x
 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Ενα χρονικό της Μικρασιατικής Εκστρατείας

24 Σεπτεμβρίου 2022
Του Ιάκωβου Δ. Μιχαηλίδη, Καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΑΠΘ

Το Συνέδριο της Ειρήνης (1919)

Η Μικρασιατική Εκστρατεία (1919-1922) υπήρξε η μεγαλύτερη στρατιωτική κινητοποίηση που ανέλαβε ποτέ ο Ελληνικός Στρατός. Η απόφαση για την πραγματοποίησή της λήφθηκε στο Παρίσι το 1919. Εκεί συγκεντρώθηκαν τον Ιανουάριο του 1919 οι αντιπρόσωποι των νικητών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου προκειμένου να καθορίσουν τους όρους της ειρήνης και να επιβάλουν τις αποφάσεις τους για τον μεταπολεμικό κόσμο. Το μενού στο τραπέζι των ισχυρών, όπου δέσποζαν ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζορζ Κλεμανσώ, ο Αμερικανός πρόεδρος Γούντροου Ουίλσον και ο Ιταλός πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο, ήταν πλούσιο. Ανάμεσα στα «εδέσματα» σπουδαία θέση καταλάμβανε και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, για την τύχη της οποίας όλοι ανεξαιρέτως έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Ανάμεσα στους πολιτικούς ηγέτες που έσπευσαν στη γαλλική πρωτεύουσα ξεχώριζε η προσωπικότητα του Ελληνα πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου.

Στις 3 και 4 Φεβρουαρίου του 1919 ο Βενιζέλος παρουσίασε ενώπιον του Συνεδρίου της Ειρήνης τις ελληνικές διεκδικήσεις στη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος χρησιμοποιώντας όποτε έκρινε αναγκαίο στατιστικούς χάρτες που είχε εκπονήσει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Γεώργιος Σωτηριάδης. Κεντρική του θέση υπήρξαν τα απαράγραπτα δίκαια του Ελληνισμού επί αιώνες στην περιοχή και η καταπίεση που είχε υποστεί από τους Τούρκους. Οι Ελληνες διεκδικούσαν το βιλαέτι της Σμύρνης, τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, τα Δωδεκάνησα, τη Βόρειο Ηπειρο και το σύνολο της Θράκης. Η στρατηγική του Βενιζέλου ήταν έξυπνη, αφού δεν έκανε καμία αναφορά στην Κύπρο προκειμένου να μην δυσαρεστήσει τους Βρετανούς ενώ παραιτήθηκε των ελληνικών διεκδικήσεων και στην Κωνσταντινούπολη. Δεν επρόκειτο φυσικά για απόρριψη, καθώς γνώριζε καλύτερα από κάθε άλλον να εναρμονίζει τα γεωστρατηγικά συμφέροντα της χώρας με εκείνα των Μεγάλων Δυνάμεων πιστεύοντας ότι μόνο έτσι θα πετύχαινε τον σκοπό του. Με την ομιλία του συγκλόνισε τους ακροατές και στο τέλος απευθύνθηκε στα συναισθήματά τους.

Το Συμβούλιο των Τεσσάρων στη Σύνοδο Ειρήνης: Λόιντ Τζορτζ, Βιττόριο Ορλάντο,
Ζωρζ Κλεμανσώ και Γούντροου Ουίλσον.

Στις 11:00 το πρωί της 6ης Μαΐου 1919 πραγματοποιήθηκε η κρίσιμη συνάντηση του Ανωτάτου Συμβουλίου το οποίο ανακοίνωσε στον Ελληνα Πρωθυπουργό την απόφασή του να αναθέσει στην Ελλάδα την κατάληψη της Σμύρνης και της περιοχής της. O Βενιζέλος ήταν συγκινημένος. Το μεγαλύτερο όνειρό του είχε εκπληρωθεί. Ωστόσο, στις υπόλοιπες αντιπροσωπείες επικρατούσε μάλλον μούδιασμα και αμηχανία. Δεν ήταν μόνο οι Ιταλοί που δυσφορούσαν. Το Foreign Office ουσιαστικά διαφωνούσε με την ακολουθούμενη πολιτική του Λόιντ Τζορτζ όμως εκείνος δεν έδειχνε διάθεση να ακούσει.

Στη Σμύρνη

Σε εφαρμογή των αποφάσεων του Συνεδρίου της Ειρήνης 35 πλοία του συμμαχικού στόλου με επικεφαλής τα βρετανικά θωρηκτά «Κινγκ Τζορτζ» και «Αϊρον Ντιούκ», υπό τη διοίκηση του ναύαρχου Σόμερσετ Κάλθορπ έφθασαν στο λιμάνι της Σμύρνης την 1η/14 Μαΐου ως προάγγελος της ελληνικής απόβασης. Την Ελλάδα εκπροσωπούσε το θωρηκτό «Αβέρωφ» με κυβερνήτη τον πλοίαρχο Αλέξανδρο Χατζηκυριάκο.

