Βρισκόμαστε στο τέλος του έτους, με τις μεγαλύτερες νύχτες, ενώ η Γη ταξιδεύει στο μακρύτερο σημείο από τον Ηλιο και σύντομα θα ζήσουμε για μια ακόμα φορά το χειμερινό ηλιοστάσιο μετρώντας περισσότερες ώρες στο σκοτάδι παρά στο φως, εδώ στο βόρειο ημισφαίριο, μέχρι τη στιγμή που το ημερήσιο φως αρχίσει και πάλι να αυξάνει μέχρι την κορύφωσή του τον Ιούνιο με το θερινό ηλιοστάσιο.
Στο μεταξύ η πορεία και η επιρροή του φωτός διέρχεται πρώτα μέσα από το στάδιο της εαρινής ισημερίας και το φθινόπωρο από το στάδιο της φθινοπωρινής ισημερίας. Στον προβιομηχανικό άνθρωπο το φυσικό φως καθόριζε την καθημερινότητα, τις γεωργικές δραστηριότητες και τις προετοιμασίες για τις διαφορετικές φάσεις των αγροτικών εργασιών. Η ημέρα, η νύχτα και η ζωή ήταν περισσότερο δεμένες μεταξύ τους. Από το λυκαυγές έως το λυκόφως διαρκούσαν οι δραστηριότητες έξω από το σπίτι και η νύχτα που τότε είχε πολύ μεγαλύτερη φυσική διάρκεια κατά τον χειμώνα συγκέντρωνε τις οικογένειες στον οικιακό χώρο αφήνοντας εκτός, τους φόβους και τις αβεβαιότητες που γεννούσε το σκοτάδι. Ο τεχνητός φωτισμός από το τζάκι, τα κεριά και τα λυχνάρια ήταν υπεύθυνος για φωτοσκιάσεις άγνωστες σε εμάς σήμερα και εκτός σπιτιού επικρατούσε η πιο πηχτή μαυρίλα που αποθάρρυνε ταξίδια, εργασίες μέχρι και τους κοντινότερους περιπάτους γύρω από τα αγροκτήματα. Οι πόλεις σφάλιζαν τις καστρόπορτές τους και κανείς δεν έβγαινε ή έμπαινε, οι διαβάτες έσπευδαν να βρουν κατάλυμα στα καπηλειά και στα πανδοχεία ενώ όσοι κυκλοφορούσαν νύχτα ήταν οι ύποπτοι, οι λαθρέμποροι, οι συνωμότες, οι κακούργοι και οι μάγοι.
Οι μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης φωταγωγήθηκαν πρώτη φορά με δημόσιο φως, αρχικά με φωταέριο και στη συνέχεια με ηλεκτρικό στα τέλη του 1800 και τα τελευταία χωριά της ηπείρου απέκτησαν ηλεκτρική ενέργεια στη δεκαετία του 1970. Η ριζική αλλαγή που έφερε ο ηλεκτρισμός στις ζωές των σύγχρονων κοινωνιών άλλαξε τη σχέση των ανθρώπων με το φως, τις αλλαγές των εποχών και τις τροπές του Ηλιου στον Ουρανό. Στις ημέρες μας έχουμε εντελώς ξεχάσει εκείνη την αρχαία σχέση με το φυσικό φως, εκτός από τις στιγμές απόγνωσής μας όταν «κόβεται το ρεύμα» λόγω τεχνικών εμπλοκών, ή όταν διασχίζουμε σκοτεινά σοκάκια με σπασμένες δημόσιες λάμπες. Στην εξοχή το απόλυτο σκοτάδι μας ξαφνιάζει ευχάριστα ή δυσάρεστα και μόνο τότε μπορούμε να δούμε τον ουράνιο θόλο με τους αστερισμούς του, τα νεφελώματά του και τον ατελείωτο τάπητα στρωμένο με άστρα, διάττοντες, μετεωρίτες και αλλεπάλληλα πεφταστέρια.
