x
 

Πολιτισμός

Ο χρόνος της μνήμης στον εικαστικό λόγο του Σωτήρη Σόρογκα

08 Ιανουαρίου 2022
Του Κυριάκου Κουτσομάλλη*

Τον Σωτήρη Σόρογκα αρχικά τον γνώρισα από τη ζωγραφική του ταυτότητα. Προσεγγίζοντας τα έργα του, μου γινόταν πρόδηλο ότι η ζωγραφική του αναδύεται ως φλόγα ψυχής και ότι ο εικαστικός λόγος του είναι απόρροια ενός ανθεκτικού πιστεύω το οποίο αρδεύεται από τις αρχές της μεγάλης ζωγραφικής. Αρχές που έχουν τις ρίζες τoυς στη στέρεη διαχρονική μας παράδοση. Προϊόντος του χρόνου, γνώρισα τον άνθρωπο και έκτοτε αμοιβαία αισθήματα εκτίμησης, αγάπης και θαυμασμού ορίζουν και καθορίζουν τη συμπεριφορά μας. Πράος, αλλά νουνεχής και διορατικός, αποβάλλει από τη ζωγραφική του το κάθε αισθησιακό περίβλημα για να αναδείξει την ουσία της καλλιτεχνικής του θεώρησης.

Εχω την πεποίθηση ότι στις μέρες μας ο Σωτήρης Σόρογκας αποτελεί εξέχουσα καλλιτεχνική παρουσία στα εικαστικά πράγματα. Σε καιρούς κατά τους οποίους οι υστερονεωτερικές μεταλλάξεις που συντελούνται στο πλαίσιο μιας γενικότερης πολιτιστικής αναδιάρθρωσης, χωρίς την οίηση των ποπ και ντανταϊστικών εξάρσεων, με τη γοητεία της διανοητικής και καλλιτεχνικής του εντιμότητας, με ενάργεια και λογιότητα, με το εύρος του εγκυκλοπαιδισμού και της ουμανιστικής του παιδείας, με την τεχνοτροπική και σχεδιαστική του μαεστρία, ανέλαβε έναν αγώνα εικαστικής διαπραγμάτευσης της αμαυρωμένης από τον χρόνο μνήμης των πραγμάτων.

Με μυστηριακή, καθαρτική, αποψιλωτική απάλειψη της έξωθεν αμαύρωσης με ό,τι η λήθη επιχείρησε να διαβρώσει, ο Σωτήρης Σόρογκας επιδόθηκε στη διατήρηση εν ζωή της επικείμενης απώλειας. Με στοχαστικούς προβληματισμούς όσον αφορά τη νομοτελειακά ανελέητη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και παρακμιακά βιώνεται καθ’ οδόν προς την απώλεια, επιχείρησε να διατηρήσει εν ζωή την επαπειλούμενη απουσία.

Με αδιάσειστη τη βεβαιότητα ότι και στη ζωγραφική, όπως και σε όλες τις εκφάνσεις της πνευματικής δημιουργίας, η διαισθητική ευαισθησία και το ένστικτο είναι αυτά που χαράσσουν πορεία προσωπική, πορεία ιχνηλασίας και ενδοσκόπησης, πορεία στροφής προς τα έσω μέσα σε ενδιάθετο κλίμα ηχηρής σιωπής και στοχαστικού βάθους, ο Σωτήρης Σόρογκας πλάθει την προσωπική μυθοπλασία του: με λόγο εικαστικό και κώδικες ζωγραφικής της δικής του καλλιτεχνικής ιδιοπροσωπίας, της δικής του πολύτροπης ιδιομορφίας, με θεματικές ενότητες της δικής του εννοιολογικής συνοχής και φιλοσοφικού υπόβαθρου που βάζουν στον πυρήνα του προβληματισμού του τη φθορά της «θνήσκουσας ύλης», αλλά και πάλι κατά τον χαρακτηρισμό του ιδίου «της αναστάσιμης προσδοκίας».