Την ίδια ώρα δεκατέσσερα πλοία -ανάμεσά τους τα υπερωκεάνια «Θεμιστοκλής» και «Πατρίς»- υπό την προστασία του αντιτορπιλικού «Λέων» και άλλων πολεμικών πλοίων ανέλαβαν τη μεταφορά της 1ης Μεραρχίας υπό τον μέραρχο συνταγματάρχη Νικόλαο Ζαφειρίου από το λιμάνι των Ελευθερών στην Καβάλα προς την πόλη της Σμύρνης. Ηταν 2/15 Μαΐου 1919 όταν η ελληνική νηοπομπή κατέφθασε στη Σμύρνη. Η αποβίβαση των Ελλήνων στρατιωτών άρχισε στις 8:00 το πρωί. Επικεφαλής τέθηκαν οι εύζωνοι του 1/38 Τάγματος Ευζώνων με διοικητή τον Δ. Σταυριανόπουλο. Στο λιμάνι τούς υποδέχθηκαν με δάκρυα στα μάτια χιλιάδες Ελληνες με τον μητροπολίτη Χρυσόστομο. Ολόκληρη η παραλιακή λεωφόρος της Σμύρνης είχε πλημμυρίσει από ελληνικές σημαίες. Ενας διακαής πόθος είχε γίνει πραγματικότητα. Τις επόμενες ημέρες μετέβη στη Σμύρνη και ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης, ο οποίος είχε στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο Στεργιάδης εργάσθηκε πολύ για την ομαλή συνεργασία των ελληνικών αρχών με τις κατά τόπους οθωμανικές υπηρεσίες.

Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στη Σμύρνη, στην καρδιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, σημειώνονταν εντυπωσιακές εξελίξεις. Ο Μουσταφά Κεμάλ, ήρωας της επιχείρησης στην Καλλίπολη, στάλθηκε με σουλτανική εντολή υπό την ιδιότητα του Επιθεωρητή των Στρατευμάτων στην περιοχή του Πόντου για να εξοντώσει τις ανταρτικές ομάδες που αντιτίθονταν στο Σουλτάνο και στους όρους της ανακωχής του Μούδρου. Ωστόσο, αντί να καταπνίξει το εθνικιστικό κίνημα, ο Κεμάλ ανέλαβε τελικά την ηγεσία του. Στις 19 Μαΐου του 1919 αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα ξεκινώντας την προσπάθεια οργάνωσης του αντιστασιακού κινήματος. Από την παραλιακή πόλη του Ευξείνου Πόντου σύντομα αναχώρησε για το Ερζερούμ, όπου συγκέντρωσε παλιούς του φίλους και άρχισε να στρατολογεί αντάρτες. Εκεί συγκλήθηκε τον Ιούλιο του 1919 ένα συνέδριο των Τούρκων εθνικιστών, που διατύπωσε υπό τη μορφή ενός Εθνικού Συμβολαίου το εθνικό πρόγραμμα των Κεμαλικών. Τον Σεπτέμβριο διοργανώθηκε ένα δεύτερο συνέδριο στη Σεβάστεια. Σταδιακά το εθνικιστικό κίνημα δυνάμωνε ενώ η έδρα του μεταφέρθηκε στην Αγκυρα.

Η διάβαση του Σαγγάριου

Η ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μικρά Ασία επεκτάθηκε για λόγους ασφαλείας το καλοκαίρι του 1920. Ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου και διήρκεσε συνολικά 35 ημέρες έχοντας θεαματικά αποτελέσματα. Σύντομα καταλήφθηκαν η Φιλαδέλφεια, η Πέργαμος και η Προύσα (8 Ιουλίου), ιερή πόλη των Οσμανλήδων αφού ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του οθωμανικού κράτους, στις πλαγιές του όρους Ολυμπος. Εκεί βρίσκεται και ο τάφος του Οσμάν. Ακολούθησε ελληνική στρατιωτική επιχείρηση στην Ανατολική Θράκη, που σύντομα οδήγησε στην κατάληψη της Αδριανούπολης (26 Ιουλίου), άλλης ιερής πόλης των Οσμανλήδων και δεύτερης πρωτεύουσας του οθωμανικού κράτους.

Λίγες εβδομάδες μετά την ελληνική προέλαση υπογράφηκε η Συνθήκη των Σεβρών, η οποία επισφράγισε τον θρίαμβο της πολιτικής του Βενιζέλου. Ομως η πραγματικότητα ήταν αρκετά διαφορετική και ο Βενιζέλος έδειχνε να το γνωρίζει. Αλλωστε, ολόκληρη η πολιτική του καριέρα φανέρωνε πως στήριζε τις ελληνικές επιτυχίες πολύ περισσότερο στη σύγκλιση των συμφερόντων της Ελλάδας με εκείνα των Μεγάλων Δυνάμεων και πολύ λιγότερο στους στρατιωτικούς συσχετισμούς. Αυτή στάθηκε και η βασική του αντίθεση με τον Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος στήριζε τις εξαιρετικές αναλύσεις του στη μελέτη των δεδομένων και των λοιπών στρατιωτικών παραμέτρων.

