ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Επί ώρες, ο Τζον Α. Περνόριο (John A. Pernorio) πατούσε επανειλημμένα το κουμπί κλήσης στο κρεβάτι του στο γηροκομείο Heritage Hills στο Ρόουντ Αϊλαντ. Συνταξιούχος οδηγός φορτηγού, είχε τραυματίσει τη σπονδυλική του στήλη σε μια πτώση στη δουλειά του δεκαετίες νωρίτερα και δεν μπορούσε πλέον να περπατήσει.
Μέχρι να ανταποκριθεί τελικά ένας βοηθός, ήταν ξαπλωμένος με λερωμένα εσώρουχα για ώρες, είπε. Αυτό συνέβαινε ξανά και ξανά.
Η μεγάλη έλλειψη νοσηλευτών και βοηθών στους σχεδόν 15.000 οίκους ευγηρίας της χώρας είναι η αιτία πολλών από τις πιο δυσμενείς ανεπάρκειες στη φροντίδα των 1,2 εκατομμυρίων Αμερικανών που ζουν σε αυτούς, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τους πιο ευάλωτους ηλικιωμένους της χώρας.
Εμφανίζουν πυορροούσες πληγές στο κρεβάτι επειδή δεν τους γυρίζουν. Ξαπλώνουν μέσα σε περιττώματα επειδή κανείς δεν έρχεται να τους φροντίσει. Εχουν καταστροφικές πτώσεις επειδή κανείς δεν τους βοηθάει να μετακινηθούν.
Η Καλιφόρνια, η Φλόριδα, η Μασαχουσέτη, η Νέα Υόρκη και το Ρόουντ Αϊλαντ προσπάθησαν να βελτιώσουν την ποιότητα των γηροκομείων επιβάλλοντας τις υψηλότερες ελάχιστες ώρες φροντίδας ανά κάτοικο μεταξύ των πολιτειών. Αλλά η εξέταση των αρχείων σε αυτές τις πολιτείες αποκάλυψε ότι η θέσπιση ενός νόμου δεν αποτελεί εγγύηση για καλύτερη στελέχωση. Αντιθέτως, πολλά γηροκομεία λειτουργούσαν με λιγότερους εργαζόμενους από τους απαιτούμενους, συχνά με την άδεια των ρυθμιστικών αρχών ή χωρίς καμία συνέπεια.
«Ο καθορισμός ενός αριθμού δεν σημαίνει τίποτα, αν δεν πρόκειται να τον εφαρμόσετε», δήλωσε ο Μαρκ Μίλερ (Mark Miller), πρώην πρόεδρος της Εθνικής Οργάνωσης Διαμεσολαβητών Μακροχρόνιας Φροντίδας, δικηγόρων σε κάθε πολιτεία που βοηθούν τους κατοίκους να επιλύσουν προβλήματα στα γηροκομεία τους. «Ποιο είναι το νόημα;».
Τώρα η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να εγγυηθεί την επαρκή στελέχωση με τον ίδιο τρόπο που οι πολιτείες προσπαθούν, ανεπιτυχώς, εδώ και χρόνια: με αυστηρότερα στάνταρ.
Οι σοβαρές παραβιάσεις στον τομέα της υγείας έχουν γίνει πιο εκτεταμένες από τότε που ο Covid-19 σάρωσε τα γηροκομεία, σκοτώνοντας περισσότερους από 170.000 ενοίκους και οδηγώντας τους υπαλλήλους στην έξοδο.
Οι αμοιβές παραμένουν πολύ χαμηλές -οι βοηθοί νοσηλευτών κερδίζουν 19 δολάρια την ώρα κατά μέσο όρο- και τα γηροκομεία συχνά χάνουν τους εργαζόμενους από καταστήματα λιανικής πώλησης και εστιατόρια fast-food που πληρώνουν το ίδιο καλά ή καλύτερα και προσφέρουν θέσεις εργασίας που είναι πολύ λιγότερο εξαντλητικές.
Ακόμα και οι πιο παθιασμένοι νοσηλευτές και βοηθοί εξαντλούνται σε οίκους με ανεπαρκές προσωπικό, επειδή είναι πολύ πιεσμένοι για να παρέχουν την ποιοτική φροντίδα που πιστεύουν ότι αξίζουν οι ένοικοι. «Ήταν αδύνατο», δήλωσε η Σίρλεϊ Λόμπα (Shirley Lomba), βοηθός φαρμακευτικής αγωγής από το Πρόβιντενς του Ροντ Αϊλαντ. Αφησε τη δουλειά της σε γηροκομείο που αμειβόταν με 18,50 δολάρια την ώρα για μια δουλειά σε κέντρο υποστηριζόμενης διαβίωσης που αμειβόταν 4 δολάρια την ώρα περισσότερο και αφορούσε ηλικιωμένους με λιγότερες ανάγκες.
Ο ως επί το πλείστον κερδοσκοπικός κλάδος των γηροκομείων υποστηρίζει ότι τα προβλήματα στελέχωσης οφείλονται στα χαμηλά ποσοστά αποζημίωσης από το Medicaid. Ωστόσο, όλο και περισσότερες έρευνες και δικαστικές αποδείξεις δείχνουν ότι οι ιδιοκτήτες και οι επενδυτές συχνά αποκομίζουν μεγάλα κέρδη που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη φροντίδα.
Οι επαγγελματικές ομάδες των γηροκομείων έχουν διαμαρτυρηθεί για τα αυστηρότερα πολιτειακά στάνταρ και έχουν ασκήσει αγωγή για να εμποδίσουν τα νέα ομοσπονδιακά πρότυπα, τα οποία, όπως λένε, είναι ανεφάρμοστα, δεδομένου ότι τα γηροκομεία έχουν ήδη πολλά προβλήματα με την κάλυψη θέσεων εργασίας.
Πηγή: «The New York Times»