x
 

Συνεργάτες

Η Προκυμαία της Σμύρνης: Η ιστορία ενός συμβόλου

24 Σεπτεμβρίου 2022
Του Αχιλλέα Χατζηκωνσταντίνου*

Οταν το 1865, σαράντα τέσσερις από τους σημαντικότερους εμπόρους της Σμύρνης, -Έλληνες, Αρμένιοι και Λεβαντίνοι, δηλαδή Ευρωπαίοι της Ανατολής-, έστειλαν επιστολή στον Βαλή (σσ.: τοπικό διοικητή) με την οποία ζητούσαν την κατασκευή νέας αποβάθρας, η πολυεθνική πόλη είχε πληθυσμό 185.000 κατοίκων(Slaars, 1868), όπου πλειοψηφούσε το Ελληνικό στοιχείο και φιλοξενούσε τα προξενεία 17 Δυτικών χωρών με αυξημένες αρμοδιότητες και έναν χρόνο πριν είχε γίνει πρωτεύουσα του βιλαετίου του Αϊδινίου. Παρουσίαζε όμως το εξής παράδοξο: η σημαντικότερη εμπορική θαλάσσια πύλη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, για περισσότερο από έναν αιώνα δεν διέθετε λιμάνι. Έτσι, τα μεγάλα ξύλινα ιστιοφόρα και τα σύγχρονα για την εποχή τους σιδερένια ατμόπλοια ήταν αναγκασμένα να παραμένουν αρόδο, στο μεγάλο προστατευμένο κόλπο της Σμύρνης, όπου την φορτοεκφόρτωσή τους είχαν αναλάβει οι λεμβούχοι, ένα από τα ισχυρότερα σινάφια της πόλης. Το πρόβλημα μεγάλωνε ακόμα περισσότερο, καθώς το έργο της γραμμής Σμύρνης – Αΐδινίου, του πρώτου σιδηρόδρομου της Ανατολής, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, με αποτέλεσμα το σιδερένιο καραβάνι που αντικατέστησε -ως ένα βαθμό- τα παραδοσιακά με τις καμήλες, να μεταφέρει πολλαπλάσια από πριν προϊόντα. Στην πόλη κατέφθαναν κάθε χρόνο εν μέσω πανηγυρισμών τόνοι αποξηραμένων φρούτων (σύκα, σταφίδες), καπνά, το βαμβάκι και οι υπόλοιποι «χρυσοί» καρποί των εύφορων κοιλάδων της Δυτικής Μικράς Ασίας, όπως του Μαιάνδρου και του Έρμου, αυτά δηλαδή που καθιέρωσαν τη Σμύρνη ως το μεγαλύτερο διαμετακομιστικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου με περισσότερα από 180 χάνια και δεκάδες αποθήκες. Στη συνέχεια, εκεί και μέσα, σε ελάχιστο χρόνο έπρεπε να υποστούν την απαιτούμενη επεξεργασία, προτού συσκευασθούν για να ταξιδέψουν δυτικά, φθάνοντας ακόμα και μέχρι την Αμερική. Η κλίμακα της οικονομίας είχε εκτοξευθεί, η ζήτηση επίσης, αλλά οι αντίστοιχες υποδομές της πόλης, με εξαίρεση το εργοστάσιο φωταερίου που ιδρύθηκε το 1862, ήταν καθηλωμένες στην προβιομηχανική εποχή.

Λέσχη των Κυνηγών. Club des chasseurs. 1920

Όμως το μέλλον για τη Σμύρνη που οραματίζονταν οι 44 μεγαλέμποροι δεν αφορούσε απλώς στην αύξηση της κερδοφορίας των οίκων τους, αλλά ταυτόχρονα και στη δημιουργία μίας σύγχρονης πόλης, εφάμιλλης των μεγάλων ευρωπαϊκών λιμανιών της δυτικής Μεσογείου, όπως της Μασσαλίας, της Γένοβας και της Τεργέστης, με τα οποία υπήρχε τακτική ακτοπλοϊκή σύνδεση. Παράλληλα με την άνθηση του εμπορίου, τον επόμενο μισό περίπου αιώνα την πόλη θα στόλιζαν σύγχρονα κέντρα ψυχαγωγίας, μπάνια, κινηματοθέατρα, πολυτελείς λέσχες, μοντέρνα εκπαιδευτήρια, νοσοκομεία και υδροθεραπευτήρια, μεγάλοι τερματικοί σιδηροδρομικοί σταθμοί, ατμοκίνητα εργοστάσια, γήπεδα ποδηλασίας και ποδοσφαίρου, ιππόδρομος, ένα φαρδύ βουλεβάρτο με ιππήλατο τραμ και μαγευτική θέα, καθώς επίσης εμπορικά καταστήματα με ό,τι το τελειότερο και νεωτερικό είχε να προσφέρει σε νοικοκυριό και μόδα ο δυτικός πολιτισμός.