Η Συνθήκη των Σεβρών υπήρξε εύθραυστη όπως και οι ονομαστές πορσελάνες της πόλης, σχολίασε ο Γάλλος πρόεδρος Ρεϋμόν Πουανκαρέ. Στις Σέβρες κορυφώθηκε η ελληνική καλοτυχία. Το επόμενο διάστημα μια σειρά από γεγονότα προκάλεσαν τεκτονικές αλλαγές στο ούτως ή άλλως εύθραυστο γεωπολιτικό σκηνικό. Η αρχή έγινε με την απόπειρα δολοφονίας του Βενιζέλου στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών στο Παρίσι. Ακολούθησε ο αιφνίδιος θάνατος, στις 12 Οκτωβρίου, του βασιλιά Αλέξανδρου. Αλλά το μεγάλο χτύπημα ήταν το αποτέλεσμα των εκλογών της 1ης/14 Νοεμβρίου του 1920.

Η πολιτική αλλαγή της 1ης Νοεμβρίου 1920 και οι επιπτώσεις της

Η πολιτική αλλαγή στις εκλογές της 1ης/14 Νοεμβρίου 1920 προκάλεσε ισχυρό σοκ τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η ήττα του αρχιτέκτονα της Μεγάλης Ελλάδας, του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενάμιση μόλις μήνα μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών αλλά κυρίως η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου λίγο αργότερα διέλυσαν αρκετούς από τους υφιστάμενους συσχετισμούς στο μικρασιατικό πάζλ. Ο εξόριστος Βασιλιάς αποτελούσε κόκκινο πανί για τους συμμάχους της Αντάντ ήδη από την εποχή του Εθνικού Διχασμού. Με εξαίρεση τους Βρετανούς, που έστω και απρόθυμα εξακολούθησαν να υποστηρίζουν τις ελληνικές θέσεις, οι Ιταλοί και οι Γάλλοι εκμεταλλεύθηκαν τη χρυσή ευκαιρία προκειμένου να νομιμοποιήσουν την πολιτική προσέγγισης με τον Μουσταφά Κεμάλ, τον «Τζορτζ Ουάσιγκτον» της Τουρκίας, που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα. Σε κάθε περίπτωση μπορούσαν υποκριτικά να υποστηρίξουν ότι είχαν προειδοποιήσει την Αθήνα, όταν στις 2 Δεκεμβρίου του 1920 εξέδωσαν κοινή ανακοίνωση οι Βρετανοί, Γάλλοι και Ιταλοί, χαρακτηρίζοντας «προδοτική» τη στάση του βασιλιά Κωνσταντίνου στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και επισημαίνοντας ότι τυχόν αποκατάστασή του στον ελληνικό θρόνο θα τους παρείχε στο εξής απόλυτη ελευθερία στους χειρισμούς τους. Επρόκειτο για ωμή και σαφέστατη προειδοποίηση που συνοδεύτηκε και από μια άλλη απειλή, της διακοπής χορήγησης των δόσεων του πολεμικού δανείου που είχε συνάψει η Ελλάδα. Αν προσθέσει κανείς και τη γενναιόδωρη στάση των Μπολσεβίκων, που ερωτοτροπούσαν με τους Τούρκους εθνικιστές, εύκολα μπορεί να αντιληφθεί πως ο εκλογικός θρίαμβος συνιστούσε ουσιαστικά «πύρρειο νίκη» για τους Αντιβενιζελικούς.

Η διάβαση του Σαγγάριου

Από την πρώτη κιόλας ημέρα της συγκρότησής της η νέα κυβέρνηση του Δημητρίου Ράλλη αλλά και οι μετέπειτα κυβερνήσεις των Νικόλαου Καλογερόπουλου και Δημητρίου Γούναρη βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις εξελίξεις στο Μέτωπο. Οι επιλογές τους ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτες και η μόνη τους δυνατότητα στάθηκε η συνέχιση της εκστρατείας. Ενδεχόμενη μεταβολή των δεδομένων απαιτούσε προετοιμασία καθώς και στιβαρή ηγεσία, που όμως οι ίδιοι δεν διέθεταν. Μία από τις πρώτες ενέργειές τους υπήρξε η αντικατάσταση του έως τότε Διοικητή της Στρατιάς Μικράς Ασίας, του Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, από τον Αναστάσιο Παπούλα. Η αλλαγή αρχηγού συνοδεύτηκε από μαζικές αλλαγές στην ηγεσία των επιμέρους στρατιωτικών μονάδων. Εως την άνοιξη του 1921 μόνο δύο από τους παλαιούς διοικητές μονάδων, οι Ν. Τρικούπης και Γ. Λεοναρδόπουλος, είχαν παραμείνει στις θέσεις τους.

