η δημιουργία συνδέσεων και αλληλεπιδράσεων με εκπαιδευτικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Ελλάδα. Η διδασκαλία των Νέων Ελληνικών ως ξένης γλώσσας για τους φοιτητές των Πανεπιστημίων στις ΗΠΑ ξεπερνά τα όρια της διδασκαλίας γραμματικής, συντακτικού και λεξιλογίου και επεκτείνεται στην Ιστορία και στην κουλτούρα. Μέσα από το μάθημα «Conversation in Modern Greek» οι Ελληνοαμερικανοί φοιτητές που βρίσκονται σε πιο προχωρημένο επίπεδο Ελληνικών έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν για πολλά θέματα που αφορούν τον πολιτισμό της σύγχρονης Ελλάδας προάγοντας ταυτόχρονα το επίπεδο των Ελληνικών τους. Είναι αλήθεια ότι εκπλήσσομαι όταν βλέπω τους φοιτητές μου να ανακαλύπτουν μια άλλη Ελλάδα, καθώς πολλά από τα οποία γνώριζαν για αυτήν αφορούσε την Ελλάδα που άφησαν πίσω τους οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους σχεδόν 40 – 50 χρόνια πριν (!). Είναι δε εκπληκτικό ότι αρκετοί χρησιμοποιούν στις εκφράσεις τους την «ντοπιολαλιά» των προγόνων τους αφού τα πρώτα ακούσματα της ελληνικής γλώσσας τα έχουν από το στενό συγγενικό τους περιβάλλον. Με χαροποιεί το γεγονός, όταν μέσα από τα μαθήματά μου καταφέρνω να προσελκύσω το ενδιαφέρον τους να μάθουν περισσότερα, να επισκεφτούν, να ανακαλύψουν και να αγαπήσουν τη σημερινή Ελλάδα.

Προέρχομαι από το πολύ πρόσφατο κύμα μετανάστευσης επιστημόνων το λεγόμενο «Brain Drain» που έφυγε από την Ελλάδα μετά το 2011 και μετέτρεψε ενσυνείδητα την κρίση σε ευκαιρία. Οπως πολλοί συνάδελφοί μου έτσι κι εγώ θεωρώ ότι «μπολιάζουμε» τους φοιτητές μας με τη σύγχρονη πλέον ελληνική κουλτούρα και ξαναδίνουμε στον Ελληνισμό την οικουμενικότητα που έχει ανάγκη.

Παρατηρώ πως οι νέες γενιές των φοιτητών έχουν ποικίλο πλέον επαγγελματικό και πολιτιστικό ορίζοντα. Το ενδιαφέρον τους για δημοφιλή επαγγέλματα όπως η ιατρική, η νομική, και οι επιχειρηματικές σπουδές και πληροφορικής, τώρα εμπλουτίζεται από τα ενδιαφέροντα προς τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, την τέχνη, την ιστορία, την παγκόσμια υγεία, τις περιβαλλοντολογικές και τις μεταναστευτικές σπουδές ακολουθώντας τις σύγχρονες παγκόσμιες εξελίξεις. Συχνά οι Ελληνοαμερικανοί φοιτητές τοποθετούν τα επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα συνδυάζοντας την ελληνική τους ταυτότητα με την ελληνοαμερικανική εμπειρία τους, σχεδιάζοντας το μέλλον τους ως Αμερικανοί πολίτες.

Πιστεύω πως είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας οι Ελληνοαμερικανοί φοιτητές μας να έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν την Ελληνική Γλώσσα στην ολότητά της. Να μαθαίνουν τον ελληνικό πολιτισμό, να μπορούν να κατανοούν διαλόγους, να διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία από το πρωτότυπο και να νιώθουν τους στίχους ενός ποιήματος ή ενός τραγουδιού. Πολύ περισσότερο όμως να μπορούν να επικοινωνούν με τα μέλη της κοινότητάς τους, το συγγενικό και φιλικό τους δίκτυο εντός και εκτός Ελλάδας. Ετσι νομίζω θα μικραίνουν οι αποστάσεις από την Ελλάδα του σήμερα, κατανοώντας την και κατακτώντας την στις πραγματικές σύγχρονες διαστάσεις της.

Στο πλαίσιο της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης παρέχονται εκπαιδευτικά προγράμματα από πανεπιστήμια του εξωτερικού, τα οποία απευθύνονται σε φοιτητές που δεν είναι απαραίτητο να είναι ελληνικής καταγωγής και επιθυμούν να γνωρίσουν την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό πολιτισμό. Σχεδόν τα δύο τρίτα του συνολικού ποσοστού των φοιτητών μου, ιδιαίτερα στο πρώτο επίπεδο εκμάθησης της Ελληνικής Γλώσσας, αποτελείται από φοιτητές μη ελληνικής καταγωγής. Τα κίνητρα των φοιτητών που επιλέγουν να παρακολουθήσουν μαθήματα Νέων Ελληνικών ποικίλουν και εξαρτώνται συχνά από το οικογενειακό και ακαδημαϊκό υπόβαθρό τους.

Για αρκετούς φοιτητές μη ελληνικής καταγωγής το κίνητρο συνήθως είναι ακαδημαϊκό, είναι η γνωριμία με μια καινούργια γλώσσα και μέσα από αυτή η επαφή με την ελληνική κουλτούρα. Οι ξένοι αγαπούν κάθε τι που προέρχεται από την αρχαία Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό. Μαθαίνοντας κάποιος την ελληνική γλώσσα κατανοεί καλύτερα την αγγλική γλώσσα ιδιαίτερα όταν το ενδιαφέρον για τη γλώσσα προέρχεται από το πεδίο των γλωσσολογικών και φιλοσοφικών σπουδών. Σχεδόν το 25% του αγγλικού λεξιλογίου προέρχεται από την ελληνική γλώσσα. Είναι πολύ σπουδαίο που οι δύο γλώσσες συνυπάρχουν και συμπληρώνουν η μια την άλλη.

Επίσης, οι φοιτητές που έχουν επιστημονικό και επαγγελματικό προσανατολισμό σε πεδία όπως οι Φυσικές Επιστήμες και η Ιατρική θεωρούν σχεδόν απαραίτητο ότι πρέπει να έχουν μια κάποια επαφή με την ελληνική γλώσσα. Στο SUNY Stony Brook University διδάσκω μάθημα σχετικό με την επιστημονική και ιατρική ορολογία το οποίο έχει προσελκύσει σχεδόν αποκλειστικά φοιτητές μη ελληνικής καταγωγής. Είναι προφανές ότι το μάθημα τούς βοηθάει στην κατανόηση και την απομνημόνευση της επιστημονικής και ιατρικής ορολογίας καθώς το 90% του λεξιλογίου που χρησιμοποιείται στη φυσική, στη βιολογία, στη χημεία, στην ιατρική, στα μαθηματικά κ.ά. προέρχεται από την ελληνική και λατινική γλώσσα. Αρκετοί φοιτητές μου προέρχονται από λατινογενείς χώρες και είναι εκπληκτική η ικανότητά τους να προφέρουν σωστά φωνολογικά την ελληνική γλώσσα. Οι ασιατικής καταγωγής φοιτητές δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ελληνική κουλτούρα και προσπαθούν να τη συνδέσουν με στοιχεία της δικής τους κουλτούρας.

Πιστεύω πως η εκμάθηση και η διάδοση της νέας ελληνικής γλώσσας από πανεπιστημιακούς φορείς σε φοιτητές και άλλων εθνικοτήτων είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Αναμφίβολα είναι εστίες πολιτισμού που μόνο θετικά αποτελέσματα θα επιφέρουν μακροπρόθεσμα για τον Ελληνισμό.

Όπως σε όλο τον κόσμο έτσι και στην Αμερική είναι γνωστό ότι η προώθηση των Ελληνικών Σπουδών (γλώσσας, πολιτισμού, ιστορίας) σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε ατομικές πρωτοβουλίες και χρηματοδοτήσεις-χορηγίες από Ελληνες και φιλέλληνες υποστηρικτές του ελληνικού πολιτισμού. Οι πηγές χρηματοδότησης των προγραμμάτων Ελληνικής Γλώσσας είναι καθοριστικής σημασίας και επηρεάζουν τη δομή και τη διοικητική διάρθρωση των προγραμμάτων. Τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα που φιλοξενούν τα ελληνικά προγράμματα επικεντρώνονται στον αριθμό των εγγραφών των φοιτητών. Αυτό σημαίνει πρακτικά ότι αν σε ένα μάθημα Ελληνικών εγγραφούν λιγότεροι από 20 φοιτητές τότε είναι πιθανή η αναστολή της διεξαγωγής του μαθήματος. Με αυτόν τον τρόπο οι φοιτητές αποθαρρύνονται και προτιμούν να εγγραφούν σε άλλο μάθημα ξένης γλώσσας, προκειμένου να αποφύγουν καθυστερήσεις στο πρόγραμμα σπουδών τους. Συνεπώς τα μεγέθη της χρηματοδότησης επηρεάζουν στο βαθμό της ανεξαρτησίας και της αυτονομίας ως προς την ανάπτυξη και τη συνέχιση των προγραμμάτων. Μεταξύ άλλων, από τη χρηματοδότηση εξαρτώνται και ο αριθμός των θέσεων διδακτικού προσωπικού. Είναι σύνηθες να λειτουργούν τα προγράμματα με ωρομίσθιους καθηγητές που ελλείψει συγκεκριμένου αριθμού φοιτητών εύκολα σταματούν τη συνεργασία και απομακρύνονται από τα καθήκοντά τους. Και βέβαια ένα μάθημα Ελληνικών που σταματάει, χάνεται οριστικά. Από τη χρηματοδότηση επίσης εξαρτώνται οι δράσεις που μπορούν να οργανώνονται για τους φοιτητές (υποτροφίες, πρόσκληση ομιλητών για διαλέξεις, επισκέψεις σε φορείς για πρακτική εξάσκηση της γλώσσας, εκπαιδευτικά ταξίδια στην Ελλάδα) με σκοπό τη δημιουργία κινήτρων ώστε να εκτιμήσουν, να ασχοληθούν και να κατακτήσουν την ελληνική γλώσσα και την ελληνική κουλτούρα.