Ο τρόπος που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ένα τόσο μεγαλεπήβολο έργο ήταν λίγο έως πολύ ο ίδιος τότε και σήμερα: ένας ή περισσότεροι κεφαλαιούχοι έπαιρναν από την Υψηλή Πύλη την παραχώρηση του προνομίου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 30 έτη), ίδρυαν μια ανώνυμη εταιρεία μετόχων και εφάρμοζαν το μοντέλο BOT (Build-Operate-Transfer). Έτσι το Κράτος εξασφάλιζε ένα ποσοστό επί των κερδών χωρίς να δαπανήσει δεκάρα. Ποιος όμως ήταν σε θέση να αναλάβει την κατασκευή προκυμαίας στη Σμύρνη; Η απάντηση βρισκόταν 600 ναυτικά μίλια νοτιότερα, στην έξοδο του καναλιού του Σουέζ. Οι Αδερφοί Dussaud, υπεργολάβοι του Φερδινάνδου Λεσσέψ είχαν ήδη και τα κεφάλαια και την τεχνογνωσία να κατασκευάζουν εκτεταμένους λιμενοβραχίονες, με τη χρήση μάλιστα οπλισμένου σκυροδέματος, τεχνική πολύ πρωτοποριακή για την εποχή. Το 1869, χρονιά που εγκαινιαζόταν με κάθε επισημότητα η Διώρυγα του Σουέζ, ξεκινούσε από τη Société des Quais de Smyrn των Dussaud η επιχωμάτωση της ακτογραμμής της Σμύρνης. Πρώτα οι Dussaud και μετά οι διάδοχοί τους οι Guiffray θα γίνουν τα αφεντικά της προκυμαίας και οι ισχυρότεροι άνδρες της πόλης. Η πρώτη φάση του έργου θα διαρκούσε έξι χρόνια και άλλα πέντε η δεύτερη. Οι αντιδράσεις πολλές, καθώς, όχι μόνο προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου αναστάτωση στη ζωή της πόλης αλλά επανακαθόρισε, ή καλύτερα εξορθολόγησε, τον τρόπο διεξαγωγής του διά θαλάσσης εμπορίου. Όλοι όσοι έως τότε, διακινούσαν εμπορεύματα από τις ιδιωτικές σκάλες με τις οποίες ήταν διάστικτη η ακτογραμμή, προστατευμένοι από το καθεστώς των διομολογήσεων, έπρεπε τώρα να το κάνουν μέσω του επίσημου Τελωνείου στο νέο λιμάνι, καταβάλλοντας τους αντίστοιχους δασμούς. Επιπλέον, η δυνατότητα πρυμνοδέτησης των πλοίων σήμαινε την απώλεια για τους λεμβούχους μεγάλου μέρους του εισοδήματός τους. Οι λύσεις που δόθηκαν ήταν προϊόν σκληρών διαπραγματεύσεων και περιλάμβαναν μέτρα όπως περίοδο χάριτος, μειώσεις ποσοστών κέρδους κ.ά. Όχι τυχαία, ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση των έργων, το 1875, συντάχθηκε και το παλαιότερο γνωστό «Ημερολόγιο και Οδηγός της Σμύρνης του βισέκτου (sic) έτους 1876», ο πρώτος Εμπορικός Οδηγός, ο οποίος στις 72 σελίδες του καταγράφει ανάμεσα σε άλλα και τις τότε επιχειρήσεις και επαγγελματίες της πόλης.

