Η οργίλη αντίδραση του Τούρκου προέδρου Ταγίπ Ερντογάν (αλλά και άλλων Τούρκων αξιωματούχων) κατά του Ελληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη είναι από μόνη της αρκετή για να καταλάβει κανείς ότι η πρόσφατη επίσημη επίσκεψη του τελευταίου στην Ουάσιγκτον ήταν επιτυχημένη.
Πίσω από την -κατά γενική ομολογία- παιδιάστικη αντίδραση του κ. Ερντογάν («για μένα δεν υπάρχει κανένας Μητσοτάκης») και από τις φθηνές δικαιολογίες του ότι «ενοχλήθηκε» επειδή ο Ελληνας Πρωθυπουργός «δεν τήρησε τις υποσχέσεις του» κρύβεται η ανησυχία (ή και ο φόβος) της Αγκυρας ότι η Ελλάδα έχει αρχίσει να μεγαλώνει σε βαθμό που δεν είναι για εκείνη διαχειρίσιμη.
Από την ανυποληψία της προηγούμενης δεκαετίας, με τα μύρια όσα δημοσιονομικά προβλήματα και την άνοδο του λαϊκισμού στην εξουσία (που έκανε την κατάσταση παντοιοτρόπως πολύ χειρότερη), η Ελλάδα έχει αρχίσει να μεγαλώνει, να αποκτά ανάστημα, να ενισχύεται στρατιωτικά, και γίνεται προνομιακός συνομιλητής-εταίρος της Ουάσιγκτον.
Αυτά ακριβώς έχουν ενοχλήσει τον κ. Ταγίπ Ερντογάν και γενικά το κατεστημένο της Αγκυρας – δεν είναι άλλωστε τυχαίο που τα τουρκικά κόμματα παραμέρισαν τις μεγάλες τους διαφορές και βρήκαν στο πρόσωπο του Ελληνα Πρωθυπουργού κοινό στόχο.
Η Ελλάδα θέλει και επιδιώκει συνθήκες καλής γειτονίας με την Τουρκία και αυτό το έχει αποδείξει ουκ ολίγες φορές. Δεν μπορεί όμως να μην λαμβάνει μέτρα για την προάσπιση των εθνικών της συμφερόντων, ιδίως από τη στιγμή που αποδεδειγμένα οι εξ Ανατολών γείτονές της έχουν επιδείξει κατά προκλητικό τρόπο αναθεωρητικές τάσεις – ο πόλεμος νεύρων στο Αιγαίο, σε θάλασσα και αέρα υπενθυμίζει σε καθημερινή σχεδόν βάση τις φιλοδοξίες αυτές.
Η στρατηγική της Ελλάδας και του πρωθυπουργού της, Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι ουσιαστικά μονόδρομος – η Αγκυρα δεν αφήνει με την προκλητικότητά της άλλη επιλογή. Και οι αντιδράσεις της αυτές, είτε του ίδιου του προέδρου της, είτε άλλων αξιωματούχων της, απλά επιβεβαιώνουν το ορθόν της πολιτικής που ακολουθεί η Αθήνα.