Ο αριθμός των προγραμμάτων Νέας Ελληνικής Γλώσσας και Κουλτούρας σε κάθε πολιτεία της Αμερικής αντανακλά και ταυτόχρονα εξαρτάται από την παρουσία ομογενών και ελληνικών κοινοτήτων στην κάθε περιοχή. Για παράδειγμα στο Queens College της Νέας Υόρκης φοιτούν περίπου 1.000 φοιτητές ελληνικής καταγωγής καθώς το ελληνικό στοιχείο στην περιοχή του Κουίνς (Queens) και της Αστόριας είναι μεγάλο όπως επίσης μεγάλο ποσοστό Ελληνισμού διαμένει και στην ευρύτερη περιοχή του Λονγκ Αϊλαντ (Long Island). Είναι όμως αρκετά αποκαρδιωτικό θα έλεγα, από ένα τόσο μεγάλο ποσοστό Ελλήνων φοιτητών να εγγράφονται σε προγράμματα Ελληνικών Σπουδών περίπου 100-120 φοιτητές σε κάθε εξάμηνο.

Αρκετά επιβαρυντικός παράγοντας θεωρώ ότι στάθηκε η πανδημία Covid-19 καθώς η online διδασκαλία απομάκρυνε τους φοιτητές μας από διάφορες πολιτιστικού και ακαδημαϊκού περιεχομένου εκδηλώσεις που διοργανώνει το ελληνικό τμήμα ή ο εκάστοτε σύλλογος Ελλήνων φοιτητών. Είναι μια μεγάλη πρόκληση για εμάς τους εκπαιδευτικούς να προσελκύσουμε και να επαναπροσδιορίσουμε την επικοινωνία μας με περισσότερους φοιτητές ελληνικής αλλά και μη ελληνικής καταγωγής δομώντας ένα πρόγραμμα διδασκαλίας και διάδοσης της ελληνικής γλώσσας που να είναι ελκυστικό και αποδοτικό για τους φοιτητές, αξιοποιώντας στο έπακρο τους πόρους χρηματοδότησης.

Εν κατακλείδι πιστεύω πως οι περισσότεροι καθηγητές που διδάσκουμε Ελληνικά σε πανεπιστήμια εκτός Ελλάδας γνωρίζουμε καλά ότι η διδασκαλία μιας γλώσσας δεν είναι κάτι μεμονωμένο, αλλά συμβαδίζει άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία και τον πολιτισμό ενός λαού. Ο κοινός μας στόχος είναι να κάνουμε τους φοιτητές, Ελληνες και μη, να αγαπήσουν τα Ελληνικά Γράμματα και την Ελλάδα.

Κλείνοντας θα δανειστώ μια φράση από παλαιότερη ομιλία του διακεκριμένου γλωσσολόγου κ. Μπαμπινιώτη: «Δεν ξέρω πιο δυνατό, πιο βαθιά αισθητό και ευρύτερα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό ελληνικότητας στην Ομογένεια από τη γνώση και τη χρήση της ελληνικής γλώσσας».

* Η Μαρία Αθανασοπούλου είναι ωρομίσθια Επίκουρη Καθηγήτρια στο Queens College της Νέας Υόρκης και ωρομίσθια Λέκτορας στο SUNY Stony Brook University. Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή της καριέρα στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας ως Λέκτορας στο τμήμα Επιστημών Υγείας. Έχει εξειδικευθεί στη διδασκαλία της Ελληνικής ως ξένης γλώσσας. Διδάσκει Ελληνικά, Επιστημονική και Ιατρική Ορολογία, Κουλτούρα και Παγκόσμια Υγεία. Ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη και είναι μητέρα δύο παιδιών.

Σημειώσεις από το Μέτωπο

Ελσα Αμανατίδου* PhD – Brown University

Ελσα Αμανατίδου* PhD – Brown University

Το ζήτημα της διατήρησης και της προώθησης των Νεοελληνικών Σπουδών στις ΗΠΑ εξαρτάται από συντεταγμένες που μένουν σταθερές στο πέρασμα του χρόνου αλλά και από συγκεκριμένες συγκυρίες που φέρνουν στο προσκήνιο τις νέες ακαδημαϊκές προτιμήσεις των φοιτητών και τις εκάστοτε ακαδημαϊκές προτεραιότητες των πανεπιστημίων, περιθωριοποιώντας έτσι άλλες. Σίγουρα αυτό είναι ένα θέμα που δεν μπορεί να αποδοθεί σωστά και στην ολοκληρωμένη του ιστορική διάσταση με λίγες παραγράφους, οπότε επιτρέψτε μου να αναφερθώ στα κεντρικά για μένα σημεία. Η δημιουργία και η επιβίωση των προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι συνδεδεμένες με χρηματοδοτήσεις και δωρεές από εξωγενείς παράγοντες, παρά από οικονομική ενίσχυση που παρέχουν τα ίδια τα πανεπιστήμια: παράγοντες όπως ιδρύματα, τοπικές κοινότητες ή δωρητές. Δεν αναφέρομαι σε πανεπιστήμια που προσφέρουν μόνο μαθήματα της Ελληνικής ως ξένης γλώσσας -αν και εκεί υπάρχουν τέτοιου είδους προκλήσεις όσον αφορά τη χρηματοδότηση μιας θέσης- αλλά κυρίως σε πανεπιστήμια που είτε προσφέρουν, είτε ευελπιστούν να προσφέρουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών, που συχνά συνίσταται σε μαθήματα γλώσσας, λογοτεχνίας, ανθρωπολογίας, ιστορίας, κ.τ.λ.

Με εξαίρεση τα πανεπιστήμια όπου οι Νεοελληνικές Σπουδές έχουν παγιωθεί με μεγάλες δωρεές, πολλά προγράμματα βρίσκονται στο έλεος μιας συνεχούς αναζήτησης πόρων οικονομικής ενίσχυσης για παράδειγμα τη δημιουργία θεσμικών θέσεων, την οργάνωση κύκλου διαλέξεων, την πρόσληψη έστω προσωρινού εξειδικευμένου καθηγητικού προσωπικού, τον εμπλουτισμό αρχείων και βιβλιοθηκών με βιβλία ή ψηφιακά μέσα κ.τ.λ.

Είναι εμφανές ότι ένα ακαδημαϊκό πρόγραμμα ανθρωπιστικών σπουδών δεν μπορεί να επιζήσει ή να εξελιχθεί όπως του αξίζει υπό τη σκιά μιας πιθανής κατάργησης, χωρίς μόνιμο επιστημονικό προσωπικό, χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και μόνο με τη διδασκαλία της γλώσσας, χωρίς να εντάσσεται δηλαδή σε ένα διευρυμένο επιστημονικό πλαίσιο. Πόσω μάλλον σε μία περίοδο όταν το προφίλ των φοιτητών που γίνονται δεκτοί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ταυτίζεται με τον τομέα των θετικών και τεχνολογικών επιστημών και οι επιλογές των ίδιων των φοιτητών όσον αφορά το γνωστικό αντικείμενο σχετίζεται με την αγορά εργασίας. Κι εδώ ερχόμαστε στη δεύτερη παράμετρο στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω: την παράμετρο των εκάστοτε συγκυριών. Το θεσμικό πλαίσιο, η παρουσία ή όχι ελληνοαμερικανικής κοινότητας στην περιοχή όπου βρίσκεται το πανεπιστήμιο, η ταύτιση ή όχι των νεοελληνικών σπουδών με τη διατήρηση μιας γλωσσικής και πολιτιστικής ταυτότητας, το προφίλ των φοιτητών που γίνονται δεκτοί και το ακαδημαϊκό/επαγγελματικό προφίλ αυτών που αποφοιτούν, η σχέση των αμερικανικών κλασικών σπουδών με τα Ελληνικά –μια πολύπλοκη σχέση που έχει αναλυθεί από πολλούς συναδέλφους- η προβολή ή η περιθωριοποίηση των ανθρωπιστικών σπουδών στο εκάστοτε πανεπιστήμιο, όλα αυτά είναι παράγοντες που επηρεάζουν το είδος των Νεοελληνικών Σπουδών που μπορεί να επιβιώσει και να ανθίσει σε ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο. Στο Brown, όπου δεν υπάρχουν υποχρεωτικά μαθήματα- ούτε καν ξένης γλώσσας- και κυριαρχεί μια ευελιξία επιλογής μαθημάτων μέσω του λεγόμενου open curriculum, υπάρχει ένας σκληρός ανταγωνισμός ανάμεσα σε εθνικές γλώσσες και λογοτεχνίες που συνδέονται με εξασφαλισμένη ζήτηση στην αγορά εργασίας (π.χ. τα κινέζικα) ή με μια πολιτιστική ηγεμονία (π.χ. τα γαλλικά) και άλλες, τις «λιγότερο διδασκόμενες γλώσσες» (less commonly taught languages), όπως έχουν φτάσει να θεωρούνται τα Ελληνικά. Αν σκεφτούμε και την πολυσυζητημένη κρίση στις ανθρωπιστικές σπουδές και τη συνεχιζόμενη μείωση των φοιτητών που σπουδάζουν ξένες γλώσσες, με αποτέλεσμα να κλείνουν τμήματα και να καταργούνται μαθήματα που δεν συμπληρώνουν έναν ικανό αριθμό φοιτητών, καταλαβαίνουμε, πως αν δεν υπάρχει μια σύμπνοια ανάμεσα στις Νεοελληνικές Σπουδές και στις ακαδημαϊκές προτεραιότητες του πανεπιστημίου και μία συνεργασία και δικτύωση με άλλα ακαδημαϊκά προγράμματα ή τομείς, τα Ελληνικά δεν θα επιβιώσουν.

