Το κόμμα των Δημοκρατικών διοργάνωσε ένα από τα πιο αποτελεσματικά συνέδρια στη μνήμη. Οι χιλιάδες των εκπροσώπων του από όλη τη χώρα που συγκεντρώθηκαν στο Σικάγο πανηγύρισαν την ανανέωση του κόμματός τους σε μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμού, με ελπίδα και αισιοδοξία για τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.
Για μένα, κι ελπίζω και για εσάς, ήταν ένα συνέδριο που με συγκίνησε. Που με άγγιξε βαθύτατα.
Δεν ήταν μόνο ένα νικηφόρο συνέδριο του κόμματος των Δημοκρατικών. Ηταν παράλληλα μια νίκη, …του μεγάλου κόμματος των μεταναστών. Ηταν μια ιστορική δικαίωση ανθρώπων σαν εσάς, εμένα και τόσους άλλους που φτάσαμε σε αυτόν τον ευλογημένο τόπο από κάθε γωνιά του πλανήτη για μια καλύτερη ζωή για εμάς και τα παιδιά μας. Σε έναν τόπο που έχουν τη δυνατότητα να γίνουν ό,τι θέλουν, να φτάσουν όσο ψηλά θέλουν, αν ακολουθήσουν τον σωστό δρόμο: αν έχουν ακέραιο χαρακτήρα, αν δουλεύουν σκληρά, αν βρουν στη ζωή τους μεγαλύτερο νόημα και αποστολή, πέρα από τα χρήματα. Ανδρες και γυναίκες. Ασπροι και μαύροι. Αυτοί που οι πρόγονοί τους ήρθαν με το Mayflower (το 1620) ή πριν μερικά χρόνια και δεκαετίες.
Οι αναφορές των ομιλητών στους μετανάστες παππούδες και γονείς γέμιζε τη μεγάλη αίθουσα του συνεδρίου, με υπερηφάνεια, νοσταλγία και δάκρυα. Κρίμα, έλεγαν, που δεν ζουν οι μετανάστες πρόγονοί μας να ζήσουν τη στιγμή αυτή. Θύμιζαν τη δική μας ομογενειακή εμπειρία, την υποψηφιότητα του Μιχάλη Δουκάκη.
Αλλά πάνω από όλους τους ομιλητές μάς συγκίνησε βαθύτατα η ακόλουθη αναφορά της Χάρις στην πιο κρίσιμη στιγμή της ομιλίας της:
«Και έτσι, εκ μέρους του λαού», είπε, «εκ μέρους κάθε Αμερικανού, ανεξαρτήτως κόμματος, φυλής, φύλου ή της γλώσσας που μιλά η γιαγιά σας, εκ μέρους της μητέρας μου… αποδέχομαι το χρίσμα για Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών».
Οχι ότι χρειάζεται, αλλά σίγουρα αυτή ήταν μια κορυφαία στιγμή δικαίωσης για όλους τους μετανάστες, για την ίδια τη χώρα που στηρίχθηκε και μεγαλούργησε χάρη στους μετανάστες.
Αυτό που επιδίωξε η Χάρις στην ομιλία της ήταν να καταστήσει σαφές ότι η δική της προσωπική ιστορία είναι η αμερικανική ιστορία. Οτι η ζωή της δεν διαφέρει από τη δική μας.
Κόρη μιας φοιτήτριας από την Ινδία που ήρθε να σπουδάσει και που συνάντησε, ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε έναν φοιτητή από την Τζαμάικα και έμεινε.
Που αργότερα οι γονείς της χώρισαν. Που ζούσαν με την μητέρα της και την μικρότερη αδελφή της σε μια ταπεινή γειτονιά στο Λος Αντζελες, δίπλα σε άλλους ταπεινούς ανθρώπους που αγκάλιασαν την ίδια και την αδελφή της. Σε ανθρώπους που την αγάπησαν και τους αγάπησε και τους αποκαλούσε, «θείους».
Πόσο διαφέρει η δική μας ιστορία, η ιστορία της Ομογένειας που μπορεί να ξεκινήσαμε από την άλλοτε ταπεινή περιοχή, Αστόρια και τα διάφορα κάποτε «Ελληνικά χωριά» Greek towns, ανά τη χώρα.
Η Χάρις δεν τίμησε μόνο τους γονείς της -τη μητέρα της κυρίως- αλλά κάθε μετανάστη. Εκανε ακόμα περισσότερο «της μόδας» τη γλώσσα της «γιαγιάς». Μας άνοιξε ακόμα περισσότερα τον δρόμο, μας ενθάρρυνε, μας επιφόρτισε ακόμα περισσότερο με την ευθύνη να μη ξεχάσουμε τους πρωτοπόρους μας. Αλλά να τους τιμάμε όσο ζούμε, τιμώντας και διατηρώντας τις αναμνήσεις, τις παραδόσεις την καταγωγή τους. Την γλώσσα τους.
Μας υπενθύμισε μια μεγάλη αλήθεια, ότι πάνω στους ώμους αυτών των ταπεινών μεν αλλά σπουδαίων ανθρώπων, πατάμε εμείς σήμερα και θα πατάνε οι επόμενες γενιές των απογόνων των μεταναστών.
Οχι για χάρη αυτών, των μεταναστών. Αλλά για τους ίδιους.