Όμως αυτή ήταν η μία μόνο όψη του νομίσματος. Η άλλη, αφορούσε στη δημιουργία μιας λωρίδας νέας γης, μήκους 3,5 χιλιομέτρων, που ξεκινούσε από το ΣΣ Αϊδινίου στην Πούντα και έφτανε μέχρι τους Στρατώνες. Περισσότερα από 50 ήταν τα νέα τετράγωνα που δόθηκαν προς οικοδόμηση, και δύο οι νέοι οδικοί άξονες με κατεύθυνση Βορράς – Νότος που τα όριζαν: στο εσωτερικό η Παράλληλος και μπροστά, εφαπτόμενο με τη θάλασσα το θρυλικό «Και». Αυτά αποτυπώθηκαν στον νέο επίσημο τοπογραφικό χάρτη της πόλης που συνέταξε το 1875 ο Lamec Saad.

Καφέ Υεμένη & Ατμοπλοΐα Πανταλέοντος. Cafe Yemen & Pantaleon Steamship Co. 1900

Από το 1875 έως το 1922, η εξέλιξη της προκυμαίας της Σμύρνης υπήρξε αλματώδης και η όψη της άλλαξε, κρύβοντας το παλιό οθωμανικό της πρόσωπο και συμβολίζοντας την πρόοδο και την ευμάρεια των κατοίκων της. Ο καθορισμός σαφώς ορισμένων χρήσεων γης φαίνεται ότι δεν ακολούθησε κάποιο σχέδιο των τοπικών Αρχών, αλλά συνέχισε την υφιστάμενη κατάσταση και την εξέλιξη των πραγμάτων με βάση τη λογική της γειτνίασης. Έτσι, στο βορρά διαμορφώθηκε ένα αμιγώς οικιστικό τμήμα, που πολύ γρήγορα καλύφθηκε από κατοικίες που συνδύαζαν χαρακτηριστικά του εκλεκτικισμού και της παράδοσης (κλειστό μπαλκόνι) σχεδόν πανομοιότυπες μεταξύ τους. Το λεγόμενο «Σμυρναίικο» ή «Χιώτικο» σπίτι ήταν μια κατασκευή μικρού σχετικά πλάτους (8-12 μέτρα) και πολλαπλάσιου βάθους, ανάλογα με το σχήμα του οικοπέδου, προορισμένη να στεγάσει οικογένειες της μεσαίας και ανώτερης τάξης μαζί με το προσωπικό τους. Κάποιες αξιοποιήθηκαν και ως προξενικές κατοικίες, τίτλος που συνήθως απένειμαν τα ξένα κράτη σε υπηκόους τους που ήταν παράλληλα εξέχοντα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Μια απογευματινή βόλτα πεζή ή με το τραμ, ήταν για τους κατοίκους αγαπημένη ενασχόληση και ευκαιρία να θαυμάσουν το νέο πρόσωπο της πόλης τους.

Στη συνέχεια, ακολουθούσε προς νότο το κοσμικό τμήμα του «Και», δηλαδή της ψυχαγωγίας, ένα μικρό «Broadway» όπου σε μόλις 530 μέτρα συναντούσε κανείς κινηματογράφους όπως το «Paris» και το «Pathé», θέατρα με σημαντικότερο το «Θέατρον Σμύρνης», λέσχες κυριών (gentlemen’s) όπως το Sporting Club, καφεζυθοπωλεία και πολυτελή ξενοδοχεία. Εδώ ήταν η Σμύρνη της διασκέδασης, εκείνη που ήξερε να ξοδεύει αφειδώς τον πλούτο της στις απολαύσεις της ζωής. Οι μεγάλες κυρίες του θεάτρου όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη και η Κυβέλη, ξεσήκωναν τα πλήθη που συνέρρεαν στις πολυάριθμες θερινές και χειμερινές σκηνές για να τις δουν, όπως και οι ευρωπαϊκοί θίασοι, οι οποίοι συμπεριλάμβαναν σταθερά τη Σμύρνη στις περιοδείες τους. Αλλά και οι brasserie ξεχώριζαν, καθώς εκτός από την αυθεντική βιεννέζικη ή τοπική μπύρα που μπορούσε κανείς να απολαύσει, διέθεταν συχνά διπλές ορχήστρες σπουδαίων καλλιτεχνών: μία Ευρωπαΐκή και μία παραδοσιακής ή ανατολίτικης μουσικής, όπως η περίφημη εστουδιαντίνα Πολιτάκια. Η δε τριάδα των κοσμικών ξενοδοχείων, το «Hotel de La Ville», το «Κραίμερ» και το «Huck», παρείχε στους επισκέπτες ανέσεις και πολυτέλεια πολλών αστέρων, που δημιούργησαν μετέπειτα αστικούς μύθους. Αυτή ακριβώς η εικόνα του «Και», αποδείχτηκε εντελώς ασύμβατη με τον «καρβουνιάρη» που αρχικώς προβλέπετο να καταλήγει λίγο πιο κάτω κινούμενος στις ίδιες ράγες με το τραμ, στο Τελωνείο, με αποτέλεσμα πολύ νωρίς ο παραλιακός κλάδος του τρένου να καταργηθεί και ο σταθμός του να παραχωρηθεί στην εταιρεία Smyrna Fig Packers Ltd, δηλαδή στο συνδικάτο συσκευασίας των αποξηραμένων σύκων. Τώρα πια το 18 μέτρων πλάτους παραλιακό βουλεβάρτο θα γινόταν ο αγαπημένος δημόσιος χώρος της Σμύρνης, το επίκεντρο εορτασμών και υποδοχής ξένων προσωπικοτήτων και εστεμμένων, ακόμα και «πεδίο μάχης» για τα πληρώματα αντίπαλων κρατών με παλιές μεταξύ τους έχθρες. Μια τέτοια μάλιστα αψιμαχία ανάμεσα σε Γάλλους και Γερμανούς ναύτες εξελίχθηκε σε πραγματική σύρραξη που άφησε πίσω της κατεστραμμένα δύο από τα γνωστότερα καφενεία της προκυμαίας, το «Απόλλων» και το «Ερμής».