Στις περιπτώσεις που υπάρχει ιδρυματική υποστήριξη, και εδώ σας μιλάω μέσα από τη δική μου εμπειρία στο Brown, αυτή σχετίζεται με το ότι το πρόγραμμά μας, η νεοελληνική μας υπόσταση αν θέλετε, εντάσσεται σ΄ ένα ευρύτερο πλαίσιο διατμηματικών, διεπιστημονικών και διαθεματικών προσεγγίσεων προς το ακαδημαϊκό αντικείμενο και, αναφορικά με τη διδασκαλία της γλώσσας, συμβαδίζει με τις αρχές μιας νεωτερικής και τεχνολογικά ενήμερης διδακτικής προσέγγισης που δεν βασίζεται μόνο στο κείμενο αλλά και στα πολυμέσα. Ακόμα και στο μάθημα της γλώσσας όπου η συγκριτολογική οπτική φαίνεται να μην ταιριάζει, παράλληλα με τις ειδικές γνώσεις, καλλιεργούνται διαπολιτισμικές και διαγλωσσικές δεξιότητες, καθώς και δεξιότητες του 21ου αιώνα: συνεργασία, ευελιξία, τεχνολογικός γραμματισμός κ.τ.λ. Η μαθησιακή προτεραιότητα παραμένει η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και η απόκτηση γνώσεων που σχετίζονται με την Ελλάδα και τα πολιτιστικά της προϊόντα και πρακτικές, αλλά οι μαθησιακοί στόχοι διευρύνονται και περιλαμβάνουν τον κριτικό γραμματισμό, την κριτική ανάλυση λόγου και της σχέσης ανάμεσα στις γλωσσικές δομές και την παραγωγή νοήματος -στα Ελληνικά και στις μητρικές γλώσσες των φοιτητών- και την ικανότητα κατανόησης και ερμηνείας πολιτισμικών γεγονότων, κειμένων και σύγχρονων καυτών ζητημάτων μέσα σε ένα διαπολιτισμικό πλαίσιο.

Οι περισσότεροι φοιτητές που γράφονται στα ελληνικά μαθήματα στο Brown, Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Αμερικανοί, συνήθως δεν έχουν κάποια προϋπάρχουσα εξοικείωση με τη γλώσσα ή με ελληνικά πολιτιστικά συγκείμενα και ενδιαφέρονται, όχι μόνο να μάθουν Ελληνικά, αλλά επίσης να μάθουν πώς οι ελληνικές κοινωνίες απανταχού ή οι μελετητές Ελληνικών Σπουδών διαπραγματεύονται ζητήματα που απασχολούν τις δικές τους κοινωνίες. Ή επιθυμούν να βρουν κοινούς τόπους ανάμεσα στη μελέτη των Ελληνικών και τα άλλα τους ενδιαφέροντα, τη λογοτεχνία, την αποαποικιοποίηση, τη γεωπολιτική, τις έμφυλες σχέσεις, τη διαχείριση των πολιτισμικών αγαθών, τον κινηματογράφο κ.τ.λ. Η αναγνώριση και η αναγνωρισιμότητα του νεοελληνικού προγράμματος στο Brown έγκειται ακριβώς εκεί: στην εξισορρόπηση της υπόστασης και της ταυτότητας των Νεοελληνικών Σπουδών με μια διεύρυνση που περιλαμβάνει διατμηματικές συνεργασίες και διαθεματικές πρωτοβουλίες και αποτρέπει τον ερμητικό εγκλεισμό μας στο ειδικό επιστημονικό μας αντικείμενο – και κατά συνέπεια την απομόνωσή μας. Θα έλεγα πως απολαμβάνουμε την υποστήριξη των συναδέλφων μας, από τις Μεσανατολικές σπουδές μέχρι τις πολιτικές επιστήμες, και του τμήματος της Κλασικής Φιλολογίας όπου ανήκουμε θεσμικά, γιατί επιμένουμε σε μια διαδραστική επικοινωνία και σχέση.

**Η Ελσα Αμανατίδου σπούδασε Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία και Παιδαγωγική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Πανεπιστήμιο της Ανατολικής Αγγλίας (University of East Anglia) και στο King’s College του Λονδίνου. Σήμερα είναι καθηγήτρια και διευθύντρια Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Brown των Η.Π.Α. Από το 2008-2014 διετέλεσε διευθύντρια του Κέντρου Γλωσσικών Μελετών στο Brown και για τρία χρόνια, από το 2016-2019 πρόεδρος του Consortium for Language Teaching and Learning της Βόρειας Αμερικής. Υπήρξε και συνεχίζει να είναι ενεργό μέλος της εφορευτικής επιτροπής του Συνδέσμου Νεοελληνικών Σπουδών της Βόρειας Αμερικής (Modern Greek Studies Association). Από το 2017 διατελεί πρόεδρος της Επιτροπής Προπτυχιακών Σπουδών του MGSA. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα και οι δημοσιεύσεις της κινούνται στο χώρο της παιδαγωγικής της ξένης γλώσσας, με εστίαση στην αξιολόγηση, στους κριτικούς γραμματισμούς, στον προγραμματισμό ύλης και αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών και στη χρήση της τεχνολογίας στη διδασκαλία και στην εκμάθηση των ξένων γλωσσών.

Περί της σημερινής ωφέλειας των Ελληνικών Γραμμάτων… στην Αμερική (με αφορμή το κείμενο ενός από τους 3 Ιεράρχες)

Τάσος Αναστασιάδης* – Πανεπιστήμιο McGill

Τάσος Αναστασιάδης* – Πανεπιστήμιο McGill

Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα πώς αντιμετωπίζονται οι Ελληνικές Σπουδές και η Ελληνική Γλώσσα στα πανεπιστήμια και κατά πόσο υποστηρίζονται από τους Αμερικανούς, πρέπει πρώτα να ξεκινήσει από το να προσδιορίσει τι εννοεί ως ελληνική γλώσσα διότι για τους Βορειοαμερικανούς, είτε Αμερικανούς είτε Καναδούς, όπως και γενικά για τους Δυτικούς αυτό δεν είναι αυτονόητο. Για πάρα πολύ καιρό, και θα έλεγα ακόμη και σήμερα για πολλούς, όταν σκέφτονταν Ελληνικά, σκεφτόντουσαν Αρχαία Ελληνικά, και φυσικά λόγω του αφηγήματος της Αρχαίας Ελλάδος ως λίκνου του Δυτικού Πολιτισμού, τα Αρχαία Ελληνικά ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του πανεπιστημιακού προγράμματος σπουδών. Και κάθε Αμερικανός όπως και Δυτικός θεωρούσε ότι ήταν σημαντικό να διδάσκονται και να είναι αντικείμενο σπουδής.

Αυτό το αφήγημα ξεκίνησε ήδη πριν 40 χρόνια να φθίνει λόγω της παγκοσμιοποίησης και της αμφισβήτησης τόσο της πρωτοκαθεδρίας της Δύσης στον Κόσμο, όσο και του ευρωπαϊκού πολιτισμού ως μια θετική και κεντρική διάσταση της Βορειοαμερικανικής ταυτότητας. Σήμερα οι Ευρωπαϊκές Σπουδές γενικότερα υποχωρούν και αμφισβητούνται στο όνομα τόσο της καταπολέμησης του ευρωκεντρισμού της Δύσης όσο και της πολυπολιτισμικότητας της Βορειοαμερικανικής κοινωνίας. Η κατάσταση φυσικά έχει επιφέρει την κρίση και των σπουδών για την αρχαιότητα. Εφόσον η Αρχαία Ελλάδα είναι το λίκνο του ευρωπαϊκού πολιτισμού και εφόσον ο ευρωπαϊκός πολιτισμός μέμφεται και γίνεται persona non grata, λογικό είναι να παρασύρεται και η αρχαιότητα σε αυτήν την διολίσθηση προς την damnatio memoriae.

Η κατάσταση, δε, στην Αμερική είναι ιδιαίτερα περίπλοκη διότι οι διάφορες διανοητικές συζητήσεις που θα μπορούσαν να ωθήσουν γόνιμο αναστοχασμό καταντάνε να είναι αφοριστικές λόγω της υφιστάμενης πολιτικής πόλωσης και της υφαρπαγής της αρχαιότητας και από τα δύο στρατόπεδα για διαφορετικούς λόγους. Πάντως γενικά είναι ξεκάθαρο ότι οι σπουδές για την Αρχαία Ελλάδα φθίνουν.

Τώρα όσον αφορά τις Ελληνικές Σπουδές με έμφαση στα σύγχρονα. Είναι νομίζω σωστό να πούμε ότι με λίγες εξαιρέσεις, τα Νέα Ελληνικά και ο σύγχρονος ελληνικός πολιτισμός ενδιέφεραν τα βορειοαμερικανικά πανεπιστήμια και γενικότερα τους πολίτες από λίγο ώς καθόλου. Από μία άποψη είναι και κάπως λογικό. Γιατί θα έπρεπε να ενδιαφέρονται περισσότερο για την σύγχρονη Ελλάδα απ’ ότι, π.χ., την Πορτογαλία ή την Ολλανδία, χωρών ιδίου μεγέθους σήμερα με την Ελλάδα, με σημαντική παρουσία στην Ευρωπαϊκή Ιστορία και με ιδιαίτερες σχέσεις κιόλας με την αμερικανική ήπειρο λόγω αποικιοκρατίας. Και όμως, είναι πιθανό να υπήρχαν περισσότερα Πανεπιστήμια όπου διδάσκονταν ίσως οι σύγχρονες Ελληνικές Σπουδές παρά οι Πορτογαλικές ή Ολλανδικές. Αυτό είχε πάντα να κάνει με την Αρχαία Ελλάδα γι’ αυτό και συχνά αυτές οι σπουδές ήταν απλά ο φτωχός συγγενής στον οίκο των «ευγενών» Κλασικών Σπουδών. Αν δεν υπήρχαν χρηματοδοτήσεις και κληροδοτήματα από Ελληνοαμερικανούς ή Αμερικανούς, αλλά ακόμη και βοήθεια του ελληνικού κράτους, δεν θα υπήρχαν, θα έκλειναν, και μάλιστα συχνά αυτό συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.