Κατά την άποψή μου, οι Αντιβενιζελικοί αυτοεγκλωβίστηκαν σε μια στρατιωτική επιχείρηση την οποία δεν πίστευαν αλλά, από την άλλη, δεν διανοούνταν να ακυρώσουν φοβούμενοι τις συνέπειες. Επιχείρησαν μάλιστα να πλειοδοτήσουν έναντι των Βενιζελικών στο ζήτημα της Μικρασιατικής Εκστρατείας, όπως απέδειξαν οι επιλογές που έκαναν τους επόμενους μήνες. Όμως προφανώς υποτίμησαν τους ευρύτερους γεωστρατηγικούς συσχετισμούς, που λειτουργούσαν εναντίον της Ελλάδας ήδη από το 1919 και είχαν «απελευθερωθεί» μετά τον Νοέμβριο του 1920, ενώ από την άλλη δεν αντιλήφθηκαν την ενδυνάμωση του τουρκικού αντιστασιακού κινήματος που μέρα με την ημέρα εδραιωνόταν. Η ηγεσία των Αντιβενιζελικών δεν υπολειπόταν σε πατριωτισμό και εθνικές ευαισθησίες έναντι των βενιζελικών κυβερνήσεων. Ωστόσο, το ερώτημα με το οποίο βρέθηκαν αντιμέτωποι εκείνο το μοιραίο φθινόπωρο του 1920 δεν ήταν αυτό, αλλά αν διέθεταν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά για να κατανοήσουν αρχικά και ακολούθως να μεταστρέψουν υπέρ της Ελλάδας τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα των πρώην συμμάχων της Αντάντ, που είχαν να κάνουν με τεράστια οικονομικά συμφέροντα όπως τον έλεγχο των δρόμων του πετρελαίου αλλά και την παρεμπόδιση της σοβιετικής διείσδυσης στην Εγγύς Ανατολή. Είχαν να κάνουν επίσης με πισώπλατα μαχαιρώματα, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη και υπόγειες συναλλαγές, στις οποίες εμπλέκονταν μυστικές υπηρεσίες και άτομα αμφιβόλου ποιότητας και ηθικής.

Δικαιολογώντας τη στάση των αντιβενιζελικών κυβερνήσεων ο Ξενοφώντας Στρατηγός, Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου, υποστηρίζει ότι οι μεταΝοεμβριανές κυβερνήσεις ήταν υποχρεωμένες να συνεχίσουν τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Κατηγορεί μάλιστα τον Βενιζέλο για ενδοτικότητα απέναντι στις Μεγάλες Δυνάμεις θεωρώντας ότι τον Μάρτιο του 1920, όταν η Ελληνική Στρατιά Μικράς Ασίας ήταν πολύ ισχυρή, θα έπρεπε να δράσει αυτοβούλως παραβλέποντας τις εντολές των Συμμάχων και να συντρίψει οριστικά τους αντάρτες του Κεμάλ. Αντ’ αυτού, συνεχίζει ο Στρατηγός, λόγω έλλειψης θάρρους και προνοητικότητας κράτησε παθητική στάση δίνοντας τη δυνατότητα στον Κεμάλ να ισχυροποιηθεί και τελικά να επικρατήσει.

Σύμφωνα με τον Στρατηγό, η συνέχιση της Μικρασιατικής Εκστρατείας από τους Αντιβενιζελικούς επιλέχθηκε ως ο μοναδικός τρόπος για να συντριβεί οριστικά ο Κεμάλ και να επιτευχθεί μια οριστική λύση. Οι επιθετικές επιχειρήσεις του ελληνικού στρατού επαναλήφθηκαν τον Μάρτιο του 1921. Από το Ουσάκ το Συγκρότημα Μεραρχιών του Νότου κατευθύνθηκε προς το Αφιόν Καραχισάρ ενώ από την Προύσα το Συγκρότημα Μεραρχιών του Βορρά κινήθηκε προς το Εσκί Σεχίρ. Εως τα τέλη Μαρτίου το Αφιόν Καραχισάρ καταλήφθηκε σχετικά εύκολα, στο βορρά όμως οι Κεμαλικοί αντέταξαν σθεναρή αντίσταση και υποχρέωσαν τους Ελληνες να επιστρέψουν στη βάση τους, στην Προύσα. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο χωριό Ινονού στις 27 Μαρτίου του 1921. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάμεων ήταν ο Ισμέτ Πασάς, στενός συνεργάτης του Μουσταφά Κεμάλ. Λίγες ημέρες αργότερα και το Νότιο Συγκρότημα, φοβούμενο εγκλωβισμό του από τουρκικές δυνάμεις που έσπευδαν από το βορρά, αναδιπλώθηκε εγκαταλείποντας το Αφιόν Καραχισάρ και επιστρέφοντας στο Ουσάκ. Ηταν η πρώτη φορά που ο ελληνικός στρατός δεν αντιμετώπισε σώματα ατάκτων αλλά έναν οργανωμένο στρατό που ήταν καλά εξοπλισμένος ενώ είχε φτιάξει και μια σειρά από ισχυρές οχυρώσεις.

Οι αποτυχίες του Μαρτίου 1921 οδήγησαν στη στρατιωτική προπαρασκευή των μηνών Απριλίου, Μαΐου και Ιουνίου, όταν κλήθηκαν στα όπλα πέντε κλάσεις εφέδρων, η οποία προκάλεσε αφαίμαξη του ελληνικού διοικητικού μηχανισμού. Προς την ίδια κατεύθυνση ήταν και ο εξοπλισμός της Στρατιάς Μικράς Ασίας με νέα όπλα. Ηταν φανερό ότι η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία επιθυμούσε να εξουδετερώσει τον Κεμάλ, πριν αυτός προλάβει να οργανωθεί και να εξοπλισθεί σε σημείο που θα ήταν δύσκολο πια να αντιμετωπισθεί. Εως τα τέλη της άνοιξης του 1921 η δύναμη της ελληνικής Στρατιάς Μικράς Ασίας είχε ανέλθει σε 200 χιλιάδες άνδρες.