Καραβάνι στο λιμάνι. Camel caravan in port. 1900

Η επόμενη και τελευταία ζώνη περιλάμβανε το κλειστό λιμάνι με τους λιμενοβραχίονές του, το Πασαπόρτι (Σταθμός Επιβατών) και το Τελωνείο, και ακριβώς δίπλα του το ανοιχτό. Εδώ η εικόνα της Προκυμαίας χαρακτηριζόταν από τα δεκάδες λαΐκά ξενοδοχεία με τα καφενεία στο ισόγειο, τα γραφεία των ναυτιλιακών, ασφαλιστικών και λοιπών εταιρειών, τις τράπεζες, τις αποθήκες και τα κτήρια των δημόσιων αρχών, όπως του Μονοπωλίου των Καπνών (Regie), του Εμπορικού Επιμελητηρίου, του Χρηματιστηρίου και βέβαια του Διοικητηρίου ή Κονάκι όπως ονομαζόταν. Από το Μάιο έως τον Οκτώβριο με αποκορύφωση τους θερινούς μήνες, για να διασχίσει κανείς το στρωμένο με πλάκες του Βεζούβιου οδόστρωμα της προκυμαίας, έπρεπε να περάσει μέσα από ένα πολύβουο πλήθος εργατών, χαμάληδων, ταξιδιωτών, αμαξάδων, καραβανιών, ακόμα και κοπαδιών με πρόβατα, ή να δρασκελίσει ανάμεσα από τραπεζάκια καφενείων και σωρούς από σακιά κάθε λογής εμπορευμάτων προς φορτοεκφόρτωση. Οι ελληνικές ή δίγλωσσες (ελληνικά και γαλλικά) επιγραφές σε κάθε βήμα, σου έδιναν την εντύπωση ότι βρίσκεσαι σε ένα ελληνικό λιμάνι. Για παράδειγμα, όλα σχεδόν τα ξενοδοχεία τα οποία είχαν Έλληνες ιδιοκτήτες, έφεραν ονόματα όπως «Λονδίνον», «Αίγυπτος», «Ήπειρος», «Αλεξάνδρεια», «Λέσβος και Κυδωνιαί», «Λαβύριθος», «Ιωάννινα» κ.ά. Ίδια ήταν η εικόνα και στα δεκάδες παραταγμένα στη σειρά με τις ανοιχτές τέντες τους καφενεία, που συχνά αποτελούσαν μια μοναδική έκθεση γεωγραφίας της Ελλάδας: «Κρήνη και Χίος», «Σάμος», «Ρόδος», «Βουρλά». Από εδώ, θα έπαιρνε κάποιος και το καραβάκι της «Χαμιντιέ» για το Κορδελιό, το Καρατάσι ή τις άλλες βαπορόσκαλες των προαστίων εντός του κόλπου της Σμύρνης, ένα μέσο που ακόμα και σήμερα παραμένει δημοφιλές στην πόλη, αφού όμως προηγουμένως είχε απολαύσει ένα ζεστό κατημέρι με φύλλο κρούστας από τον απέναντι φούρνο του «Ζάκκα» και έναν καφέ στη διπλανή «Μόκκα», του Κωστή Χατζημάρκου.