Στο πλαίσιο της κρίσης των Ανθρωπιστικών Επιστημών και βεβαίως των Κλασικών Σπουδών στις οποίες αναφέρθηκα πριν, γενικά κλείνουν.

Μάλιστα παρατηρείται και ένα είδος κανιβαλισμού. Δηλαδή οι ειδικοί της Αρχαίας Ελλάδας, που σπάνια ενδιαφέρονται, και ακόμη λιγότερο εκτιμούν την σύγχρονη, πολύ συχνά προσπάθησαν να σώσουν το δικό τους σπίτι θυσιάζοντας στων βωμό των περικοπών τις σύγχρονες Ελληνικές Σπουδές. Αυτό έχει παρατηρηθεί σε αρκετά πανεπιστήμια στην Β. Αμερική αλλά και γενικότερα στον Κόσμο.

Και όμως, η κρίση που περνάνε οι σπουδές για την αρχαιότητα είναι ίσως μια ευκαιρία για να ξανασκεφτούμε το μοντέλο των Ελληνικών Σπουδών και να αναδείξουμε ένα μοντέλο λιγότερο ανισοβαρές και τόσο προσκολλημένο στο «μεγαλείο της κλασικής Ελλάδος» και στο αφήγημα «του λίκνου του Δυτικού Πολιτισμού». Δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουμε τελείως το αφήγημα, αλλά είναι καιρός να προσθέσουμε πλέον νέα διαστάσεις και πτυχές (η ελληνιστική περίοδος και η υβριδικότητά της, η ελληνοχριστιανική σύνθεση, ο ρόλος του Βυζαντίου ως αυτοκρατορία, ο Οθωμανικός Ελληνισμός στα πλαίσια μιας αυτοκρατορίας, ή σύγχρονη Ελλάδα στην σχέση της με αυτήν την κληρονομιά, ο ρόλος της Διασποράς κτλ.). Είναι θεματικές πολύ σύγχρονες που ενδιαφέρουν Βορειοαμερικανούς, και όχι μόνο, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Ενας σύγχρονος Κινέζος, Μεξικάνος, Αιγύπτιος, Ινδός, Νιγηριανός, θα είχε επίσης πολλά να συζητήσει με έναν Ελληνα γι’ αυτά τα θέματα.

Σχετικά με την εκμάθηση της Ελληνικής Γλώσσας, υπάρχει ένα ποσοστό ανθρώπων που ενδιαφέρονται να την μάθουν, είτε λόγω καταγωγής, είτε λόγω ενδιαφέροντος (δεν είναι φυσικά τεράστιο, ας μην έχουμε αυταπάτες, αλλά δεν είναι απαραίτητα και αμελητέο). Αυτό που λείπει όμως τις περισσότερες φορές είναι ένα σφαιρικό πρόγραμμα σπουδών όπου κάποιος να μαθαίνει την γλώσσα αλλά και παράλληλα την Ιστορία, τον Πολιτισμό στην διαχρονική του διάσταση. Τότε η γλώσσα γίνεται εργαλείο κατανόησης εκτός από εργαλείο συνεννόησης. Φυσικά, αυτό είναι πλέον σπάνιο δεδομένου ότι η τάση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης είναι η μονογλωσσία (όπου μια φτωχή εκδοχή των Αγγλικών γίνεται η κυρίαρχη γλώσσα επικοινωνίας) και όπου η γνώση άλλων γλωσσών θεωρείται περιττή εφόσον «όλοι» μιλάν «Αγγλικά» και όπου η μετάφραση γίνεται αυτόματα χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη. Η ιδέα είναι απλοϊκή στην σύλληψή της όσο απλοϊκή είναι και η ιδέα ότι μπορεί κάποιος να μάθει μια γλώσσα μέσω ενός υπολογιστή και χωρίς άμεση επαφή και αλληλεπίδραση με άλλους ομιλητές.

* Ο Τάσος Αναστασιάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο McGill και στην Εδρα Παπαχριστίδη στις Νεοελληνικές και Ελληνοκαναδικές Σπουδές και συντονιστής του ερευνητικού προγράμματος Immigrec. Εχει σπουδάσει στις Η.Π.Α. (B.A., M.A), στη Γαλλία (PhD, agregation d’histoire), και εργάστηκε στη Γαλλία (Παρίσι – VII, EPHE, Sciences-Po), Ελλάδα (Ecole francaise d’Athenes) και, τέλος, στον Καναδά (Πανεπιστήμιο McGill). Το έργο του επικεντρώνεται στην αλληλεπίδραση μεταξύ της ατομικής κινητικότητας και της θεσμικής αδράνειας στην Ελλάδα και την Ανατολική Μεσόγειο κατά τη διάρκεια του μακρύ 19ου αιώνα όπως μαρτυρά το τελευταίο του βιβλίο για την Ορθόδοξη Μεταρρύθμιση.

Η εγγενής γοητεία των Ελληνικών

Καλλιόπη Δούρου* – Harvard University

Καλλιόπη Δούρου* – Harvard University

Είναι μεγάλη ευλογία το να έχει αξιωθεί κανείς να γνωρίσει τον κόσμο μέσα από την πολυδιάστατη και διαχρονική προοπτική της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού. Μας δόθηκε, για να θυμηθούμε τον Ελύτη, να επικοινωνούμε σε μία γλώσσα που «μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές». Αυτή λοιπόν ακριβώς η αδιάσπαστη συνέχεια, που ειρήσθω εν παρόδω είναι μοναδική για τον δυτικό κόσμο, καθιστά την ελληνική γλώσσα εξαιρετικά θελκτική. Όταν μία φοιτήτρια ή ένας φοιτητής πρωτοπροφέρει τις λέξεις ουρανός, θάλασσα, λέξεις δηλαδή που απαντώνται στα ομηρικά έπη και που έχουν διατηρήσει αναλλοίωτο το νόημά τους μέχρι τις ημέρες μας, η αίσθηση δεν μπορεί παρά να είναι άκρως μυστηριακή.

Τα τελευταία έξι χρόνια που έχω την χαρά να διδάσκω μαθήματα νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας ως Preceptor στο τμήμα Κλασικών Σπουδών του πανεπιστημίου Harvard με αίσθημα ευγνωμοσύνης διαπιστώνω, πως η εγγενής γοητεία των Νέων Ελληνικών γίνεται αντιληπτή από ολοένα και περισσότερους φοιτητές του Πανεπιστημίου μας. Στην πλειονότητά τους οι φοιτητές που παρακολουθούν τα μαθήματά μας, είτε είναι ελληνικής καταγωγής, είτε σπουδάζουν Κλασική Φιλολογία ή Αρχαιολογία. Αρκετοί είναι ωστόσο και εκείνοι που έχοντας ως στόχο να επισκεφθούν την Ελλάδα, την πατρίδα του Αντετοκούνμπο και του Τσιτσιπά, αποφασίζουν να εντρυφήσουν στη μελέτη της γλώσσας και της λογοτεχνίας μας και συχνά εκλαμβάνουν την Ελλάδα ως μία «παρακαταθήκη μοναδικών εμπειριών σε πλήρη συστοιχία με τα όνειρά» τους για να μνημονεύσουμε και πάλι τον Νομπελίστα ποιητή μας. Άλλοι πάλι σαγηνεύονται από την αρμονική σύζευξη της κλασικής παιδείας και του Χριστιανισμού η οποία συντελείται με θαυμαστό τρόπο στο έργο των Τριών Μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας και επιθυμούν να ασχοληθούν με τις βυζαντινές διαστρωματώσεις της ελληνικής γλώσσας.

Αυτή τη στιγμή τα γλωσσικά μαθήματα τα οποία προσφέρονται από το πρόγραμμά μας περιλαμβάνουν τρία επίπεδα: Elementary Modern Greek, Intermediate Modern Greek και Advanced Modern Greek. Αξίζει να σημειωθεί πως στο πρώτο επίπεδο είμαστε πολύ κοντά στο να έχουμε επαρκή αριθμό φοιτητών για δεύτερο τμήμα, κάτι το οποίο έχει ξεχωριστή σημασία δεδομένης της μεγάλης πτώσης που παρατηρείται στον αριθμό εγγραφών σε μαθήματα επιλογής και της υποβόσκουσας κρίσης στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Πέρα από τα μαθήματα αυτά, υπάρχουν επίσης seminars που εστιάζουν σε λογοτεχνικά κείμενα και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων. Πολλές φορές τα συγκεκριμένα seminars προσελκύουν το ενδιαφέρον φοιτητών του ΜΙΤ που έχουν τη δυνατότητα να εγγραφούν επίσημα στα μαθήματά μας.

Όπως όλοι γνωρίζουμε βέβαια, ένα πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών πρέπει να χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια και πολυμέρεια. Χάρη στις άοκνες προσπάθειες και τις πολυσχιδείς πρωτοβουλίες του καθηγητή Παναγιώτη Ροϊλού, του κατόχου της έδρας «Γιώργος Σεφέρης», η οποία ήταν η πρώτη στο είδος της στις ΗΠΑ, το πρόγραμμα Νεοελληνικών Σπουδών του Harvard γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση. Ενδεικτικά αναφέρω τις σειρές διαλέξεων στο Mahindra Humanities Center και στο Weatherhead Center for International Affairs και τις προβολές ταινιών που διοργανώνονται από το Harvard Greek Film Society. Επίσης, εδώ και τρία χρόνια το Πανεπιστήμιο φιλοξενεί το αρχείο του σπουδαίου Ελληνα ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου. Σε ένα από τα πιο γνωστά του τραγούδια, «Το Ταξίδι», που οι φοιτητές μας είχαν την ευκαιρία να το ακούσουν ζωντανά στο «Sanders Theatre» σε μία συναυλία που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2018, ο Γκάτσος μελωδικά μας παροτρύνει: «Δείχτε μου δρόμο να περάσω με ήλιο, με βροχή θέλω τον κόσμο να διαβάσω και πάλι απ’ την αρχή.»