Εκδηλώνοντας με τον πιο διαφανή τρόπο την ελληνική αποφασιστικότητα, στις 11 Ιουνίου 1921 μετέβη στη Σμύρνη ο ίδιος ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με το επιτελείο του. Λίγο αργότερα στην έπαυλη που διέμενε στο Κορδελιό ο Επιτελάρχης της Στρατιάς, συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Πάλλης, του παρουσίασε το ελληνικό σχέδιο για τον εγκλωβισμό και τη συντριβή του εχθρού με συγκλίνουσες επιθέσεις προς το Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ.

Αφιόν Καραχισάρ

Τελικά, στις 10 Ιουλίου άρχισε η νέα ελληνική επίθεση με στόχο την κατάληψη του Εσκί Σεχίρ και του Αφιόν Καραχισάρ. Στο Νότιο Συγκρότημα από το Ουσάκ ξεκίνησαν το Α΄ Σώμα Στρατού με διοικητή τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Κοντούλη και το Β΄ Σώμα Στρατού με διοικητή τον υποστράτηγο Αριστοτέλη Βλαχόπουλο. Στο Βόρειο Συγκρότημα με επίκεντρο την Προύσα ξεκίνησε το Γ΄ Σώμα Στρατού με διοικητή τον υποστράτηγο Γεώργιο Πολυμενάκο. Στις 17 Ιουλίου καταλήφθηκε η Κιουτάχεια και στις 19 Ιουλίου το Εσκί Σεχίρ αλλά οι Τούρκοι, με διοικητή τον Ισμέτ Πασά, είχαν υποχωρήσει συντεταγμένα. Περίπου 15 χιλιόμετρα ανατολικά της Κιουτάχειας έσφιξε ο κλοιός, καθώς συναντήθηκαν οι ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις. Ομως στο πεδίο της μάχης βρήκαν μόνο δώδεκα πυροβόλα (τα τέσσερα ρωσικής κατασκευής), τα οποία δεν είχαν προλάβει να απομακρύνουν οι Τούρκοι. Η αποτυχία χρεώθηκε στον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, που αντικαταστάθηκε από τον πρίγκιπα Ανδρέα. Παρόλα αυτά, το ηθικό των Κεμαλικών είχε καταποντιστεί.

Ακολούθησαν εντατικές συζητήσεις για το τι έπρεπε να γίνει, παρουσία του ίδιου του Βασιλιά Κωνσταντίνου που έφθασε στο Μέτωπο συνοδευόμενος από τους πρίγκιπες Ανδρέα, Παύλο καθώς και τον διάδοχο Γεώργιο και έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους στρατιώτες. Στο Μέτωπο έφθασε και αντιπροσωπεία βουλευτών από το ελληνικό Κοινοβούλιο προκειμένου να ενισχύσει ηθικά το στράτευμα. Ανάμεσά τους βρισκόταν και ο Νικόλαος Στράτος, ο οποίος έλεγε στους στρατιώτες πως μια πιθανή προέλαση προς την Αγκυρα θα ήταν περίπατος που θα βαστούσε το πολύ 40 ημέρες.

Τελικά οι πολιτικοί με επικεφαλής τον Γούναρη επέβαλαν τις απόψεις τους στο αποκαλούμενο πολεμικό συμβούλιο που συγκλήθηκε στην Κιουτάχεια στις 26 Ιουλίου 1921. Η θεωρητικά ομόφωνη απόφαση από την αντιβενιζελική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία για τη συνέχιση της εκστρατείας προς Αγκυρα τον Ιούλιο του 1921 ελήφθη με το επιχείρημα της οριστικής συντριβής του εχθρού, αφού η ενδεχόμενη κατάληψη της Αγκυρας θα στερούσε από τον Κεμάλ τη βάση ανεφοδιασμού του υποχρεώνοντάς τον να μετακινηθεί πλησιέστερα προς τη Σεβάστεια, την Καισάρεια ή το Χαρπούτ, περιοχές που δεν ήταν και πολύ φιλικές προς τον ίδιο, ενώ παράλληλα θα επιτυγχανόταν επικοινωνία και με την περιοχή του Πόντου, όπου διαβιούσαν συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί. Οι ισχυρισμοί του Στρατηγού όμως αμφισβητούνται από τον πρίγκιπα Ανδρέα και άλλους αξιωματικούς, όπως τον Διευθυντή του Επιτελικού Γραφείου της Στρατιάς, συνταγματάρχη Γ. Σπυρίδωνος. Στη διάρκεια του εγχειρήματος η στρατιωτική ηγεσία, κυρίως οι Παπούλας και Πάλλης, εξέφρασε πολλές επιφυλάξεις για τη σκοπιμότητά του.

