Ανάμεσα στον πλούτο των αρχαίων κειμένων επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα το οποίο γνωρίζουν μόνο όσοι είναι φανατικοί αναγνώστες της κλασικής γραμματείας, οι έχοντες επαγγελματική σχέση με αυτή και οι σπουδάστριες και σπουδαστές φιλολογίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μια κορυφαία στιγμή στο στοχασμό των Ελλήνων διότι στον Πίνακα ο Κέβης περιγράφει τον τρόπο προσέγγισης στη Σοφία και στην επίγνωση του Εαυτού μας. Αυτό το φαινομενικά απλό θέμα ξεδιπλώνεται με μαεστρία και παραστατικότητα και είναι διδακτικού χαρακτήρα. Ο Πίνακας είναι πράγματι η περιγραφή ενός ζωγραφικού πίνακα ο οποίος προτρέποντας στην παθητική συμμετοχή στη γνώση, δηλαδή τη συμμετοχή ενός παρατηρητή, διδάσκει τα πλούσια νοήματά του.
Κέβης Θηβαίος ονομαζόταν ένας από τους μαθητές του Σωκράτη και έζησε μεταξύ πέμπτου και τέταρτου αιώνα π.Χ. Οι πολυάριθμες αναφορές που κάνει ο Πλάτωνας στον Κέβητα αποδεικνύει ότι επρόκειτο για στοχαστή ολκής. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη φιλοσοφική διάσταση του Θανάτου και πριν τη φοίτησή του στον Σωκράτη φαίνεται ότι διδάχτηκε την πυθαγόρεια φιλοσοφία. Οι φιλόλογοι, με εκτεταμένη έρευνα του κειμένου του Πίνακα που έχει διασωθεί ακέραιος έως τις μέρες μας, τον έχουν χρονολογήσει χάρη στα γραμματειολογικά δεδομένα του στον δεύτερο αιώνα μ.Χ., δηλαδή στην αυτοκρατορική ρωμαϊκή εποχή, κατά πάσα πιθανότητα στα χρόνια του Αδριανού. Αγνωστο παραμένει γιατί και πώς γράφτηκε (ή ξαναγράφτηκε) ο Πίνακας τόσο όψιμα, όπως και άγνωστος ο λόγος που ο συγγραφέας του Πίνακα ονόμασε τον εαυτό του Κέβητα Θηβαίο, κατά τον πολύ αρχαιότερό του Θηβαίο πυθαγορικό φιλόσοφο. Μήπως το κείμενο του δεύτερου μ.Χ. αιώνα είναι προσαρμογή κάποιου αρχαιότερου Πίνακα που έγραψε ο αυθεντικός Κέβης; Δύσκολες οι απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις και από ένα σημείο και έπειτα δεν έχουν και καμία ουσιαστική σημασία. Σημασία έχει η αξία του σπουδαίου τούτου κειμένου το οποίο βρίθει από διδακτική φιλοσοφία και αγάπη για τον αναγνώστη που θα το διαβάσει. Ας δούμε λοιπόν την περιγραφή του Πίνακα:
Σε μια άχρονη εποχή κάποιοι περιηγητές που ανακαλύπτουν τα σημαντικά μνημεία στα περίχωρα κάποιας αταύτιστης πολιτείας, είτε της Θήβας, είτε της Αθήνας ή είτε κάποιου κρητικού προαστίου, δηλαδή σε μια από τις πόλεις που διατηρούσαν Ιερό του Κρόνου, φτάνουν σε έναν ναό αφιερωμένο σε αυτόν τον Θεό. Τους συνοδεύει κάποιος πυθαγορικός φιλόσοφος ο οποίος σκοπό του έχει να εξηγήσει στους περιηγητές όσα πρόκειται να δουν.