Χωρίς άκριτα να απαξιώνει αλλά ούτε και να τείνει ευήκοον ους σε γοητευτικά κλητεύματα του υστερονεωτερικού μεταπρατικού μοντερνισμού ή να αναζητά εναγωνίως στέγη σε ποικιλόμορφα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του, με λόγο υπερβατικής ασκητικής λιτότητας, με οικονομία μέσων και πνεύμα μινιμαλισμού, ξορκίζει τη φθορά με εικόνες που εύγλωττα αναδεικνύουν αισθητικά τις φθίνουσες αξίες της, μετουσιώνοντας την ευτέλεια της παρακμής σε υποκειμενική οπτική έννοια. Με τη χαρακτηριστική διαλεκτική του δεινότητα, διεγείρει υπνώττουσες, αδρανείς δυνάμεις προκειμένου να αποτινάξει το επίχρισμα της φθοράς από κατάλοιπα παρηκμασμένων μορφών ζωής που υπονομεύουν την οντολογική υπόσταση της ουσίας των όντων.

Την ώρα που το άσημο και ευτελές φαίνεται να φτάνει στο χείλος του αφανισμού, αντιτάσσει σθεναρά ρήτρες ανθεκτικότητας προκειμένου να διατηρήσει εν ζωή την απουσία. Εξωραΐζοντας τη φθορά, ελαχιστοποιεί την απώλεια. Αναζωογονεί τη φθορά με μια αισιόδοξη πνοή αφθαρσίας. Το πράττει με εφευρετική οξύνοια και πάθος, επιστρατεύοντας δυνάμεις της ψυχής και της φαντασίας, εκεί δηλαδή όπου εδρεύουν οι μνήμες των εντυπώσεων και των παραδόσεων, αναμένοντας να υποστούν την αλχημική μεταστοιχείωση και να αναδυθούν ως η άλλη, η «εν ετέρα μορφή» αναπλασμένη πραγματικότητα.

Σε καιρούς που έννοιες συναφείς προς τις παραδοσιακές αξίες και αναφορές απαξιώνονται και αποϊεροποιούνται ως παράταιρες ή παράκαιρες, ο Σωτήρης Σόρογκας εκλαμβάνει αυτές τις αξίες ως κεφάλαια εθνικού χρέους και, πράος αλλά νουνεχής, ζωγραφίζει μέσα στη σιγή του στοχαστικού βάθους, εκεί δηλαδή όπου ευδοκιμεί το δημιουργικό πάθος και κεντρίζεται ο οίστρος της φαντασίας, ενεργοποιώντας τους μυστικούς διαύλους ώστε να διεισδύσει στον πυρήνα της δικής του αλήθειας, έστω και αν αυτή συγκαλυμμένα ή απροκάλυπτα από κάποιους υπονομεύεται. Με τη δύναμη όμως της σιγής, στο στοχαστικό βάθος αναθρώσκει το δημιουργικό πάθος, καταστέλλοντας τις ανούσιες έξεις, το αλαζονικό και το υπερφίαλο, ώστε να αναδυθεί το ουσιώδες.

Για τον λόγιο ζωγράφο, μελετητή της λόγιας παράδοσης, το εικαστικό διάβημα δεν νοείται παρά ως προέκταση μιας θεμελιακής έρευνας, με αξιώσεις και άξονα μιας μεταφυσικής προσέγγισης. Εξ ου και η διαδραστική, αμφίδρομη διαλεκτική σχέση με ποιητές και λογίους, σχέση που εμφανώς επηρεάζει το προσωπικό εκφραστικό, λεκτικό και εννοιολογικό του ύφος. Στην ποίηση του Σεφέρη εντοπίζονται, για παράδειγμα, συγγένειες ενός δικού του ψυχισμού. Αλλά και οι αναφορές του στην ποίηση των φίλων του ποιητών: της Κικής Δημουλά, του Αντώνη Φωστιέρη, του Μιχάλη Γκανά, του Νάσου Βαγενά κ.ά. με τον ποιητικό λόγο των οποίων, σε αμφίδρομη σχέση, το απτό οπτικό ζωγραφικό αποτέλεσμα συνυπάρχει και συνεκφράζεται με τον ποιητικό λυρισμό.