Η μακρινή, πλέον, σχέση μας με το φυσικό φως ή σκότος δημιούργησε τα ημερολόγια, το σεληνιακό, το ηλιακό ή τον συνδυασμό και των δύο σε διαφορετικούς πολιτισμούς και παραδόσεις. Λατρείες, ενιαύσιες τελετές, ετήσια δρώμενα και επέτειοι εξαρτιόνταν από αυτή τη σχέση μας με τον ουρανό. Στην ελληνική αρχαιότητα η ορφική και η πυθαγόρεια φιλοσοφική θεολογία υπήρξε απότοκη αυτής της σχέσης εναλλασσόμενων εποχών και ετήσιων τροπών, τόσο ώστε να ορίζεται ο πεζός και ο θρησκευτικός βίος των οπαδών της. Αποκαλούσαν τα τέσσερα στάδια των ηλιακών τροπών Φυσικές Εορτές διότι οι Ελληνες και πολλοί άλλοι λαοί είχαν μοιράσει τον άπειρο χρόνο σε μετρήσιμα διαστήματα τα οποία είχαν ως βασικούς σταθμούς τους Ηλιοστάσια και Ισημερίες. Αυτοί οι τέσσερις σταθμοί που όριζαν το Ετος δεν ήταν απλώς τρόποι κατανομής των εποχών αλλά καθόριζαν τη σχέση των ανθρώπων με τη γη, την καλλιέργειά της, τις περιόδους ανάπαυσης και τις περιόδους εντατικών αγροτικών και κτηνοτροφικών εργασιών. Την διαχείρισή τους την σηματοδοτούσαν και την προανήγγελλαν οι καιρικές αλλαγές που συνόδευαν τις εποχές, όταν αυτές ακόμα υπήρχαν και οι περιοδικές μετεωρολογικές συνθήκες, όταν ακόμα αυτές ήταν δυνατόν να προβλεφθούν με αρκετή επιτυχία από τα μερομήνια, την κατεξοχήν αγροτική πρόβλεψη των περασμένων αιώνων.
Ωστόσο, ο αγροτικός βίος, παραγωγή, η γεωργία και η κτηνοτροφία της προβιομηχανικής περιόδου έχουν τις βαθιές τους καταβολές σε αιώνες ασύλληπτα αρχαίους, που συμβάδιζαν με την πίστη των ανθρώπων της υπαίθρου σε δυνάμεις που αφορούσαν την επιρροή τους στην κυκλικότητα των εποχών και στην περιοδικότητα των φαινομένων μέσα στο ηλιακό και στο σεληνιακό έτος. Οι προϊστορικές δοξασίες για το αβέβαιο της κυκλικότητας και της περιοδικότητας των εποχικών εναλλαγών εξακολούθησαν να υπάρχουν στο βαθύ συλλογικό ασυνείδητο μέχρι το κατώφλι της σύγχρονης εποχής. Εκεί, στο άβατο της εποχής της ανθρωπότητας χωρίς γραπτή μνήμη, αλλά με ισχυρή γενετική μνήμη που δεν ξεριζώνεται εύκολα μέσα σε δύο αιώνες καταγεγραμμένης Ιστορίας, οι εποχές που καθορίζονταν από τις θέσεις της Γης, του Ηλιου και της Σελήνης, αποτελούσαν τη βάση όλης της ζωής. Αρχαία ημερολόγια χαραγμένα σε τοιχώματα σπηλαίων, επάνω σε βράχους ή σε κινητά πήλινα πρωτόγονα καλαντάρια, δηλώνουν την ανάγκη αυτή της καταγραφής των εποχών για την επιβίωση των ανθρώπων, μια συλλογική κληρονομιά που οδήγησε σε πολύπλοκους στοχασμούς χιλιετίες αργότερα, σε επιστημονικά κείμενα όπως τους Καταστερισμούς του Ερατοσθένους του Κυρηναίου, σε αριθμητικές σπουδές που αφορούσαν τις μετρήσεις του Σύμπαντος του Νικόμαχου Γερασηνού ή στα Μετέωρα του Κλεομήδη.