Η χρυσή εποχή για τη Σμύρνη, η «Belle Époque», έδυσε με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου, το τέλος του οποίου ήρθε με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων και την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου ανάμεσα στην Αντάντ και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις 31 Οκτωβρίου 1918. Αυτή, σήμανε την αλλαγή φρουράς τόσο για τη Διοίκηση όσο και για ορισμένες επιχειρήσεις του «Και» που είτε είχαν ιδιοκτήτες υπηκόους των ηττημένων χωρών είτε απέκτησαν επίκαιρα ονόματα. Τρανταχτό παράδειγμα οι Διάδοχοι του Γιόνας Κραίμερ που κατείχαν το ομώνυμο ξενοδοχείο, το οποίο πέρασε στα χέρια του Βόσνιου μουσουλμάνου Ναΐμ Μπέη και ονομάστηκε «Σπλέντιντ Παλάς», του καφεζυθοπωλείου «Γκρατς» που μετονομάστηκε σε «Ουίλσων» προς τιμήν του Αμερικανού προέδρου.

Αναμφισβήτητα ωστόσο, η λαμπρότερη στιγμή στην νεότερη ιστορία της Σμύρνης ήταν η απόβαση του Ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος, στις 15 Μαΐου του 1919. Η προκυμαία, βρέθηκε στο επίκεντρο των γεγονότων εκείνης της ημέρας, που ξεκίνησε με μια λαμπρή τελετή, παρόντος του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου Καλαφάτη. Τα κτήρια, δημόσια και ιδιωτικά, ήταν καταστόλιστα με σημαίες και λάβαρα, ενώ σύσσωμος ο ελληνικός πληθυσμός της πόλης βρισκόταν συγκεντρωμένος εκεί για να υποδεχτεί ζητωκραυγάζοντας τους ελευθερωτές του που παρήλαυναν. Η εξέλιξη των γεγονότων όμως, με τις αψιμαχίες που ακολούθησαν και τους νεκρούς, κατέδειξαν ότι για τον Ελληνικό Στρατό η εκστρατεία που μόλις ξεκινούσε δεν θα ήταν ένας περίπατος και πως ούτε το τουρκικό στοιχείο ούτε όλοι οι Δυτικοί σύμμαχοι, οι Ιταλοί συγκεκριμένα, σκόπευαν να αποδεχτούν την νέα πραγματικότητα.