Επόμενο είναι συνεπώς, για την κατά το δυνατόν εικαστική προσέγγιση του έργου του Σωτήρη Σόρογκα, να απαιτείται ένας βαθύτερος εμπεριστατωμένος στοχασμός, εφόσον στη ζωγραφική του, πράξη και θεωρία, ύλη και πνεύμα είναι στοιχεία που συνεκφράζονται. Γι’ αυτό και η ζωγραφική του δεν προσεγγίζεται παρά μόνο όταν ο αποδέκτης απεκδυθεί στερεοτυπικές συμβατικές έννοιες και αναχθεί σε μια αντίληψη του κόσμου στην ολότητά του. Μόνο όταν ο αποδέκτης ανακαλύψει τη μυστική υπερβατική λειτουργία των διαύλων που εκβάλλουν στο αποτέλεσμα θα αισθανθεί την υπερπέραν του ορατού αύρα, σε χώρους όπου το ένυλο συγχωνεύεται με το άυλο για να προσλάβει την οντολογική του υπόσταση.

Με ευχαριστιακή προσήλωση και πνεύμα ασκητικού μινιμαλισμού αντιτάσσει στο ένυλο την υπεροχή του πνευματικού. Το συμβατικά ακαλαίσθητο το αξιολογεί και το διαπραγματεύεται ως θετική αξία, πεπεισμένος ότι η αισθητική αξία ενός έργου δεν αποτελεί απόρροια του συγκινησιακού θάμβους ή των ηχηρών χρωματικών αισθησιακών λάμψεων, αλλά της εσώτερης πνευματικότητάς του. Κατ’ αντιστοιχία δηλαδή με τα βυζαντινά εικονογραφικά πρότυπα, η ιδεαλιστική προσέγγιση των οποίων επιτυγχάνεται με μια κατά το δυνατόν αποϋλοποιημένη παράσταση στην οποία επενδύεται περιεχόμενο πνευματικό. Το μοτίβο προσεγγίζεται άρα ως αξία εννοιολογική για να γίνει φορέας μηνύματος, φορέας ενός «πιστεύω». Να γίνει ακόμα φορέας σιωπηλής κραυγής, λόγος εικαστικού στοχασμού και αναζητήσεων, αποκρυπτογράφησης μηνυμάτων, συμβολισμών και εννοιών που θα εισάγουν τον αποδέκτη του ορώμενου στα ενδότερα του μυστηρίου το οποίο εγκλείεται στην εικονογραφική αφήγηση.

Ο ζωγραφικός κόσμος του διακεκριμένου ζωγράφου ιχνηλατείται ανάμεσα στο φως και το σκότος. Το λευκό και το μαύρο. Το απαστράπτον εκθαμβωτικό λευκό απλώνεται στην επιφάνεια του καμβά για να αποτελέσει τον πνευματικό χώρο όπου θα σκηνοθετηθούν οι μνήμες που υποκρύπτονται πίσω από τη φθορά και θα αποτελέσουν τον πυρήνα της ουσίας. Ο ζωγραφικός του λόγος, ως απαύγασμα μιας υπερβατικής φιλοσοφικής εποπτείας των «ολοτήτων», ανάγεται από τον πυρήνα της ουσίας προς τα επιμέρους εκτενώς νοούμενα. Η λιτή χρωματική γκάμα, η παλίμψηστη εκθαμβωτική λευκή επιφάνεια, το μαύρο, το θαμπό γκρίζο, το ελάχιστο κόκκινο, το ξεθωριασμένο γαλάζιο, τα γεώδη της σκουριάς, οι φωτοσκιάσεις, όλα ερμηνεύονται ως απόρροια της λιτότητας που είναι το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας του.

Από την περίοδο της πρώιμης νιότης, τις πρώιμες σπουδαστικές ζωγραφικές επιδόσεις της δεκαετίας του 1960 δηλαδή, τόσο από άποψη δομής όσο και συνθετικής χρωματικής διατύπωσης γίνονται εμφανείς οι αποψιλωτικές προθέσεις του πολλά υποσχόμενου, νεαρού τότε, ζωγράφου. Η εξ ιδιοσυγκρασίας μινιμαλιστική αυτάρκεια διαπιστώνεται στη συνέχεια σε όλες τις θεματικές του ενότητες, με αναγωγές από τα έξωθεν επιμέρους ορώμενα, ότι οδεύει προς την ουσία και τις αιτίες της δημιουργίας.