Ο θεολογικός μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης και οι μυστηριακές μυήσεις της Ελευσίνας στηρίζονται σε αυτή την εναλλαγή των εποχών, στη φαινομενική νέκρωση της Φύσης τον χειμώνα, στην αναγέννηση της άνοιξης, στην κορύφωση των φυσικών δυνάμεων κατά το θέρος και στην αρχή της παρακμής κατά το φθινόπωρο. Ο κρυμμένος σπόρος κάτω από τη λάσπη των χωραφιών που θάβεται τον Νοέμβριο συμβολίζεται από την Περσεφόνη, την Κόρη-Σπόρο που πρόκειται να κυοφορηθεί με ασφάλεια στη σπαρμένη γη, ενώ στην επιφάνεια θα κυριαρχήσει λίγο μετά η παγωνιά, οι απολιθωμένοι κορμοί των δέντρων χωρίς καρπό, οι αλλεπάλληλες χιονοκαταιγίδες και οι βορεινοί άνεμοι. Τα φύλλα έχουν πέσει, το σκηνικό είναι απροσδόκητα διαφορετικό από εκείνο που έχει προηγηθεί το καλοκαίρι. Βουνά χιονισμένα, πλαγιές χωρίς κοπάδια, η μεταφορά τους στα χειμαδιά για την προστασία τους από τα χειμερινά φαινόμενα, η ανάπαυση του αγρότη μέσα στην καλύβα του και στο μαντρί του, αυτό είναι το σκηνικό ενός πρόσκαιρου «θανάτου» με εναγώνια αναμονή του ερχομού του νέου ηλιακού έτους και του εαρινού ηλιοστάσιου που θα φέρει και πάλι τον καρπό, τη ζωή στην ύπαιθρο και την ελπίδα για την επιστροφή της καρποφόρας βλάστησης.
Κάτι αναμενόμενο για τον προϊστορικό και αρχαίο άνθρωπο είναι επομένως η θέσπιση των Φυσικών Εορτών, κατά τις οποίες κυριαρχεί η ελπίδα για συνέχιση της κυκλικότητας και της περιοδικότητας των φυσικών εποχών. Αυτές οι εορτές ήταν παγκόσμιες, αφορούσαν το όν Ανθρωπο που αντιλαμβανόταν την άμεση εξάρτησή του από τούτο τον κύκλο ζωής – θανάτου – αναγέννησης, και την μετουσίωνε σε ψυχολογική έκφραση της προαιώνιας αίσθησης αστάθειας και φόβου για το άγνωστο μέλλον. Το μέλλον έπρεπε με κάποιον τρόπο να προβλεφθεί και έτσι να κατανικηθούν οι αβεβαιότητες για την εξέλιξη της ζωής με μόνες σταθερές τις τροπές του Ηλιου και την κίνηση της Γης μέσα στο πλανητικό σύστημα. Πηγή θρησκειών, τελετουργιών, επιστημονικών ανακαλύψεων, ποίησης και τεχνών στέκονται οι τέσσερις σταθμοί, με τα ηλιοστάσια και τις ισημερίες, όπως και η σήμανση των επιμέρους περιόδων με την παρατήρηση της Σελήνης και των φάσεών της.