Η οικία Keun – Γενικό Προξενείο Ρουμανίας, 1910

Τους σαράντα σχεδόν μήνες που διήρκεσε η παρουσία της Ελληνικής Κατοχής και Διοίκησης, πολλά ήταν αυτά που άλλαξαν στη Σμύρνη αλλά και στην προκυμαία ειδικότερα. Ορισμένα από τα ωραιότερα ιδιωτικά μέγαρα παραχωρήθηκαν ως κατοικίες στους Έλληνες αρχιστρατήγους και στον Ύπατο Αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη. Κάποια άλλα στέγασαν υπηρεσίες της Αρμοστείας και του στρατού, όπως για παράδειγμα η οικία Μισθού όπου εγκαταστάθηκαν οι Οικονομικές υπηρεσίες και η Λέσχη των Κυνηγών που μετατράπηκε σε Σπίτι του Στρατιώτου. Μοναδικό στο είδος του παράδειγμα εγκατάστασης Ελληνικού ιδρύματος αποτελεί και η ίδρυση υποκαταστήματος της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, υπό τον Αλέξανδρο Κορυζή, το οποίο μαζί με το αντίστοιχο της Εθνικής Ασφαλιστικής στεγάστηκε στο εκ βάθρων ανακαινισμένο κτήριο του Χρηματιστηρίου ή της Μπόρσας, όπως ονομαζόταν στα σμυρναίικα. Η παρουσία Ελληνικών Αρχών έδωσε στους Έλληνες της Σμύρνης τη δυνατότητα να διατρανώσουν το εθνικό τους φρόνημα, κάτι που αντανακλάται και στις επωνυμίες των επιχειρήσεων. Ονόματα όπως «Ναύαρχος Κουντουριώτης», «Ελ. Βενιζέλος», «Πανελλήνιον», «2α Μαΐου» (σσ: η ημερομηνία της απόβασης με το παλαιό ημερολόγιο) κοσμούσαν πλέον τις προσόψεις καφενείων και ξενοδοχείων. Την εικόνα συμπλήρωναν εντυπωσιακές κινήσεις εξαγοράς ιδιοκτησιών από μεριάς Ελλήνων κροίσων, όπως του γαλλικών συμφερόντων Sporting Club από τον Πρόδρομο Μποδοσάκη Αθανασιάδη, με το ιλιγγιώδες για την εποχή ποσό των δυόμισι εκατομμυρίων φράγκων. Την ίδια περίοδο παρατηρείται και το φαινόμενο ορισμένοι επιχειρηματίες να κυριαρχούν στο χώρο της ψυχαγωγίας, της εστίασης και των ξενοδοχείων, ανακάμπτοντας μετά από μία πενταετία ανέχειας και εις βάρους των διακρίσεων από τις οθωμανικές Αρχές. Για παράδειγμα, οι Δημόπουλοι κατέχουν τα ονομαστά εξοχικά κέντρα «Λούνα Παρκ» και «Κόρσο» στην Πούντα καθώς επίσης το «Paris», και ο Βάρδαλης μαζί με τον Ποτήρη αλυσίδα ξενοδοχείων και εστιατόριο στο λιμάνι με την επωνυμία «Πατρίς».

Η αυγή του Σαββάτου της 9ης Σεπτεμβρίου του 1922, βρήκε τους κατοίκους της Σμύρνης φοβισμένους, κλεισμένους στα σπίτια τους, και τους χιλιάδες πρόσφυγες που ακολούθησαν την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού μετά την κατάρρευση του μετώπου στις 30 Αυγούστου να έχουν συρρεύσει σε αυτήν μαζί με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν από το βιος τους. Η προκυμαία είχε αρχίσει να ξεχειλίζει κόσμο με μπόγους και οικοσκευές, ενώ στα κτήρια κυμάτιζαν σημαίες μεγάλων δυτικών χωρών, που οι ιδιοκτήτες τους προσπαθούσαν να τα θέσουν υπό την προστασία τους. Οι Ελληνικές Αρχές είχαν εγκαταλείψει την πόλη το απόγευμα της προηγουμένης, με τον Στεργιάδη να φεύγει εν μέσω προπηλακισμών. Τα πρώτα τμήματα του τουρκικού στρατού έκαναν σύντομα την εμφάνισή τους, επισφραγίζοντας την νέα τάξη πραγμάτων. Λίγες ώρες μετά ακολούθησε ο μαρτυρικός θάνατος του μητροπολίτη Χρυσόστομου στα χέρια του όχλου. Όταν τέσσερις μέρες αργότερα ξεκίνησε η φωτιά από την Αρμενική συνοικία και εξαπλώθηκε βάσει σχεδίου προς βορρά εξαφανίζοντας μία μία τις Ελληνικές, η μόνη διέξοδος σωτηρίας φάνηκε να είναι η θάλασσα. Ο αριθμός των ψυχών που στοιβάχτηκαν στο «Και» περιμένοντας μάταια τα πλοία που θα τους μετέφεραν στην Ελλάδα είναι άγνωστος, όμως θα πρέπει να ανερχόταν σε δεκάδες χιλιάδες. Οι λιγοστές διαθέσιμες βενζινάκατοι έγιναν ο υγρός τάφος για όσους όρμησαν μέσα τους, ξεπερνώντας κατά πολύ το βάρος που μπορούσαν να αντέξουν. Η προκυμαία είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο ανοιχτό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Όμως η κατάσταση θα μετατρεπόταν σε πραγματική κόλαση, όταν η φωτιά άγγιξε πια τα κτήρια του παραλιακού μετώπου. Εγκλωβισμένοι ανάμεσα στους πυρωμένους τοίχους που κατέρρεαν και στο υγρό στοιχείο, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έντρομοι προτίμησαν το δεύτερο, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε βέβαιο θάνατο. Τα συμμαχικά πλοία στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θέλησαν να προσφέρουν καμία χείρα βοηθείας. Χρειάστηκε η επέμβαση του Αμερικανού μεθοδιστή ιερέα Asa Jennings για να κινητοποιηθεί ο ελληνικός στόλος και μέσα στο ασφυκτικό διάστημα τριών εβδομάδων να επιτραπεί να εκκενώσει τη Σμύρνη από το ελληνικό και αρμενικό στοιχείο της. Η εμβληματική εικόνα της καπνισμένης και ερειπωμένης προκυμαίας, η τελευταία που πήραν μαζί τους οι πρόσφυγες εκείνων των ημερών στο ταξίδι της Εξόδου τους, μετατράπηκε σε σύμβολο της μαρτυρικής θυσίας του Ελληνισμού της Ανατολής και η επιτομή της Μικρασιατικής Καταστροφής τις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Εξώφυλλο πρώτου τόμου