Διαβαίνοντας τον Σαγγάριο

Η σύσκεψη της Κιουτάχειας περατώθηκε στις 28 Ιουλίου 1921. Επακολούθησε η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση που ανέλαβε ποτέ ο ελληνικός στρατός. Χωρισμένη σε τρία τμήματα, η Στρατιά Μικράς Ασίας ξεκίνησε τη μεγαλειώδη πορεία καταδίωξης του εχθρού διαβαίνοντας τον ποταμό Σαγγάριο, διασχίζοντας την Αλμυρά Ερημο σε συνθήκες αφόρητης ζέστης και με την επιμελητεία σε μαρασμό.

Τα νέα της ελληνικής προέλασης σκόρπισαν πανικό στην Αγκυρα. Ακόμη και ο θριαμβευτής του Ινονού, Ισμέτ Πασάς, έπεσε σε κατάθλιψη. Ο Μουσταφά Κεμάλ όμως δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Είχε εγκαταστήσει το επιτελείο του στο χωριό Πολατλί, ανατολικά του Σαγγάριου, εκεί όπου αιώνες πριν ο Μέγας Αλέξανδρος είχε κόψει τον Γόρδιο Δεσμό. Λίγες ημέρες νωρίτερα, μιλώντας ενώπιον της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, σε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εξασφάλισε για τρεις μήνες διευρυμένες εξουσίες. Ηταν προετοιμασμένος για αγώνα μέχρις εσχάτων. Στα πρόθυρα του Πολατλί έφθασαν οι Ελληνες μετά από εξαντλητική πορεία εννιά ημερών. Είναι τραγικές οι περιγραφές για την κατάσταση των Ελλήνων στρατιωτών εκείνες τις καυτές ημέρες του Αυγούστου του 1922. Το φαγητό τους ήταν πενιχρό και κακής ποιότητας, συχνά μάλιστα τους μοίραζαν κουτιά με σαρδέλες. Μόνο η ελπίδα να προσεγγίσουν επιτέλους την Αγκυρα εξακολουθούσε να τους κινητοποιεί. Εκεί, στους αφιλόξενους λόφους της Ανατολίας, δόθηκαν οι σκληρότερες και φονικότερες μάχες με τους Κεμαλικούς. Η κατάσταση των δύο αντιμαχόμενων πλευρών ήταν οριακή. Στην Αγκυρα οι κάτοικοι είχαν αρχίσει να φεύγουν, φοβούμενοι πως σύντομα θα έφθαναν οι Ελληνες. Ταυτόχρονα υπήρχαν σκέψεις για μεταφορά της έδρας της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης. Στην Αθήνα, πάλι, οι ειδήσεις των αρχικών επιτυχιών σκόρπισαν ευφορία. Μάλιστα κάποια στιγμή διαδόθηκε πως είχε συλληφθεί ο ίδιος ο Κεμάλ, με αποτέλεσμα να σημάνουν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών και να ξεχυθεί ο κόσμος στους δρόμους.

Η στρατηγική του Κεμάλ ήταν απλή αλλά απόλυτα ορθολογική και τελικώς επιτυχημένη. «Δεν υπάρχει γραμμή άμυνας, υπάρχει πεδίο άμυνας που είναι όλη η πατρίδα μας. Δεν θα πρέπει να εγκαταλειφθεί ούτε μία σπιθαμή εδάφους μας αν προηγουμένως δεν ποτιστεί με το αίμα του πατριώτη». Η μετατροπή της τουρκικής αντίστασης σε αγώνα μέχρις εσχάτων, όχι όμως σε μια συγκεκριμένη γραμμή άμυνας αλλά στο σύνολο της χώρας και οι επί τόπου εκτελέσεις των λιγόψυχων έφεραν τελικά το αποτέλεσμά τους. Παρά τη σφοδρή και ηρωική ελληνική επίθεση, η τρίτη γραμμή άμυνας των Τούρκων δεν διασπάσθηκε. Ετσι, στις 11 Σεπτεμβρίου ο αρχιστράτηγος Παπούλας αναγκάστηκε να δώσει εντολή υποχώρησης και οχύρωσης δυτικά του Σαγγάριου. Το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, η περικύκλωση και η εξολόθρευση ή αποδυνάμωση του εχθρού, δεν επιτεύχθηκε. Αντίθετα, στα πεδία της μάχης χιλιάδες Ελληνες στρατιώτες είχαν χάσει τη ζωή τους μαχόμενοι ηρωικά. Ο θλιβερός απολογισμός ήταν τέσσερις χιλιάδες νεκροί, 19.000 τραυματίες και 376 αγνοούμενοι. Η εκστρατεία του Σαγγαρίου σήμανε και το τέλος των επιθετικών ενεργειών του ελληνικού στρατού. Την ίδια στιγμή στο στρατόπεδο των Τούρκων επικράτησε ανακούφιση. Ο Κεμάλ έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στην Αγκυρα ενώ η τουρκική Εθνοσυνέλευση του επέδωσε τον τίτλο του Γαζή και τον ονόμασε Στρατάρχη.