Επανερχόμενοι στην ορφική παράδοση οι τελεστές της όφειλαν να διατηρούν την παρατήρηση και την αναμονή των τεσσάρων σταδίων των εποχών για να διανθίζουν διαρκώς τη φιλοσοφία τους σε συμβολικούς μύθους που συνέδεαν το στερέωμα με τα επίγεια. Ορφική είναι η προέλευση της μελέτης του ουρανού και των αστερισμών όπου ο καθένας είχε να διηγηθεί και μια ιστορία δοσμένη στον λαό σε μορφή παραμυθιού. Σε σπήλαια όλης της Ελλάδας συγκεντρώνονταν οι Ορφικοί για να αναπαραστήσουν επί της Γης τα μετέωρα και τη συμπεριφορά του Σύμπαντος, θεωρώντας ότι η μεταφυσική του αντανακλούσε στις ψυχές των ανθρώπων και των ζώων τη μυστηριώδη ουσία του, δηλαδή την πολύτιμη ενέργεια που λέγεται ζωή. Η ορφική φιλοσοφία και η πυθαγόρεια που ακολουθεί μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι αποτέλεσαν τις μοναδικές αληθινά θεολογικές παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας, χωρίς να περιορίζονται σε στερεότυπες εκδηλώσεις λατρειών και τελετουργιών πολιτικού κυρίως χαρακτήρα. Ο Ορφισμός και ο Πυθαγορισμός εξελίχθηκαν σε οργανωμένες θρησκείες με θεολογικό και κοσμογονικό περιεχόμενο με σημείο εκκίνησης την πανανθρώπινη επιθυμία και ανάγκη για αναγέννηση και ανάσταση. Από αυτή την θεώρηση του Κόσμου προέρχεται η πίστη στη βεβαιότητα για ζωή μετά τον θάνατο και στην αθανασία της Ψυχής, στοιχεία που βρίσκουμε ατόφια και όμορφα επεξεργασμένα στη Μυστική χριστιανική φιλοσοφία πολύ καιρό μετά.
Ο Μίρτσεα Ελιάντ, ο σπουδαίος Ρουμάνος φιλόσοφος, γράφει ότι «ο ‘Κόσμος’ είναι πάντοτε ο κόσμος που κάποιος γνωρίζει και ο καθένας βιώνει. Διαφέρει από έναν τύπο κουλτούρας σε άλλον, αν και μπορούν να υπάρξουν και διαφορετικές εκδοχές ‘Κόσμων’. Εκείνο, όμως, που έχει σημασία στην έρευνά μας είναι το γεγονός ότι παρά τις διαφοροποιήσεις στις κοινωνικοοικονομικές δομές τους και στις διαφορετικότητες του πολιτισμικού τους περιβάλλοντος οι αρχαϊκοί άνθρωποι θεώρησαν ανέκαθεν ότι ο Κόσμος πρέπει να αναγεννηθεί ετήσια και προκειμένου να συμβεί αυτό θα πρέπει να ακολουθηθεί ένα μοντέλο – η κοσμογονία ή μια παράδοση καταβολών που παίζει τον ρόλο του κοσμογονικού μύθου». Συγκλονιστική είναι η διαπίστωση του Ελιάντ ως προς την περιγραφή εκείνων των δοξασιών που προκάλεσαν σε τόσα διαφορετικά πεδία επί μέρους παραδόσεις, ανάλογες και αντίστοιχες των διαφορετικών λαών με τους διαφορετικούς τους πολιτισμούς και τα διαφορετικά γεωγραφικά και κλιματικά δεδομένα. Στα δικά μας πρόκειται για κοσμολογίες των κατά τόπους Ελλήνων και για πρώτη φορά εκφράζονται σε γραπτή μορφή στη Θεογονία του Ησιόδου και στις επιστημονικές προσεγγίσεις (οι οποίες ωστόσο δεν απομακρύνονται ποτέ πολύ από τη θεολογική φιλοσοφία) των προ-Σωκρατικών φιλοσόφων της Ιωνίας, των λεγόμενων Φυσικών Φιλοσόφων της Σικελίας, της Μικρασίας και της Θράκης.
