ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Ως μια όμορφη εμπειρία χαρακτήρισε την επαφή με τους Ελληνες της Αμερικής η δημοφιλής ηθοποιός, Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία βρέθηκε στη Νέα Υόρκη για τις εκδηλώσεις του 14ου Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Νέας Υόρκης.
Μιλώντας στον «Εθνικό Κήρυκα» η κ. Πρωτόπαππα, η οποία επισκέφθηκε την αμερικανική μεγαλούπολη για πρώτη φορά μετά από περίπου δυόμιση δεκαετίες, εξέφρασε το ενδιαφέρον της για τις πολιτιστικές ανάγκες της ελληνοαμερικανικής κοινότητας, εν μέσω μιας διαρκώς εκφραζόμενης ανησυχίας από τις νεότερες γενιές πως η ελληνική γλώσσα και η πολιτισμική σύνδεση με τη γενέτειρα φθίνει, αποτελώντας σημείο των καιρών.
«Η αλήθεια είναι ότι είχα σκεφτεί την παρουσία μου εδώ. Βέβαια, για να είμαι ειλικρινής, δεν το σκεφτόμουν ότι θα γίνει μέσω της ταινίας ή του ‘Σασμού’, όπου είχε την ιδέα η αγαπητή μου Μαρία Τζομπανάκη να μας καλέσει εδώ. Από την πλευρά μου, είχα περιέργεια να γνωρίσω τους Ελληνες που ζουν εδώ, να δω πώς είναι. Το καλοκαίρι που μας πέρασε, συνάντησα στην Ελλάδα κόσμο από τον Καναδά αλλά και από τη Νέα Υόρκη. Τα αισθήματά τους ήταν κάτι πολύ συγκινητικό. Η τηλεόραση έχει άλλη αξία και σύνδεση. Λαμβάνει άλλη διάσταση αυτό που κάνουμε. Αυτό μας συγκινεί περισσότερο. Εχω οραματιστεί ότι θα συναντήσω κάποιους από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν μπορώ να πω ότι έχω καταλάβει τις πραγματικές ανάγκες αυτής της κοινότητας, με δεδομένο ότι οι άνθρωποι δουλεύουν πάρα πολύ σκληρά και, όπως μου μεταφέρθηκε από τους νεότερους, το ελληνικό στοιχείο φθίνει, όσον αφορά στον πολιτισμό και τη γλώσσα. Αυτό ίσως να θέλει μια βοήθεια. Θα ήθελα λοιπόν να καταλάβω τις ανάγκες τους, τι ‘τροφή’ χρειάζονται – κυρίως σε σχέση με το θέατρο», τόνισε χαρακτηριστικά.
Η Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία επί τρία χρόνια έμπαινε καθημερινά στα σπίτια των τηλεθεατών ως «Μαρίνα» της σειράς «Σασμός», απέσπασε τις καλύτερες κριτικές με την ερμηνεία της στην ταινία «Η Φόνισσα», που μετέφερε στη μεγάλη οθόνη ένα από τα πιο συγκλονιστικά δημιουργήματα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, ενσαρκώνοντας την μάνα της Φραγκογιαννούς, που υποδύεται η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη.
«Ο ρόλος αυτής ήταν το στοιχειό της ίδιας της Χαδούλας. Είναι αυτό που κουβαλάει από την μάνα της. Η σχέση, η έλλειψη αγάπης, η επίκριση, η συνέχιση, διότι από αυτήν την γυναίκα έλαβε τον ρόλο της μαίας στο χωριό -και της ‘φόνισσας’- αφού αυτό το πράγμα πήγαινε από μάνα σε κόρη. Προφανώς δεν ήταν εύκολο να το αναλάβει κανείς. Αλλά ήταν κάτι που χρειαζόταν η κοινωνία για διάφορους λόγους, κυρίως νομικούς και κοινωνιολογικούς. Ο Παπαδιαμάντης μας βάζει να αναλογιστούμε εάν τελικά φταίει το πρόσωπο -ο αποδιοπομπαίος τράγος- ενώ στην ουσία φταίει το σύστημα, το οποίο στηρίζουμε όλοι οι υπόλοιποι. Οι κοινωνίες ζητάνε μια πράξη αλλά σκοτώνουν αυτόν που αναλαμβάνει. Αυτός που επωμίζεται, είναι το εξιλαστήριο θύμα -και θύτης- ταυτόχρονα», δηλώνει στη συνέχεια, ενώ, όσον αφορά στην πορεία της ταινίας σε Ελλάδα και εξωτερικό, στάθηκε στα βαθιά κοινωνικά προβλήματα τα οποία πραγματεύεται.
«Η ταινία έχει πάρει τον δρόμο της, έχει ταξιδέψει στην Ελλάδα και το εξωτερικό, κάνει τη διαδρομή και συνομιλεί με τον κόσμο για τα ανθρώπινα θέματα που πραγματεύεται. Δεν είναι μόνο γυναικείο το θέμα που θίγει, αλλά πανανθρώπινο. Ολους μας αφορά. Βλέπουμε στην κοινωνία -και πάνω μας- τα ανεξίτηλα αυτά τραύματα που έχουν μεταφερθεί γενεαλογικά. Εχει μια σημασία να τα κουβεντιάσουμε. Η Τέχνη δίνει αυτά τα εναύσματα. Τώρα πια οι άνθρωποι διαβάζουν λιγότερο, αλλά βλέπουν πιο πολύ. Ας είναι το σινεμά να επιτελεί αυτό το έργο», καταλήγει η κ. Πρωτόπαππα.