Η φωτιά του Σεπτεμβρίου του ’22 άφησε πίσω της μία ρημαγμένη πόλη και μία ολοσχερώς κατεστραμμένη οικονομία, η οποία χρειάστηκε αρκετά χρόνια πριν αρχίσει να ανακάμπτει. Είναι χαρακτηριστικό ότι το νέο ρυμοτομικό σχέδιο που πρότειναν οι Γάλλοι αδελφοί René & Raymond Danger λίγους μόλις μήνες μετά, δεν υλοποιήθηκε παρά μία δεκαετία σχεδόν αργότερα, ενώ σημαντική ώθηση στην πόλη έδωσε η ίδρυση το 1927 της Εκθέσεως Σμύρνης, κατόπιν διεθνούς, στο μεγάλο πάρκο που χωροθετήθηκε στην καμένη έκταση.

Στην προκυμαία, το τμήμα που χτυπήθηκε περισσότερο από την καταστροφή ήταν παραδόξως το εμπορικό και όχι το οικιστικό. Εάν κάποιος ταξιδιώτης αντίκρυζε την Ιζμίρ, όπως ήταν πλέον το νέο όνομα της Σμύρνης, μέχρι και τη δεκαετία του 1950, ερχόμενος διά θαλάσσης, θα έβλεπε την ίδια χαρακτηριστική αλυσίδα των διώροφων σπιτιών που έστεκε το 1922. Η μόνη ίσως προσθήκη στο πανόραμα ήταν οι φοίνικες που είχαν εν τω μεταξύ φυτευτεί και βέβαια η κυκλοφορία αυτοκινήτων και λεωφορείων στο «Και». Μία βόλτα βέβαια στο εσωτερικό θα αρκούσε για να απογοητευτεί πλήρως και να διαπιστώσει αυτό που τόσο γλαφυρά έγραψε ο Σμυρνιός Νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης, όταν χρόνια μετά θα επέστρεφε: «η Σμύρνη είναι μια πόλη που έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα».

Η χαριστική βολή στο πάντα προνομιούχο θαλάσσιο μέτωπο της πόλης ήρθε με τους νόμους της οριζόντιας ιδιοκτησίας και της αντιπαροχής. Το διάστημα της εικοσαετίας που ακολούθησε οι παλιές κατοικίες έπεσαν σαν ντόμινο η μία μετά την άλλη, δίνοντας τη θέση τους σε στενομέτωπες πολυκατοικίες επτά και οκτώ ορόφων. Αν κάτι ωστόσο είχε μείνει ακόμα αλώβητο, ήταν η άμεση επαφή της πόλης με τη θάλασσα και το ευεργετικό αεράκι, τον μπάτη, που τη δρόσιζε τους θερμούς καλοκαιρινούς μήνες. Αυτή η τελευταία έμελλε να χαθεί διά παντός την περίοδο 1994-1998, με τη δημιουργία μιας νέας επιχωμάτωσης, που ενώ προοριζόταν να λύσει με νέους αυτοκινητόδρομους το οξυμένο κυκλοφοριακό πρόβλημα, εντέλει και έπειτα από τις έντονες διαμαρτυρίες των αρχιτεκτόνων, κληροδότησε στην πόλη ένα μεγάλο πάρκο αναψυχής.