Οι Φυσικές Εορτές των Ελλήνων είχαν ως κύριο στόχο τους την εκλογίκευση της συμπεριφοράς της Φύσης και της λαϊκής εξήγησής τους στους απλούς ανθρώπους. Αυτές συνοδεύονταν από δρώμενα, χορούς, τραγούδια χαμένα πλέον σε εμάς και καθιστούσαν τα πλήθη κοινωνούς μιας δυναμικής και απόλυτα εξηγήσιμης διαδικασίας επανάληψης. Διδασκόταν ως η επανάληψη της αιώνιας επιστροφής, παρακολουθώντας, εξηγώντας και διδάσκοντας με πρακτικό τρόπο αυτή τη διαδικασία από την οποία δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα. Ετσι, οι Φυσικές Εορτές δίδαξαν την πεποίθηση για την Αθανασία της Φύσης και ό, τι την αποτελεί, με επίκεντρο τον Ανθρωπο. Μαζί με τον Ανθρωπο όμως οι Φυσικές Εορτές των αρχαίων Ελλήνων Ορφιστών και Πυθαγορικών μελετούσαν και άλλα φαινόμενα μέσα στο περιβάλλον των οποίων ο Ανθρωπος διάγει: τον Χρόνο, τον Τόπο σε συνάρτηση με τον Χρόνο, τη διαδικασία της Μεταμόρφωσης και Μεταστοιχείωσης. Ο Χρόνος ως έτος και ως ευρύτερο φαινόμενο σημαίνει τις ενιαύσιες φάσεις των εποχών, σημαίνει και τη διαδοχή των μεγαλύτερων εποχών, των άπειρων πολλαπλάσιων των εποχών που μετρούν και αποτυπώνουν την δίχως τέλος και περαίωση διακύλιση του Απειρου. Ετσι, μέσα από εκείνες τις εορτές γεννιέται ο Φιλοσοφικός Ανθρωπος, ο Ανθρωπος Στοχαστής, ο Επιστήμων Ανθρωπος, ο Θεολογικός Ανθρωπος, ο Αιώνιος Ανθρωπος οι διαστάσεις των οποίων γεννούν με τη σειρά τους την πολυδιάστατη έρευνα του Σύμπαντος Κόσμου.
Η μελέτη του Χρόνου και των διαστάσεών του στις ημέρες μας έχει οδηγήσει στο συμπέρασμα του πολλαπλού Χρόνου, του πολυδιάστατου Χρόνου, του Αέναου και του πεπερασμένου Χρόνου δίνοντας εκδοχές σε φαινόμενα και σε διαστάσεις έξω από τον ίδιο τον Χρόνο. Από τις προϊστορικές τελετουργίες του μέσου του Χειμώνα, τις παρατηρήσεις όλο δέος και φόβο των ηλιοστασίων και των ισημεριών, τον καθησυχασμό των ελληνικών Φυσικών Εορτών έως τα πειράματα του CERN, τη θεωρία των Χορδών και τα πιο πρόσφατα αποτελέσματα της Κβαντομηχανικής η Ανθρωπότητα βιώνει διαρκώς την υπόστασή της ως σηματοδότηση και αρχή νέων παρατηρήσεων και φιλοσοφιών. Η Νέα Εποχή είναι εφάμιλλη της Αρχαίας Εποχής στις επιθυμίες στοχαστικής, κοσμολογικής και εργαστηριακής έρευνας. Μέσα από αυτές τις παρατηρήσεις και τις έρευνες επαληθεύονται οι αρχαίοι στους σύγχρονους, οι θεολόγοι στους μαθηματικούς, οι Ορφικοί στους Μυστικούς Θεολόγους και τέλος ο Χρόνος στην Αχρονη εκδοχή του.
Ερχεται το τέλος και αυτού του έτους σε λίγες εβδομάδες και το στερέωμα μάς ανακοινώνει για μια ακόμα φορά τις περιοδικές του και καθόλου εφήμερες διαθέσεις του. Στην καρδιά του χειμώνα, με το παγωμένο έδαφος που εγκυμονεί καρπούς που θα βλαστήσουν, επιστρέφει η παγκόσμια ελπίδα για τη διατήρηση των εποχών, του φυσικού κλίματος και της επιστροφής στη ζωή από έναν θάνατο που δεν ισχύει.
* Δρ Σταύρος Οικονομίδης Adjunct Professor of Greek Archaeology
Arcadia University, Glenside, USA, διευθυντής της Ελληνοαλβανικής Αρχαιολογικής Αποστολής στις Πρέσπες
[email protected]