Οι πέτρες, που από το 1958 εντάσσονται στον κύκλο των θεματικών ενοτήτων, δουλεμένες με ρεαλιστική φωτογραφική πιστότητα, με εύλαλη στιλπνότητα συνοψίζουν τον ανθρώπινο μόχθο και «φαίνεται να φέρουν τις αμαρτίες της αμιλησίας και σκληρότητας μ’ ένα αδιάβλητο λευκό ήθος», κατά τον ενάρετο ποιητικό λόγο της Κικής Δημουλά. Οι δε παπαρούνες είναι σαν να δίνουν «ορθόδοξο όρκο που δίνει το κόκκινο στην ευλαβή λευκότητα της σελίδας» και πάλι κατά τον ποιητικό λόγο της ίδιας. Ο ίδιος ο ζωγράφος ήθελε τις πέτρες να εικονίζουν την υπομονή της «βραχόσπαρτης» πατρίδας που υπονομεύει καρτερικά μιαν Ανάσταση.

Τα άλογα σε παραλλαγές, αυτά τα ευγενικά και υπερήφανα όντα του ζωικού βασιλείου που έτυχαν μεγάλης αποδοχής από το κοινό, πεπτωκότα ή ημίπτωτα, βυθισμένα σε ένα απαστράπτον κυρίαρχο λευκό, σε μια τζακομετική υπαρξιακή διάσταση εναγώνιας προσπάθειας υπεκφυγής από τη θανάσιμη απώλεια του καταποντισμού, με το βλέμμα στραμμένο προς τα πίσω ως δείγμα επιθυμίας διαλόγου με το παρελθόν, ανασύρονται από το χείλος της χαοτικής επώδυνης απώλειας και είναι σαν να τους ορίζεται μια νέα αρχή, ένα νέο ξεκίνημα προς μια αναζωογονημένη πορεία, προς μια αναστάσιμη πορεία την οποία ο ζωγράφος επίμονα ευαγγελίζεται. Προεκτείνοντας τον οπτικό μου συλλογισμό, με τόλμη φτάνω έως την ίδια εννοιολογική συνάφεια με το άλογο της Guernica, της εμβληματικής αυτής σύνθεσης του Picasso, το οποίο συσπάται από τον πόνο τη στιγμή που απειλείται ο αφανισμός του.

Τα πορτραίτα (1982-2000), ζωγραφισμένα με ήπιες φωτοσκιάσεις, έχουν κατά τον ζωγράφο χαρακτηριστικά επιτυμβίων. Η ταυτότητα του προσώπου προκύπτει μέσα από μια ιδιότυπη, επιδέξια επαναληπτική πυκνή σχεδιαστική γραφή η οποία στοχεύει στη μετουσίωση του κλασματικού χρόνου σε χρόνο διαρκούς υπόμνησης του προσώπου, ώστε να αποτυπώνεται η εσώτερη ενδιάθετη ψυχική ιδιοσυγκρασιακή ταυτότητα του προσωπογραφούμενου και η διορατικότητα του βλέμματος από όπου συνάγεται η μοναδικότητα του προσώπου.

Τα ανοίγματα, οι μαύρες τρύπες, τα πηγάδια υποκινούν το βλέμμα στην εγκαρτέρηση μιας άδηλης και αβέβαιης παραστατικότητας, η οποία υπόκειται σε υποκειμενικές συνειρμικές εννοιολογήσεις, προεκτάσεις και μεταφορές. Το μαύρο είναι σαν να αναζητά διέξοδο προς το φως. Με αναγωγές από τα έξωθεν επιμέρους ορώμενα, προσκαλούν το βλέμμα σ’ ένα αινιγματικό παιχνίδι αναζήτησης της ουσίας και των αιτιών που συνεργούν στην καταγγελτική θέση του Σωτήρη Σόρογκα να εκφράσει τον εναγώνιο προβληματισμό του για τη διαπιστούμενη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ζωγραφική στις μέρες του. Την ανάγκη να καταγγείλει την αγωνία του για το άδοξα τρωθέν ζωγραφικό εγχείρημα της εποχής του –το οποίο με εκπεφρασμένες αβεβαιότητες, με ομολογημένες ή ανομολόγητες διαπιστώσεις, βρίσκεται εγκλωβισμένο μέσα σε ένα πλέγμα σύγχυσης εννοιών, αισθητικών διδαχών και αντιφατικών αναφορών, σημειολογικών και εικονογραφικών–, της υστερονεωτερικής εξηκονταετίας που υπήρξε περίοδος όλων των τολμημάτων φτάνοντας έως τη διακωμώδηση της αστικής αισθητικής, θεωρώντας τη προϊόν μιας παρηκμασμένης εποχής.