Για όσο καιρό θα παραμένει αδήριτη η ανάγκη να ανακαλύπτουμε το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων, έχω αταλάντευτη πίστη στη δύναμη της ελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας να ξανακαινουργιώνει τον κόσμο. Εκείνο το οποίο επαφίεται σε όλους εμάς που διδάσκουμε σε προγράμματα Νέων Ελληνικών στην Αμερική είναι να καταβάλλουμε καθημερινά κάθε δυνατή προσπάθεια, για να αναδεικνύουμε τον απροσμέτρητο πλούτο της πολιτιστικής μας κληρονομιάς καταδεικνύοντας πόσο επίκαιρα και οικουμενικά είναι τα μηνύματα που φέρει.

**Η Καλλιόπη Ντούρου είναι Preceptor in Modern Greek στο τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Harvard.

Τα προγράμματα Ελληνικών Σπουδών στην Αμερική: Προκλήσεις και προοπτικές

Μαρία Καλιαμπού* PhD – Yale University

Μαρία Καλιαμπού* PhD – Yale University

Η ελληνική γλώσσα, σύμφωνα με τον επίσημο χαρακτηρισμό του Υπουργείου Παιδείας των Ηνωμένων Πολιτειών, ανήκει στις λεγόμενες Less Commonly Taught Languages (LCTLs), δηλαδή στις γλώσσες που διδάσκονται λιγότερο στην πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια αλλά και την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ο χαρακτηρισμός αυτός συνεπάγεται, δυστυχώς, και την έλλειψη κονδυλίων για τη στήριξη προγραμμάτων σπουδών ή τη δημιουργία καινούριων. Κατά συνέπεια, η τύχη των ελληνικών σπουδών στην Αμερική εξαρτάται στις περισσότερες περιπτώσεις από τις δωρεές ιδρυμάτων, ιδιωτικών φορέων ή ιδιωτών. Για παράδειγμα, το Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών στο Yale, στο οποίο διδάσκω εδώ και δεκαπέντε χρόνια, οφείλει την ύπαρξή του στο Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος που το χρηματοδοτεί γενναιόδωρα.

Απαραίτητη είναι η εναρμονισμένη ένταξη ενός προγράμματος Ελληνικών Σπουδών στο συγκεκριμένο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τμήματος του πανεπιστημίου. Οι κυριότεροι εκπαιδευτικοί πυλώνες ενός προγράμματος Ελληνικών Σπουδών θα πρέπει να είναι η γλώσσα, η ιστορία και ο πολιτισμός, με προτεραιότητα στη διδασκαλία ελληνικής γλώσσας. Θα ήθελα να τονίσω, πως σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις παιδαγωγικής, η διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας περιλαμβάνει ταυτόχρονα και τη διδασκαλία του πολιτισμού και της ιστορίας της Ελλάδας. Η έμφαση στη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας είναι νομίζω αυταπόδεικτη αλλά δυστυχώς δεν της δίνεται η πρέπουσα προσοχή που της αρμόζει.

Η μεγάλη αγωνία όλων των προγραμμάτων Ελληνικών Σπουδών είναι ο αριθμός των φοιτητών. Σε αρκετές περιπτώσεις, ο αριθμός των εγγεγραμμένων φοιτητών δεν είναι αρκετός για «να πείσει» τη διοίκηση του Πανεπιστημίου για τη χρησιμότητα των μαθημάτων Ελληνικών. Με βάση την ακαδημαϊκή μου εμπειρία στο Yale τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια μπορώ να πω με βεβαιότητα πως υπάρχει ένας μικρός αλλά σταθερός αριθμός φοιτητών που ενδιαφέρονται για τις ελληνικές σπουδές. Το αρχάριο και μέσο επίπεδο ελληνικής γλώσσας διατηρούν έναν ικανοποιητικό αριθμό φοιτητών, ενώ ο αριθμός των φοιτητών στα προχωρημένα επίπεδα μειώνεται δραστικά. Οι φοιτητές ανήκουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: είναι είτε Αμερικανοί που δεν έχουν προηγούμενη επαφή με τη γλώσσα είτε φοιτητές ελληνικής καταγωγής («φοιτητές γλώσσας κληρονομιάς», heritage language students, όπως λέγονται). Πολλοί από τους φοιτητές προέρχονται από τις Ανθρωπιστικές Σπουδές (Κλασική Φιλολογία, Αρχαιολογία, Ιστορία, Θεολογία, Φιλοσοφία κ.λπ.). Κατά συνέπεια, οι φοιτητές αυτοί έχουν συγκεκριμένους και πολύ εξειδικευμένους ακαδημαϊκούς στόχους για την εκμάθηση της Ελληνικής.

Για παράδειγμα είχα φοιτητές που ενδιαφέρονταν να μάθουν Ελληνικά της Βυζαντινής περιόδου ή Καθαρεύουσα για να μπορέσουν να διαβάσουν τις απαραίτητες πηγές για τη διδακτορική τους έρευνα, κάτι που ήταν αδύνατο να διδαχθεί στο συγκεκριμένο τμήμα Νέων Ελληνικών. Εκτός από τους φοιτητές των Ανθρωπιστικών Σπουδών, αξιοσημείωτη είναι σημαντική μερίδα φοιτητών οι οποίοι επιθυμούν να μάθουν Ελληνικά από απλή διανοητική περιέργεια. Όπως οι ίδιοι ισχυρίζονται, θέλουν να μάθουν κάτι «έξω από τα καθιερωμένα». Έχουν διαβάσει για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, είναι εξοικειωμένοι με την αρχαία μυθολογία, και θέλουν να γνωρίσουν και τον νέο ελληνικό κόσμο. Οι Ελληνοαμερικανοί φοιτητές έρχονται στο μάθημα Ελληνικών για διαφορετικούς λόγους. «Ήθελα οπωσδήποτε να σπουδάσω ελληνικά, και χαίρομαι που τα κατάφερα έστω και στο τελευταίο μου εξάμηνο στο πανεπιστήμιο», μου εκμυστηρεύτηκε ένας Ελληνοαμερικανός φοιτητής. Η ανάγκη των φοιτητών αυτών να συνδεθούν με τις ρίζες τους, «να μιλήσουν στη γιαγιά και τον παππού» και η γενικότερη επαφή με την οικογένεια και τους φίλους τους στην Ελλάδα είναι τα κίνητρα που τους οδηγούν στην τάξη των Ελληνικών. Οι φοιτητές της γλώσσας κληρονομιάς συνήθως έχουν κάποια εξοικείωση τόσο με τη γλώσσα όσο και την ελληνική κουλτούρα. Η διδασκαλία αυτών των φοιτητών απαιτεί ξεχωριστές παιδαγωγικές μεθόδους κάτι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί στην πράξη γιατί αυτοί οι φοιτητές φοιτούν στα ίδια τμήματα με τους υπολοίπους.

Θα ήθελα να αναφέρω πως τα εκπαιδευτικά ταξίδια στην Ελλάδα είναι απαραίτητο συμπλήρωμα σε ένα πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών καθώς προσφέρουν τη δυνατότητα στους φοιτητές να έχουν άμεση επαφή με την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό. Επίσης, μέσα από συνεργασίες με ακαδημαϊκά ιδρύματα στην Ελλάδα μπορούν να δημιουργηθούν οι ευκαιρίες για σπουδές ή έρευνα στην Ελλάδα.

Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως οι φοιτητές που εκπαιδεύουμε είναι οι νέοι Φιλέλληνες! Και έχουμε χρέος να τους προσφέρουμε τα καλύτερα. Είναι επιτακτική ανάγκη να υποστηρίζονται τα προγράμματα Ελληνικών Σπουδών στα πανεπιστήμια από τις ελληνοαμερικανικές κοινότητες, από ιδιώτες ή άλλους φορείς, ώστε να μη χαθούν από τον ακαδημαϊκό χάρτη. Είναι στο χέρι όλων μας να συμβάλουμε στην προώθηση των Ελληνικών Σπουδών τόσο μέσα σε μια συγκεκριμένη κοινότητα όσο και την αμερικανική κοινωνία γενικότερα.

** Η Μαρία Καλιαμπού είναι Senior Lector στο Πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου Yale. Ήταν μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο Charles-de-Gaulle, Lille III, και μεταδιδακτορική υπότροφος στο πανεπιστήμιο Princeton. Από το 2007 διδάσκει ελληνική γλώσσα και ελληνική προφορική παράδοση στο πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών του πανεπιστημίου Yale. Είναι πρόεδρος του τμήματος Νέων Ελληνικών στην εταιρεία American Council on the Teaching of Foreign Languages (ACTFL). Συμμετέχει σε διεθνή συνέδρια και δημοσιεύει στα αγγλικά, γερμανικά και ελληνικά. Η έρευνά της εστιάζεται στον διάλογο της εθνολογίας / λαογραφίας με την ιστορία του βιβλίου, τόσο στην Ελλάδα όσο και τη Διασπορά. Επίσης, ασχολείται και με τη διδασκαλία Ελληνικών ως ξένη γλώσσα. Έγραψε μια μονογραφία για τα ελληνικά λαϊκά παραμύθια και ένα ανθολόγιο παραμυθιών για την εκμάθηση Νέων Ελληνικών. Τώρα ετοιμάζει την επόμενη μονογραφία της για τα βιβλία των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική, και επιμελείται τον τόμο «Η Ελληνική Επανάσταση και η Ελληνική Διασπορά στη Βόρεια Αμερική».