Αναμονή και αποσύνθεση

Η αποτυχία των επιχειρήσεων του καλοκαιριού του 1921 και το συνακόλουθο βάλτωμα του Μετώπου επέδρασαν αρνητικά τόσο στην ψυχολογία όσο και στην επιχειρησιακή ετοιμότητα της Στρατιάς Μικράς Ασίας. Ο Παπούλας διεμήνυσε με εμπιστευτική αναφορά του στην πολιτική ηγεσία πως η Στρατιά Μικράς Ασίας είχε πλέον αποδώσει ό,τι ήταν δυνατό να αποδώσει. Στους κόλπους των Αντιβενιζελικών γίνονταν διαρκείς ζυμώσεις προκειμένου να ληφθούν οι ενδεικνυόμενες αποφάσεις. Ηταν ηλίου φαεινότερον ότι η διασπορά του Μετώπου εξέθετε σοβαρά την αμυντική οργάνωση της Στρατιάς. Επιπλέον, η αποτυχία συντριβής του αντιπάλου ουσιαστικά λειτουργούσε υπέρ του, αφού σε βάθος χρόνου τον ενίσχυε. Τι θα έπρεπε κατά συνέπεια να πράξει η Αθήνα; Πόσα αποθέματα, επιχειρησιακά και οικονομικά, διέθετε πλέον; Μήπως είχε φτάσει η ώρα της απαγκίστρωσης από τη Μικρασία, αλλά ποιο θα ήταν το τίμημα; Ολα αυτά δημιουργούσαν πονοκέφαλο στην πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ενώ για μια ακόμη φορά έγινε αισθητή η απουσία στιβαρής ηγεσίας.

Ο Ξενοφών Στρατηγός υποστηρίζει ότι τον Νοέμβριο του 1921 σε μια συνομιλία που είχε με τον Γούναρη, ο τελευταίος του εκμυστηρεύτηκε πως η Ελλάδα έπρεπε να αποχωρήσει από τη Μικρασία αλλά αντιμετώπιζε το δίλημμα για το τι θα γίνονταν οι ελληνικοί πληθυσμοί. Τελικά η εντολή απαγκίστρωσης από το Μέτωπο δεν δόθηκε ποτέ. Ισως γιατί οι Ελληνες επιτελείς είχαν την ψευδαίσθηση πως ελέγχοντας το τμήμα της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολη – Βαγδάτη, που περνούσε από την περιοχή, τους παρείχε πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Ετσι ο ελληνικός στρατός παρέμεινε στα χαρακώματα επί σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο, έχοντας μπει σε μια κατάσταση σταδιακού εκφυλισμού και αποσύνθεσης. Η έλλειψη ευδιάκριτου στόχου, η διάψευση των προσδοκιών για απόλυση και επιστροφή στην πατρίδα, η διαρκής φθορά από τις συνεχείς αιφνιδιαστικές επιδρομές του κεμαλικού στρατού είχαν ως αποτέλεσμα την ταχεία πτώση του ηθικού των Ελλήνων στρατιωτών. Η διολίσθηση αυτή ήταν γνωστή τόσο στη στρατιωτική όσο και στην πολιτική ηγεσία, ωστόσο την ευθύνη της τελικής απόφασης δεν επιθυμούσε να την αναλάβει κανείς.

Ο χειμώνας του 1921-1922 εξέπνευσε με εργώδεις διπλωματικές διεργασίες για την εξεύρεση λύσης στο Μικρασιατικό. Ομως τούτη τη φορά επείγονταν οι Ελληνες. Ο πρωθυπουργός Γούναρης επισκέφθηκε αρχικά το Παρίσι ζητώντας από τη γαλλική κυβέρνηση να διακόψει την παροχή πολεμικού υλικού στους Τούρκους εθνικιστές. Συνάντησε άρνηση. Ακολούθησε επίσημη επίσκεψή του στο Λονδίνο ζητώντας νέο δάνειο. Αλλά και οι Βρετανοί εμφανίστηκαν απρόθυμοι, περιοριζόμενοι σε γενικόλογες υποσχέσεις περί σύγκλησης νέας διεθνούς συνδιάσκεψης για την εξεύρεση οριστικής λύσης. Τελευταίος σταθμός στάθηκε η Ρώμη. Κι εκεί οι δίαυλοι συνεννόησης είχαν πλέον κλείσει. Ούτε η πρωτοβουλία του υπουργού των Οικονομικών Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη να διχοτομήσει το νόμισμα υπήρξε αρκετή. Η κλεψύδρα κόντευε να αδειάσει ενώ η Ελλάδα είχε απομείνει δραματικά μόνη, ελπίζοντας έως την τελευταία στιγμή σε μια αγγλική παρέμβαση.

Την ίδια ώρα στο Μέτωπο το κλίμα επιδεινωνόταν μέρα με την ημέρα. Χαμηλό ηθικό, πλημμελής επιμελητεία και έκθεση στις κακές καιρικές συνθήκες και τις αρρώστιες οδηγούσαν σε εκφυλισμό βήμα-βήμα τις προκεχωρημένες μονάδες. Ο πόθος της απόλυσης που συνεχώς αναβαλλόταν, ο κορεσμός και η απουσία συγκεκριμένης στρατηγικής είχαν εξελιχθεί σε καρκίνωμα. Ακόμη και διά γυμνού οφθαλμού ήταν ορατή η κατάλυση της στρατιωτικής πειθαρχίας. Ο εγκλωβισμός σ’ αυτό το αργόσυρτο σπιράλ θανάτου γινόταν μέρα με την ημέρα αναπόδραστος για το ελληνικό στράτευμα.