Αισθάνομαι ειλικρινά ευτυχής αλλά και ευγνώμων στον Σωτήρη Σόρογκα, ο οποίος μου εμπιστεύθηκε την επιμέλεια αυτού του αφιερώματος. Είχα έτσι την ευκαιρία να γνωρίσω εκ του σύνεγγυς έναν άνθρωπο ακέραιο, μια προσωπικότητα υψηλού ήθους, εγνωσμένης λογιότητας, πρότυπο ενάρετου δασκάλου και διακεκριμένου ζωγράφου, για τον οποίο αμέσως κατάλαβα ότι η τέχνη αποτελεί στάση ζωής, στάση ανιδιοτελούς πνευματικής ομολογίας πίστεως. Θαυμάζω τον λιτό, περιεκτικό και διαυγή εικαστικό λόγο του, το δωρικό ύφος και το ήθος της ηπειρώτικης καταγωγής του. Τη στέρεη και ακλόνητη πίστη του για ό,τι αναλαμβάνει, χωρίς να αφήνει να παρεισφρήσουν στα πιστεύω του αμφιβολίες που θα μπορούσαν να θαμπώσουν τη διαύγεια της σκέψης του και να προσβάλουν την ιερότητα του χαρακτήρα του. Θαυμάζω ακόμα την εμβρίθεια της σκέψης του, που τον βοηθά να απελευθερώνει γόνιμες, ζωτικές δυνάμεις που εδρεύουν στο άβατο της ψυχής του.

Για τον Σωτήρη Σόρογκα έχουν γραφτεί πολλά αφιερώματα και εμπεριστατωμένα κείμενα από διακεκριμένους λογίους και διανοητές, διαπρεπείς ιστορικούς, οξυδερκείς αναλυτές, κριτικούς και ερμηνευτές του έργου του. Αν δέχθηκα την πρότασή του να προσθέσω στα τόσα λεχθέντα και τις δικές μου σκέψεις, αυτό καθοδηγείται με κριτήριο την προσήκουσα μετριοφροσύνη και τη βεβαιότητα ότι η προσέγγιση επιχειρείται με την ελπίδα πως όσα κι αν έχουν λεχθεί αφήνουν πάντα ένα ελάχιστο έστω περιθώριο για μια επιπλέον ματιά, υπό το πρίσμα μάλιστα της μετανεωτερικής διαλλακτικότητας η οποία προσφέρει την άνεση της προς τα πίσω στροφής και επαναξιολόγησης του νέου σε σχέση με το παλιό. Στάση που θέλει «το παρελθόν να μην είναι ποτέ εντελώς παρελθόν», όπως έλεγε ο F. Braudel, «αλλά να είναι και παρόν το οποίο γονιμοποιείται στο παρελθόν για να εκβάλει στο μέλλον» και είναι βέβαιο ότι ο Σωτήρης Σόρογκας εισπνέει στο παρελθόν για να εκπνεύσει στο παρόν με προοπτική το μέλλον.

* O Κυριάκος Κουτσομάλλης, είναι γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Βασίλη & Ελίζας Γουλανδρή, επιμελητής της έκθεσης Σωτήρης Σόρογκας – Ο χρόνος της μνήμης στον εικαστικό λόγο του

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Με μία ξεχωριστή εκδήλωση αύριο, Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024, στις 18:30, στη Βιβλιοθήκη Bissell του ACT (American College of Thessaloniki), το Κολλέγιο Ανατόλια τιμά τον Ανέστη Ευαγγέλου, απόφοιτό του της τάξης του ’55, ποιητή, πεζογράφο και κριτικό.

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

Πολιτισμός

Η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας Μαρίνα Πλούμπη, μας χάρισε φέτος ένα παιδικό βιβλίο ξεχωριστό και μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα.

ΒΙΝΤΕΟ