Η επιστροφή των επονομαζόμενων «Ελγίνειων μαρμάρων» από το Βρετανικό Μουσείο στον γενέθλιο τόπο τους, υπό τον Αττικό ήλιο στο πλευρό των υπόλοιπων τμημάτων του αρχαίου καλλιτεχνήματος, αποτελεί μία πάγια, εδώ και δεκαετίες, διεκδίκηση εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας αλλά και ένα αίτημα των απανταχού Ελλήνων.
Το ζήτημα έχει επανέλθει έντονα στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια και προς ικανοποίηση της ελληνικής πλευράς διαπιστώνεται μία σταδιακή αλλά σταθερή αποδόμηση του βρετανικού αφηγήματος.
Στο πνεύμα αυτό, την ικανοποίηση της Ελλάδας προκάλεσε η σημείωση της κυρίας Ζεϊνέπ Μποζ, επικεφαλής του τμήματος καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης αρχαιοτήτων της Τουρκίας, η οποία αναφερόμενη στο οθωμανικό έγγραφο που επικαλείται η Βρετανία για την αγορά των Γλυπτών του Παρθενώνα από τον λόρδο Ελγιν το 1816 τόνισε κατηγορηματικά πως «δεν είναι σε γνώση μας η ύπαρξη εγγράφου που να νομιμοποιεί την αγορά».
Στους κόλπους της 24ης Συνόδου της Διακυβερνητικής Επιτροπής της UNESCO για την Επιστροφή των Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσης (ICPRCP), στο πρόσωπο της Τουρκίας εντοπίστηκε ένας ακόμη σύμμαχος και αυτή τη φορά μάλιστα απρόσμενος στον αγώνα για ικανοποίηση του ελληνικού αιτήματος. Η τοποθέτηση της κυρίας Μποζ δυνητικώς θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά στην επί δεκαετίες προσπάθεια της Ελλάδας να θεμελιώσει το «ορθόν και δίκαιο» της επιστροφής των περίτεχνων Γλυπτών στην Αθήνα.
Η εν προκειμένω αμφισβήτηση του νομίμου της αγοράς ήρθε άλλωστε να προστεθεί σε μία εδώ και καιρό σταδιακή αποδυνάμωση της βρετανικής ρητορικής. Υπενθυμίζεται ότι προ μηνών είχαν εγερθεί ερωτήματα και ως προς την ασφάλεια των αρχαιοελληνικών γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο μετά από κλοπή στο χώρο.
Το μόνο βέβαιο είναι πως η βρετανική διπλωματία και οι ιθύνοντες του Βρετανικού Μουσείου φαίνεται να έρχονται ολοένα και περισσότερο αντιμέτωποι με έντονη αμφισβήτηση των θέσεών τους τόσο από πολιτικούς και μη παράγοντες, όσο και από τη διεθνή κοινή γνώμη. Μένει να δούμε πότε και πώς θα άρουν το μέχρι σήμερα «ανυποχώρητο».