Εξώφυλλο δεύτερου τόμου

Σήμερα, η Σμύρνη των καρτ-ποστάλ υπάρχει μόνο στις μνήμες των προσφύγων και των παλαιών κατοίκων της. Από τα άλλοτε 200 και πλέον κτίσματα που έως το 1922 κοσμούσαν το θρυλικό «Και», σώζονται πλήρως ή μερικώς μόλις 14. Συγκεκριμένα, στη θέση τους στέκουν 6 κατοικίες, μία εκ των οποίων άνηκε στις οικογένειες Αθανασούλα (χαρτεμπόριο) και Κωνσταντινίδη (σταφιδέμποροι), η οικία Παπαδημητρίου (παλιό Ελληνικό προξενείο), η οικία Καπετανάκη – Απέργη (εμπόριο κυτίων συσκευασίας αποξηραμένων φρούτων) που στεγάζει το Ελληνικό προξενείο, η οικία Guiffray (Γερμανικό προξενείο), το μέγαρο του Αρμένιου ταπητουργού Τακβόρ Σπάρταλη (Μουσείο Ατατούρκ), το Γαλλικό προξενείο (σήμερα Κέντρο Τεχνών Αρκάς), τρία λαϊκά ξενοδοχεία της περιοχής του λιμανιού, τα «Λονδίνον», «Αίγυπτος» και «Παράδεισος», το μέγαρο της ναυτιλιακής εταιρείας Rees, το κέντρο διασκέδασης «Χρυσούν Απίδιον» και το υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος. Από την προ του 1922 περίοδο διατηρούνται ακόμα το κτήριο και οι αποθήκες του Τελωνείου στην ομώνυμη προβλήτα που έκλεινε από τον νότο το λιμάνι, το Κονάκι (Διοικητήριο) και βέβαια ο πύργος του Ρολογιού στην εκεί πλατεία, που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν της πόλης. Η ολιγάριθμη κοινότητα Λεβαντίνων που ζει στην πόλη και τα προάστια αποτελεί τον πολύτιμο συνδετικό κρίκο με το παρελθόν της, με τη μεγαλύτερη γενιά να ομιλεί ακόμα τα σμυρναίικα. Οι κάτοικοι της Ιζμίρ είναι υπερήφανοι για την μοναδικότητα της πόλης τους και ιδίως οι νεότεροι ενδιαφέρονται να μάθουν για το λαμπρό παρελθόν της. Τα τελευταία χρόνια έχουν τυπωθεί δεκάδες νέα βιβλία σε πολλές γλώσσες, υπηρετώντας την ανάγκη για κατανόηση των γεγονότων του παρελθόντος μέσα από πηγές άγνωστες έως σήμερα. Αυτό φέρνει κοντά ερευνητές και απογόνους από τις κοινότητες που είτε ζούσαν εδώ και εκριζώθηκαν (Έλληνες, Αρμένιοι) είτε ζουν ακόμα στην πόλη (Λεβαντίνοι, Μουσουλμάνοι, Εβραίοι). Μέρος αυτής της προσπάθειας ευρύτερης ανάδειξης της ιστορίας και του πολιτισμού της Σμύρνης, φιλοδοξούμε να γίνει και η δική μας έρευνα, με την εξασφάλιση, σύντομα όπως ευχόμαστε, χρηματοδότησης της αγγλόφωνης έκδοσης του βιβλίου μας για το πιο εμβληματικό ίσως τμήμα της Σμύρνης, την Προκυμαία της.

* Ο Αχιλλέας Χατζηκωνσταντίνου είναι Γεωγράφος, ιστορικός ερευνητής και συν-συγγραφέας μαζί με τον Γιώργο Πουλημένο του βιβλίου «Η Προκυμαία της Σμύρνης. Ανιχνεύοντας ένα Σύμβολο Προόδου και Μεγαλείου», Εκδόσεις Καπόν, Αθήνα 2018 (Λυκούργειο Βραβείο της Τάξης των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών της Ακαδημίας Αθηνών 2019).

Βαποράκια Χαμιδιέ – Ξενοδοχείο Αλεξανδρείας – Φούρνος του Ζάκκα – καφενείο Μόκκα. Hamidye – Hotel Alexandrie – Zakkas bakery – café Mocca.1920
Άποψη του Και στη Μπέλλα Βίστα. 1904
Grand Hotel Huck. 1900
Cafe de Paris. 1908

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Καλημέρα από την Αθήνα που βρίσκεται σε.

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