Η εξέλιξη των Νεοελληνικών Σπουδών στις ΗΠΑ

Κατερίνα Λαγού* PhD – California State University- Sacramento

Κατερίνα Λαγού* PhD – California State University- Sacramento

Οι Νεοελληνικές Σπουδές είναι μια κυρίως μεταπολεμική εξέλιξη που χρηματοδοτήθηκε (και εξακολουθεί να χρηματοδοτείται) από κοινοτικές πρωτοβουλίες εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, η άνοδος των θέσεων των Ελληνικών Σπουδών στις κοινωνικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες βοήθησε στην εκπαίδευση γενεών φοιτητών, ενθαρρύνοντάς τους να μάθουν περισσότερα για την Ελλάδα και το παρελθόν της. Οι θέσεις αυτές χρηματοδοτήθηκαν, κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, από τις τοπικές ελληνικές κοινότητες. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με άλλες γεωγραφικά ορισμένες σπουδές που επωφελήθηκαν οικονομικά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ, λόγω της στρατηγικής σημασίας τους, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Η ίδρυση της Έδρας Σεφέρη στο Χάρβαρντ το 1977 και στη συνέχεια του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών Seeger στο Πρίνστον το 1979 αντανακλούσε την άνθηση των Νεοελληνικών Σπουδών ως αποδεκτού πια τομέα σπουδών. Ο Σύλλογος Νεοελληνικών Σπουδών (MGSA), ο οποίος ιδρύθηκε το 1968 από ομάδα επιστημόνων για την προώθηση της μελέτης της Ελλάδας, συνέβαλε στην προώθηση των σχέσεων και των συντονισμένων εκδηλώσεων μεταξύ του αυξανόμενου αριθμού ελληνικών προγραμμάτων και καθηγητών. Ελληνοαμερικανοί και μη-Έλληνες φοιτητές εγγράφονται πια σε μαθήματα Ελληνικών Σπουδών. Ως αποτέλεσμα, μερικοί από τους πιο κορυφαίους επιστήμονες στον ακαδημαϊκό χώρο δεν είναι ελληνικής καταγωγής.

Επί του παρόντος, μόνο ένα μικρό ποσοστό των Ελληνοαμερικανών φοιτητών που εγγράφονται σε μαθήματα των Ελληνικών Σπουδών: π.χ. μυθολογίας, γλώσσας, ιστορίας, πολιτικής, ή λογοτεχνίας. Τα μαθήματα Ελληνικών Σπουδών κυριαρχούνται από μη-Έλληνες που εγγράφονται σε αυτά τα μαθήματα για διάφορους λόγους, που δεν έχουν άμεση σχέση με την εθνική τους ταυτότητα. Ετσι, ένα από τα βασικά ερωτήματα που παραμένουν για τα Προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών είναι: γιατί οι Ελληνοαμερικανοί φοιτητές δεν εγγράφονται σε μαθήματα Ελληνικών Σπουδών, αν και στην πλειοψηφία τους είναι απόφοιτοι τοπικών σχολείων ελληνικής γλώσσας και συμμετάσχουν στις εκκλησιαστικές τους κοινότητες από την παιδική τους ηλικία.

Επιπλέον, τα προγράμματα Νεοελληνικών Σπουδών αντιμετώπισαν προκλήσεις που αντιμετώπισαν τα περισσότερα τμήματα σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας τις τελευταίες δύο δεκαετίες: 1) απότομη μείωση στις εγγραφές σε μαθήματα ξένων γλωσσών και 2) αναδιάρθρωση των ακαδημαϊκών προγραμμάτων σπουδών με στόχο την απομάκρυνση από ευρωκεντρικές προσεγγίσεις και την αποαποικιοποίηση των μαθημάτων τους. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ωστόσο, οι φοιτητές που ολοκληρώνουν μαθήματα Ελληνικών Σπουδών γενικά ασχολούνται με τον ελληνικό κόσμο και πιστεύω ότι θα συνεχίσουν να υποστηρίζουν τα μαθήματα Ελληνικών Σπουδών στο μέλλον.

**Η Κατερίνα Λαγού είναι Καθηγήτρια Ιστορίας στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σακραμέντο και Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών «Άγγελος Κ. Τσακόπουλος». Έχει διατελέσει αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Νεοελληνικών Σπουδών (MGSA), επιμελήτρια βιβλιοκρισιών στις κοινωνικές επιστήμες για το Journal of Modern Greek Studies, και είναι μέλος διαφόρων ακαδημαϊκών και επαγγελματικών οργανώσεων. Έλαβε το DPhil της από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης στον κλάδο της σύγχρονης ιστορίας. Η έρευνά της επικεντρώνεται στη δικτατορία του Μεταξά, τις μειονότητες, και τον Μεσοπόλεμο. Πρόσφατα δημοσίευσε, μαζί με τον Δρα Όθων Αναστασάκη (Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης), τον επιμελημένο τόμο: «The Greek Military Dictatorship: Revisiting a Troubled Past, 1967-1974» (Berghahn, 2021). Επί του παρόντος, γράφει καινούργιο βιβλίο με θέμα την δικτατορία του Μεταξά και την Ελληνοεβραϊκή κοινότητα, 1936-41 (Palgrave, προσεχώς).

Η ανάπτυξη των Ελληνικών Σπουδών στα αμερικανικά πανεπιστήμια

Βασίλης Λαμπρόπουλος* PhD – University of Michigan

Βασίλης Λαμπρόπουλος* PhD – University of Michigan

Η αρχή του 21ου αιώνα έφερε ένα ανανεωμένο και εμπλουτισμένο ενδιαφέρον για τον Ελληνισμό. Καθώς ο Δυτικός κόσμος περνάει μια έντονη πολιτική, κοινωνική, πολιτιστική και ηθική κρίση στρέφεται συχνά στην ελληνική ιστορία, σκέψη και τέχνη για να δει πώς οι αρχαίοι και νέοι Έλληνες διαχειρίστηκαν παρόμοιες καταστάσεις. Τα φλέγοντα θέματα της εποχής μας είναι γνωστά – οικολογικό, οικονομικό, φυλετικό, προσφυγικό, συνοριακό, εθνοτικό, αυτονομιστικό, ταυτοτικό κ.λπ. Εδώ και 30 αιώνες διάφορες ομάδες Ελλήνων τα αντιμετώπισαν με αξιόλογα αλλά και καταστροφικά αποτελέσματα. Η Δύση εξακολουθεί να μελετά αυτά τα αποτελέσματα για να διδαχθεί από τα ελληνικά πειράματα. Για παράδειγμα, αν ρίξουμε μια ματιά στις εφημερίδες, βλέπουμε πόσο ενδιαφέρονται σήμερα η ηθική για τους Στωικούς, η πολιτική επιστήμη για τον Θουκυδίδη, ο κινηματογράφος για τη μυθολογία, το θέατρο για την τραγωδία, η ρητορική για την παρρησία, η ιστορία για την Επανάσταση του 1821, η νομική για τους πρόσφυγες του Αιγαίου και η λογοτεχνία για τους «διαφορετικούς» της κοινωνίας.

Αφού λοιπόν ο νέος Αμερικανός συναντά τους Έλληνες στην καθημερινή κουλτούρα του, υπάρχει κάθε λόγος να καλλιεργούνται και να υποστηρίζονται οι Ελληνικές Σπουδές στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Σημασία δεν έχει μόνο πόσοι φοιτητές παίρνουν μαθήματα ελληνικού πολιτισμού όσο το τι κάνουν με αυτόν. Το ενθαρρυντικό είναι πως οι περισσότεροι εμπνέονται να κάνουν κάτι δημιουργικό στη δουλειά, στην παρέα, στον εθελοντισμό τους. Όσοι ασχολούνται με τον ελληνικό βίο, λόγο και στοχασμό βρίσκουν τρόπους να το αξιοποιήσουν δυναμικά και τολμηρά στη ζωή τους. Ακόμα και όσοι ενοχλούνται ανοίγουν έναν έντονο διάλογο με τον Ελληνισμό και τον διαδίδουν αμφισβητώντας τον.

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονίσουμε την αξία της κριτικής που γίνεται τα τελευταία χρόνια σε σοβαρά προβλήματα του Ελληνισμού. H σύγχρονη επιστήμη μάς επιτρέπει να καταλάβουμε πως, όσο και αν τους θαυμάζουμε, μερικές φορές οι Έλληνες φέρθηκαν και φέρονται ρατσιστικά, ξενοφοβικά, σεξιστικά και τυραννικά. Το ότι σήμερα μπορούμε να τα κατονομάσουμε όλα αυτά δείχνει ότι οι Ελληνικές Σπουδές παραμένουν αφοσιωμένες στην αμερόληπτη έρευνα, ακόμα και στην αυτοκριτική. Το βασικό ζήτημα είναι πως όσοι διδάσκουν και καλλιεργούν ελληνικά θέματα πρέπει να μιλούν μια γλώσσα σημερινή και ερεθιστική, και να μη χρησιμοποιούν ξεπερασμένες μεθόδους. Αν φέρνουν αρχαίους και νεότερους Ελληνες στην επικαιρότητα και στο διαδίκτυο, θα τους διαδώσουν με τον πιο παραγωγικό τρόπο. Για παράδειγμα, τα τελευταία δύο χρόνια ζήτησα από πενήντα (50!) νέους Έλληνες ποιητές να γράψουν ο καθένας τι πιστεύουν για τη σημασία της εξέγερσης και της επανάστασης. Μάζεψα τα ελληνόγλωσσα κείμενά τους και τα ανέβασα σε μια ειδική ιστοσελίδα του Νεοελληνικού Προγράμματος του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν. Μπορεί να τα βρει όποιος θέλει όπου και να βρίσκεται. Έτσι έδωσα την ευκαιρία σε νέους, αξιόλογους δημιουργούς να γράψουν στη γλώσσα τους για ένα σημαντικό σύγχρονο θέμα και να διαβαστούν σε όλο τον κόσμο. https://lsa.umich.edu/modgreek/window-to-greek-culture/_—revolt.html

Η εξαιρετική ικανότητα προσαρμογής φαίνεται στα χρόνια αυτά της πανδημίας όπου οι Ελληνικές Σπουδές αξιοποιούν τα πιο τελειοποιημένα τεχνολογικά μέσα για να διδάξουν μαθήματα, να προσφέρουν ομιλίες, να οργανώσουν συζητήσεις και να κάνουν συνέδρια, όλα δωρεάν και διαθέσιμα στους πάντες. Έτσι το προσωπικό των Ελληνικών Σπουδών κάνει ένα τεράστιο πρόβλημα παγκόσμιο πλεονέκτημα. Όταν ένα αμερικανικό πανεπιστήμιο βλέπει τέτοια προσαρμογή και δραστηριοποίηση είναι πρόθυμο να υποστηρίξει οικονομικά, υλικά και ηθικά κάθε Ελληνικό/Κλασικό Τμήμα, Πρόγραμμα και Κέντρο.

