ΛΕΥΚΩΣΙΑ. Δεν εξέπληξε τους γνώστες του Κυπριακού η νέα κρίση που δημιούργησε στην Πύλα η τουρκοκυπριακή πλευρά, επικαλούμενη αυτή τη φορά ζητήματα που σχετίζονται με το περιουσιακό.
Η πλευρά των κατεχομένων προκάλεσε τα επεισόδια τα οποία οδήγησαν στην προσωρινή διακοπή των εργασιών. Η ΟΥΝΦΙΚΥΠ ζήτησε χρόνο ώστε να μελετήσει και να αποφανθεί εάν προκύπτει θέμα καθαρά γεωγραφικής επαναξιολόγησης ορισμένων δεδομένων. Αυτό που ξεκαθαρίστηκε, πάντως, είναι πως δεν τίθεται θέμα ουσιαστικής αναπροσαρμογής πτυχών της συναντίληψης και πως μέσα στις επόμενες ώρες θα αρχίσουν ξανά οι εργασίες.
Αν όμως επιβεβαιωθεί πως το κατοχικό καθεστώς σκοπεύει σταδιακά να επιδιώξει υπαναχώρηση από τη συναντίληψη, το μόνο που θα καταφέρει θα είναι να τινάξει στον αέρα τον σχεδιασμό. Ένα εγχείρημα που από την πρώτη στιγμή θεωρήθηκε ως ένα πείραμα ειρηνικής συμβίωσης των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην ίδια κοινότητα. Σε περίπτωση κατάρρευσης για αυτούς τους λόγους, τα Ηνωμένα Έθνη θα έχουν μπροστά τους και την ξεκάθαρη απάντηση στο ερώτημα ποιος φταίει.
Από την πρώτη μέρα εφαρμογής της συναντίληψης είχε φανεί πως η τουρκική πλευρά δεν είχε σκοπό να ακολουθήσει κατά γράμμα το περιεχόμενο της συμφωνίας που επιτεύχθηκε ανάμεσα στο ψευδοκράτος και την ΟΥΝΦΙΚΥΠ. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι το γεγονός πως δεν έγινε καμία κίνηση για μετακίνηση του τουρκικού φυλακίου που βρίσκεται παράνομα στην περιοχή, εντός της νεκρής ζώνης, από το 1974. Παρόλα αυτά δεν υπήρξε ουσιαστική αντίδραση από ελληνοκυπριακής πλευράς.
Ωστόσο, εξ αρχής η Κυβέρνηση ήταν και παραμένει επιφυλακτική. Ακόμη και μετά τις υπογραφές που έπεσαν στις 9 Οκτωβρίου, υπήρξε ανησυχία για το σενάριο επιλεκτικής ανάγνωσης και εφαρμογής της συναντίληψης από το ψευδοκράτος. Οι κατοχικές αρχές παρουσίασαν στους Τουρκοκύπριους τη συμφωνία αποσπασματικά, εστιάζοντας μόνο στην κατασκευή του δρόμου Πύλας – Άρσους. Μάλιστα έδιναν την εντύπωση πως επρόκειτο για μια νίκη της δικής τους πλευράς, αφού δεν γινόταν λόγος για τις υποχωρήσεις που έγιναν και τη διατήρηση του στάτους κβο στην περιοχή.
Από την πρώτη στιγμή, η ελληνοκυπριακή πλευρά παρακολουθούσε στενά τις κινήσεις του ψευδοκράτους, αγωνιώντας για το ενδεχόμενο η πλευρά των κατεχόμενων να υπαναχωρήσει, αφού κατασκευαστεί ο δρόμος Πύλας – Άρσους. Την ανησυχία ενέτειναν τα λεγόμενα του Ερσίν Τατάρ στον Αντόνιο Γκουτέρες ότι δήθεν η ελληνοκυπριακή πλευρά προσπαθεί με παραβιάσεις να δημιουργήσει τετελεσμένα στην περιοχή και να εμποδίσει την κατασκευή του δρόμου.
Παρά τη μονόπλευρη ανάγνωση από πλευράς Τατάρ, η συναντίληψη που είχε επιτευχθεί ανάμεσα στην Κυπριακή Δημοκρατία και την ΟΥΝΦΙΚΥΠ αφορά τη δημιουργία μεικτής περιοχής αστικής χρήσης μέσα σε συγκεκριμένα όρια, αποσαφηνίζοντας τις γραμμές κατάπαυσης πυρός. Ο δρόμος που ήθελαν οι Τουρκοκύπριοι είναι ένα μέρος του πλάνου, το οποίο περιλαμβάνει ακόμη το δρόμο προς τους Τρούλους – προς τις ελεύθερες περιοχές – σημείο διέλευσης εντός της νεκρής ζώνης, οικόπεδα, φωτοβολταϊκό πάρκο, δίκτυο υδροδότησης κ.ά.