Η τουρκική αντεπίθεση

Ηταν τέλη Ιουλίου του 1922. Με πρόσχημα την παρακολούθηση ενός ποδοσφαιρικού αγώνα ολόκληρη η τουρκική ηγεσία με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ συναντήθηκε στο Ακσεχίρ, περίπου εκατό χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ. Εκεί χαράχθηκαν τα σχέδια της τουρκικής αντεπίθεσης.

Σύμφωνα με τον Κεμάλ, η ώρα «των εξετάσεων» που θα έδινε το τουρκικό έθνος σε όλο τον κόσμο είχε φτάσει. Πραγματοποιήθηκε μια σκηνοθετημένη συζήτηση στη Μεγάλη τουρκική Εθνοσυνέλευση, όπου πολλοί βουλευτές υπό τα αυτιά και τα μάτια Ελλήνων κατασκόπων άσκησαν σκληρή κριτική στον Κεμάλ, θεωρώντας τα σχέδιά του παράτολμα και τον τουρκικό στρατό ακόμη ανοργάνωτο. Ακολούθησαν παραπλανητικές μετακινήσεις τουρκικών στρατιωτικών σωμάτων από την περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ προς το Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιον) με σκοπό να πείσουν τους Ελληνες πως ενδεχόμενη επίθεση θα εκδηλωνόταν στο βορρά. Τα χαράματα της 26ης Αυγούστου 1922 και ενώ οι Ελληνες στρατιώτες ακόμη κοιμούνταν, ο Μουσταφά Κεμάλ με το επιτελείο του -ανάμεσά τους οι πασάδες Ισμέτ, Φεβζί και Νουρεντίν- ανέβηκε στο Κοτζάτεπε, ένα βουνό ύψους 1.890 μέτρων και εξήγησε στους στρατιώτες του πως είχε έρθει η ώρα της αντεπίθεσης. «Ανδρες, κύριος στόχος σας είναι η Μεσόγειος», τους είπε. Η τουρκική επίθεση, με αιχμή το ιππικό, ήταν σφοδρή και αιφνιδίασε τον ελληνικό στρατό. Επακολούθησαν ομηρικές αλλά μάταιες μάχες, κυριολεκτική σφαγή των αποδεκατισμένων ελληνικών μονάδων στην «κοιλάδα του θανάτου» στο Αλή Βεράν. Η σύλληψη του στρατηγού Νικόλαου Τρικούπη, που λίγο νωρίτερα εν αγνοία του είχε διορισθεί Διοικητής της Στρατιάς Μικράς Ασίας, υπήρξε η συμβολική κίνηση της ελληνικής τραγωδίας. Ουσιαστικά σε δύο μέρες από την έναρξη της τουρκικής επίθεσης καταλύθηκε κάθε ελληνική αντίσταση στην περιοχή του Αφιόν Καραχισάρ. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, εκεί σκοτώθηκε ή αιχμαλωτίσθηκε περίπου το μισό των ευρισκόμενων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων. Τα υπόλοιπα λίγο-πολύ είναι γνωστά. Αναρχη οπισθοχώρηση χωρίς καμία γραμμή άμυνας, ακολουθούμενη από καταστροφές και άτακτη φυγή των ελληνικών πληθυσμών. Οι πύλες της κολάσεως είχαν ανοίξει.

Μετά την ταχεία κατάρρευση του Μετώπου χρειάσθηκαν λιγότερες από δεκαπέντε ημέρες για να εκκενωθεί η Μικρά Ασία από τον ελληνικό στρατό. Κανένα εναλλακτικό σχέδιο για γραμμή άμυνας περιμετρικά της Σμύρνης δεν είχε εκπονηθεί προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα ασφαλούς απομάκρυνσης των Ελλήνων από την περιοχή. Επρόκειτο για ασυγχώρητη παράλειψη από τη μεριά της ελληνικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας. Από τις 26 Αυγούστου του 1922, όταν εκδηλώθηκε η τουρκική αντεπίθεση, έως τις 9 Σεπτεμβρίου, όταν οι πρώτες κεμαλικές δυνάμεις μπήκαν στη Σμύρνη, μεσολάβησαν μόλις 14 ημέρες. Ακολούθησε η πυρπόληση της πόλης από Τούρκους στρατιώτες και ομάδες Τσετών καθώς και η γενικευμένη σφαγή χιλιάδων χριστιανών στα σοκάκια και την προκυμαία της. Αυτό το ειδεχθές έγκλημα, σε συνδυασμό με την επονείδιστη αποχώρηση εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τη γη της Ιωνίας, αποτελούν τις πιο σκοτεινές και μαύρες σελίδες στην Ιστορία του Νεότερου Ελληνισμού.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το ανοιξιάτικο πρωινό της 23ης Απριλίου 2010, όταν ο τότε πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου ανήγγειλε από το Καστελλόριζο ότι προ του κινδύνου άμεσης χρεοκοπίας της χώρας προσφεύγει στον μηχανισμό στήριξης, έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη των απανταχού Ελλήνων.

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