* Ο Δρ Βασίλης Λαμπρόπουλος είναι Ομότιμος Καθηγητής της Νεοελληνικής Έδρας «Κ. Π. Καβάφη» στα Τμήματα Κλασικής και Συγκριτικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.

H Ελληνική Παιδεία ως πρόταση πολιτισμού

Κέλλυ Πολυχρονίου* PhD – Boston University

Κέλλυ Πολυχρονίου* PhD – Boston University

Κατ’ αρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω από καρδιάς τόσο για την πρόσκληση αυτή καθ’ εαυτή όσο και για το προτεινόμενο περιεχόμενο, το οποίο μας προσφέρει μια μοναδική ευκαιρία να μιλήσουμε για τον ελληνικό πολιτισμό ως αξία διαχρονική και οικουμενική που δύναται να προσφέρει προοπτικές και λύσεις σε κρίσιμα ζητήματα της εποχής μας. Το επισημαίνω αυτό γιατί οι Τρεις Ιεράρχες και ο εορτασμός τους, ο οποίος έδωσε το έναυσμα για την παρούσα συνέντευξη, αποτέλεσαν στην εποχή τους και συνεχίζουν να συμβολίζουν έκτοτε μία πρόταση ενότητας, μέτρου, διαύγειας και σοφίας μέσα σε ένα περιβάλλον διαίρεσης, αναβρασμού, ρευστότητας και σύγχυσης.

Κατά τη γνώμη μου αυτά είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά του -ιστορικοκοινωνικοπολιτικού- περιβάλλοντος και της σημερινής μεταβατικής εποχής. Όπως τότε, λοιπόν, έτσι και τώρα, η υπέρβαση μπορεί να συμβεί μόνο μέσω της παιδείας. Αλήθεια, τι εννοούμε με αυτόν τον όρο; Σίγουρα, όσοι εμφορούνται από τις αξίες του Ελληνισμού γνωρίζουν ότι η πραγματική παιδεία δε συνίσταται στη μονολιθική τεχνική κατάρτιση ούτε στην τυφλή εξειδίκευση αλλά στην πολυδιάστατη καλλιέργεια που διαμορφώνει αξίες και σμιλεύει το πνεύμα και την ψυχή του ανθρώπου. Συνδυάζοντας σκέψη και πίστη, επιστήμη και μεταφυσική, λογική και ποίηση, αυτή και μόνο αυτή η παιδεία μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική ενότητα, να ολοκληρώσει υπαρξιακά τον άνθρωπο και να νοηματοδοτήσει εκ νέου τον πολιτισμό του. Καλλιεργώντας την αυτογνωσία και την ενσυναίσθηση, αυτού του τύπου η παιδεία μπορεί να παράξει ουσιαστική κοινωνία και λόγο που δεν αναιρεί το συναίσθημα σε ένα υπερτεχνολογικό περιβάλλον που, παρά τις ανέσεις που παρέχει, πολλές φορές οδηγεί στην αλλοτρίωση, την αποξένωση και την κατάθλιψη.

Αποσκοπώντας στο μέτρο και την αρμονία, μόνο μέσω αυτής της παιδείας μπορούμε να αντιταχθούμε σε έναν τρόπο ζωής κυριευμένο από την υπερκατανάλωση, καθώς επίσης και να αποκτήσουμε μία σχέση πιο αρμονική και ισότιμη με τη φύση σε μία εποχή που η κλιματική αλλαγή και η οικολογική καταστροφή αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα και κρισιμότερα ζητήματα τα οποία ο σύγχρονος άνθρωπος καλείται να αντιμετωπίσει. Επιπρόσθετα, έχοντας ως μέσο αυτήν την παιδεία που καλλιεργεί τη συλλογική συνείδηση μέσω της αποδοχής και της ανεκτικότητας προς τον/την άλλο/η, χωρίς όμως να εκμηδενίζει την παραδοσιακή ταυτότητα, μπορούμε να επιτύχουμε μία όσο το δυνατόν αρμονικότερη συνύπαρξη μέσα στους κόλπους των σύγχρονων μικτών κοινωνιών και σε περιβάλλοντα πολλαπλών ταυτοτήτων της ύστερης νεωτερικότητας.

Μία παιδεία με τέτοια χαρακτηριστικά -τόσο κλασική όσο και μοντέρνα- μπορεί να κομίσει μία υπαρξιακή πρόταση και να δείξει ένα νέο ή κρυμμένο ορίζοντα στον σύγχρονο άνθρωπο και τον πολιτισμό του. Όπως προείπαμε, μία τέτοια παιδεία είναι η Ελληνική Παιδεία, την οποία όλοι οι συνάδελφοί μου κι εγώ πασχίζουμε να διασώσουμε, να επικαιροποιήσουμε και να μεταδώσουμε. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, δεν είναι καθόλου εύκολη ούτε αυτονόητη καθώς απαιτεί ιδιαίτερα συνθετικό πνεύμα, διαύγεια, βαθιά γνώση αλλά και εγρήγορση. Όσοι ασχολούμαστε με το -επιτρέψτε μου τον όρο, αλλά θα τον χρησιμοποιήσω επειδή τα συμπεριλαμβάνει όλα- ελληνικό, οφείλουμε να υπερβούμε και την άγονη ομφαλοσκόπηση και τη μονοδιάστατα τουριστική-γραφική προσέγγιση αυτού που καλούμε Ελλάδα και να αποφύγουμε την αρχαιολατρία, διατηρώντας όμως, παράλληλα, υποστηρίζοντας και αναδεικνύοντας τη συνέχειά του μέσα στο χρόνο. Φορείς αυτού του οράματος είναι τα διάφορα τμήματα Νεοελληνικών σπουδών στις ΗΠΑ, στον Καναδά αλλά και σε άλλες χώρες της υφηλίου, που αποτελούν το βασικό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ του σύγχρονου κόσμου και του διαχρονικού ελληνικού πολιτισμού, καθώς επίσης και τη βασική γέφυρα που συνδέει τους απανταχού φιλέλληνες ή ενδιαφερόμενους για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της με τη χώρα μας.

Ποιο είναι, λοιπόν, το σημερινό τοπίο στον τομέα των Νεοελληνικών σπουδών; Σε ό,τι έχει να κάνει με τις Νεοελληνικές Σπουδές σε Ηνωμένες Πολιτείες και Καναδά –υπάρχουν περίπου 60 φορείς– προγράμματα και κέντρα.

Ο αριθμός μπορεί να φαντάζει ικανοποιητικός για μία μικρή χώρα σαν την Ελλάδα, ωστόσο τα προγράμματα αυτά μειώνονται σταδιακά καθώς δεν λαμβάνουν την κατάλληλη υποστήριξη. Επίσης, οι έδρες Νεοελληνικών Σπουδών, που έχουν ισχυρότερες βάσεις, είναι ελάχιστες.

Αυτό οφείλεται κυρίως στην ελλιπή χρηματική στήριξη. Ωστόσο, δεδομένου ότι υπάρχει ζωηρό και αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ελληνική γλώσσα και καλώς νοούμενη περιέργεια για τη σύγχρονη Ελλάδα η οποία στο φαντασιακό των Αμερικανών και άλλων ξένων συνυφαίνεται άμεσα με την αίγλη του αρχαίου μας πολιτισμού, η κατάσταση είναι αναστρέψιμη, φτάνει όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς εντός κι εκτός Ελλάδος να συλλάβουν τη σημαντικότητα των Νεοελληνικών Σπουδών και να συνεισφέρουν υλικά και άυλα στη διαμόρφωση ενός συλλογικού ελληνικού οράματος.

Όσον αφορά συγκεκριμένα το πρόγραμμά μας –των Νέων Ελληνικών στο Boston University, ο αριθμός των συμμετεχόντων φοιτητών αυξήθηκε σημαντικά τα τελευταία χρόνια– γεγονός ενθαρρυντικό για το ίδιο το πρόγραμμα και ενδεικτικό για το ενδιαφέρον των ξένων για τη χώρα, τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι τρόποι που εκδηλώνεται αυτό το ενδιαφέρον ποικίλλουν. Για παράδειγμα, υπάρχουν φοιτητές που επιλέγουν να μάθουν Νέα Ελληνικά σαν ξένη γλώσσα, άλλοι που επιλέγουν να σπουδάσουν Νεοελληνική Ιστορία, Πολιτισμό και Λογοτεχνία, αλλά και κάποιοι που διαλέγουν να προσεγγίσουν τη γλώσσα και τον πολιτισμό της Ελλάδας στο πλαίσιο θερινών σχολείων τα οποία λαμβάνουν χώρα στην Ελλάδα.

Επίσης, καθοριστική είναι η συνεισφορά οργανισμών σαν το BU Philhellenes οι οποίοι, είτε μέσω της διοργάνωσης ελληνικών πολιτιστικών εκδηλώσεων είτε μέσω της διοργάνωσης θερινών σχολείων στην Ελλάδα καταφέρνουν να εξασφαλίζουν χρηματοδότηση για τη βιωσιμότητα και τη συνέχεια των προγραμμάτων Νεοελληνικών Σπουδών στις ΗΠΑ.

Και κάπου εδώ επιτρέψτε μου να αναφερθώ με ιδιαίτερο ενθουσιασμό στη νέα μου συνεργασία με το Study in Greece και το BAAG Program (BA Program in Archaeology, History and Literature of Ancient Greece) του Πανεπιστημίου Αθηνών, καρπός της οποίας είναι το θερινό πρόγραμμα Voyage into Greek Civilization Summer Program που θα πραγματοποιηθεί στην Αθήνα από τις 19/5 – 19/6/2022.

Να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα εντάσσεται στη συνολικότερη προσπάθεια που γίνεται από το Study in Greece, τα Ελληνικά Πανεπιστήμια, το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και το Υπουργείο Εξωτερικών για τη διεθνή προβολή του ελληνικού ακαδημαϊκού κόσμου και την προσέλκυση διεθνών φοιτητών στη χώρα μας. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία-δράση είναι πολλά υποσχόμενη καθώς εντάσσεται σε ένα ενιαίο όραμα προβολής της Ελλάδας στο εξωτερικό και στην απόπειρα σύνδεσης του ακαδημαϊκού κόσμου της Ελλάδας με τους Έλληνες και φιλέλληνες ακαδημαϊκούς απανταχού της υφηλίου, για μία συντεταγμένη και συντονισμένη προώθηση της χώρας μας και του πολιτισμού της. Θεωρώ πως μόνο μέσω της στήριξης τέτοιων καινοτόμων προσπαθειών που φέρνουν κοντά την επίσημη πολιτεία με την ιδιωτική πρωτοβουλία μπορούμε να φτάσουμε την Ελλάδα εκεί που της αξίζει, έτσι ώστε ο πολιτισμός του λόγου και του διαλόγου να ακουστεί πιο δυνατά κομίζοντας κάτι εναλλακτικό και ουσιαστικό στον σύγχρονο άνθρωπο και τον πολιτισμό του.

 

**Η Δρ Κέλλυ Πολυχρονίου είναι Διευθύντρια του Προγράμματος Νέων Ελληνικών, Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Βοστώνης.

Δήμητρα Τσεκούρα* – Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (Penn)

Δήμητρα Τσεκούρα* – Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια (Penn)

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, κάθε Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει διαφορετικά την διδασκαλία γλωσσών γενικότερα και την ελληνική γλώσσα ειδικότερα. Ποια Πανεπιστήμια προσφέρουν το μάθημα των Νέων Ελληνικών; Αν παρατηρήσουμε τη γενική εικόνα, θα έλεγα ότι το πιο βασικό κίνητρο για ένα Πανεπιστήμιο είναι η οικονομική αξία των προγραμμάτων που προσφέρει και πόσους φοιτητές ελκύει. Επίσης, εξαρτάται αν ελκύει φοιτητές της περιοχής ή είναι Πανεπιστήμιο-μαγνήτης. Το άλλο, ίσως πιο σημαντικό κίνητρο -κατά τη γνώμη μου- για να υπάρξει πρόγραμμα Ελληνικών Σπουδών και Ελληνικής Γλώσσας είναι, αν η Ομογένεια (κάποιος ή κάποιοι Πλούσιοι Έλληνες ή Φιλέλληνες) έχει κάνει δωρεά μία έδρα ή έχει χρηματοδοτήσει με κάποιο τρόπο ένα πρόγραμμα Νέων Ελληνικών.

Στο Πανεπιστήμιο της Πεννσυλβάνιας (University of Pennsylvania) στη Φιλαδέλφεια, ένα Ivy league school, όπου διδάσκω τα τελευταία 22 χρόνια, τα Νέα Ελληνικά διδάσκονται από το 1948, και μέχρι πριν 2 χρόνια ήταν μέρος των Κλασσικών Σπουδών και του Penn Language Center που έχει κάτω από την αιγίδα του 43 γλώσσες. Τώρα τελευταία όμως τα Νέα Ελληνικά ανήκουν μόνον στο Penn Language Center. Από την μία είναι σημαντικό, ότι το U of Penn δίνει τόση σημασία στις ξένες γλώσσες, αλλά από την άλλη είναι και σημάδι της νοοτροπίας των Κλασσικών Σπουδών να μην θεωρούν τα Νέα Ελληνικά μέρος της Κλασσικής Ελληνικής Παιδείας. Μέχρι πριν μερικά χρόνια υπήρχε τμήμα Νέων Ελληνικών και στο Temple University και στο Drexel University, αλλά καταργήθηκαν. Επομένως, το Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας είναι το μόνο Πανεπιστήμιο στην περιοχή που διδάσκει ακόμα τα Νέα Ελληνικά. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι φοιτητές από άλλα πανεπιστήμια της περιοχής μπορούν να πάρουν τα μαθήματα. Το U of Penn δέχεται μόνον φοιτητές από το Haverford U., Swarthmore U., και Bryn Mawr U. Είναι όμως σπάνιο αυτό λόγω της απόστασης. Ποιοι διδάσκουν τα Νέα Ελληνικά; Τι προσόντα και γνώσεις έχουν; Αυτό είναι ένα άλλο πολύπλοκο θέμα. Εξαρτάται από το τμήμα που ανήκουν, δηλαδή αν είναι μέρος ομάδας Ελληνικών Σπουδών ή Κλασσικών Σπουδών. Το οικονομικό κίνητρο είναι επίσης σημαντικό για τους διδάσκοντας την Ελληνική Γλώσσα, γιατί ένας απλός λέκτορας, εκτός και αν έχει μια άλλη θέση στο Πανεπιστήμιο ή αλλού, δεν πληρώνεται αρκετά. Ωστόσο, υπάρχει μια άλλη διάσταση σε αυτήν τη δουλειά: η επαφή με τα νέα παιδιά και ο ενθουσιασμός τους για την Ελλάδα και οι σχέσεις που αναπτύσσονται και διαρκούν μια ολόκληρή ζωή. Αυτό σίγουρα είναι ανεκτίμητο!

Όσο για τα προσόντα, οι διδάσκοντες έχουν σίγουρα ανώτατη εκπαίδευση, αλλά όχι απαραίτητα από κλάδο Γλωσσολογίας ή SLA training. Το U of Penn οργανώνει πάρα πολλά σεμινάρια και workshops για την περαιτέρω επιμόρφωση των λεκτόρων. Οι Ελληνοαμερικανοί, ιδιαίτερα προσφάτως, σίγουρα θέλουν τα παιδιά τους να μάθουν Ελληνικά και φροντίζουν να πάρουν την γλώσσα στο Πανεπιστήμιο. Επίσης, έχω προσέξει πως τα τελευταία χρόνια οι φοιτητές που έρχονται στις τάξεις μου έχουν περισσότερη εξοικείωση με την γλώσσα, από τα παλιότερα χρόνια, που σημαίνει ότι και οι γονείς και τα παιδιά θέλουν να μάθουν Ελληνικά, έχουν ήδη πάει σε ελληνικό σχολείο και περνούν τις διακοπές τους στην Ελλάδα, κάπως σπάνιο τα παλαιότερα χρόνια. Φυσικά θα υπάρχουν και άλλοι, που δεν το θεωρούν σημαντικό, αλλά δεν έχω στατιστικά στοιχεία για να απαντήσω επακριβώς.

Για τους Αμερικανούς χωρίς ιδιαίτερους εθνικούς δεσμούς, έρχονται φοιτητές με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, δηλαδή γλωσσολόγοι, αρχαιολόγοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι κ.λπ. Όσο για άλλες εθνικές προελεύσεις (Ινδικής, Κινεζικής ή Λατινικής Αμερικής) σίγουρα παίρνουν μαθήματα γλώσσας της χώρας προέλευσης της οικογένειάς τους. Εδώ θα ήθελα να τονίσω, ότι σχεδόν πάντα, πριν αρχίσει η σχολική χρονιά, έχω δύο ή και τρεις φορές περισσότερους ενδιαφερόμενους να πάρουν το μάθημα των Ελληνικών, από όσους να γραφτούν επίσημα σε μάθημα του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνιας. Λόγω υψηλού κόστους δεν επιλέγουν να γραφτούν.

** Η Δήμητρα (Μίκα) Τσεκούρα γεννήθηκε στην Αθήνα. Φοίτησε στο αποκλειστικό Λύκειο θηλέων Αρσάκειον. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή, με πτυχίο στα Οικονομικά και τις Πολιτικές Επιστήμες και εργάστηκε για αρκετά χρόνια στον κλάδο επιχειρήσεων και τη διαφήμιση. Συνέχισε στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, με μεταπτυχιακό στην Επικοινωνία. Κατά την διάρκεια των μεταπτυχιακών σπουδών δίδαξε Νέα Ελληνικά σε ελληνικά σχολεία στο Άρλινγκτον και στο Κέμπριτζ MA. Διδάσκει Νέα Ελληνικά από το 1998 στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το Ιδρυμα Ν. Δήμου ιδρύθηκε από τον Νικόλαο Δήμο το 1964 ως μια προσωπική πρωτοβουλία του αείμνηστου επιχειρηματία, όραμα του οποίου ήταν η δημιουργία ενός αγαθοεργού οργανισμού για την υποστήριξη φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα.

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