Εξω από τον ναό έχει στηθεί ένας ζωγραφικός πίνακας. Φαίνεται ότι ο ζωγραφικός πίνακας είναι πολύ όμορφα φτιαγμένος, με ωραία χρώματα και ευδιάκριτες κάποιες σκηνές που λαμβάνουν χώρα μέσα σε ένα παράξενο κτίριο. Προφανώς το κτίριο αποδίδεται από ψηλά, έτσι ώστε να είναι ξεκάθαρα τα όσα συμβαίνουν μέσα. Οι περιπατητές μένουν έκθαμβοι. Δεν έχουν δει ποτέ ξανά στη ζωή τους κάτι παρόμοιο και έτσι προσεγγίζουν τον πίνακα. Κοιτούν τον πίνακα και ό,τι βλέπουν είναι το εξής: ένα παράξενο οικοδόμημα με πολλά και διακριτά αρχιτεκτονικά μέρη το οποίο περικλείεται από ψηλό περίβολο. Είναι ένα έργο τέχνης με αλληγορική σημασία και έχει, όπως τους εξηγεί ο συνοδός τους, ζωγραφιστεί από παλαιό δάσκαλό του, φιλόσοφο πυθαγορικό επίσης, του οποίου δεν μας δίνεται το όνομα. Ο συνοδός τους παρακαλεί να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να αντιληφθούν όσα θα τους ερμηνεύσει.
Η προσοχή που τους ζητά αφορά στη σωστή χρήση του Νου έτσι ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα την κατανόηση: «Εἰ μέν προσέξετε, καί συνήσετε τά λεγόμενα φρόνιμοι καί εὐδαίμονες ἔσεσθε, εἰ δέ μή ἄφρονες καί κακοδαίμονες κακῶς βιώσεσθε». Προσθέτει, δε, ότι σε σχέση με τον μύθο της Σφιγγός όπου ο διαβάτης που δεν έλυνε τον γρίφο σκοτωνόταν αμέσως, στην περίπτωση της αλληγορίας του πίνακα η φθορά του θανάτου θα ήταν αργή και βασανιστική, όσο και καταλυτική.
Πέρα από τον πρώτο περίβολο υπάρχουν άλλοι δύο περίβολοι. Στον πρώτο περίβολο, έξω από την πύλη υπάρχει πολύς κόσμος. Παρατηρώντας καλύτερα φαίνεται ότι ο κόσμος είναι νευρικός και αμήχανος, πρόκειται μάλλον περί κοινού όχλου. Μέσα στον περίβολο φαίνονταν πολλές γυναίκες. Ενας γέροντας σε υπερυψωμένη θέση μιλάει στον όχλο και μοιάζει να τους δίνει οδηγίες.
Ο συνοδός των περιηγητών τους ερμηνεύει ότι όλος τούτος ο τόπος λέγεται Βίος και ο όχλος που περιμένει σε αναστάτωση είναι οι άνθρωποι που πρόκειται να έρθουν στη Ζωή. Ο δε γέρος που στέκεται υπερυψωμένος στην πύλη και μιλά στον όχλο είναι ο Δαίμων που τους εξηγεί ποιον δρόμο πρέπει να πάρουν στη Ζωή για να μην χαθούν.
Δίπλα στην είσοδο φαίνεται μια γυναίκα που δίνει στον κόσμο από ποτήρι να πιούν κάτι. Μέσα στο ποτό υπάρχει η Πλάνη και η Αγνοια. Η ίδια λέγεται Απάτη και όλοι πίνουν, κάποιοι λίγο, κάποιοι πολύ.
Στη συνέχεια, τον κόσμο τον παραλαμβάνουν κάποιες γυναίκες: οι Δόξες (δηλαδή όχι η αντικειμενική Αλήθεια), οι Επιθυμίες και οι Ηδονές. Κάποιες οδηγούν στην καταστροφή και κάποιες στη σωτηρία, οι καλές και οι κακές αντίστοιχα. Πιο πέρα κάθεται επάνω σε μια πέτρα στρογγυλή και ασταθή η Τύχη, που δίνει και παίρνει κατά βούλησή της στους ανθρώπους. Διακατέχεται από τη μη σταθερότητα.
Εξω από τον πρώτο εσωτερικό περίβολο υπάρχουν και άλλες γυναίκες, αυτές είναι: η Ακρασία, η Ασωτία, η Απληστία, η Κολακεία, η Ηδυπάθεια, παρακάτω στέκεται η Τιμωρία για όσους πειστούν στις προηγούμενες και μαστιγώνονται για τις λάθος επιλογές τους. Και ακολουθούν κι άλλες γυναίκες: η Λύπη, η Οδύνη, η Αθυμία.
Οσοι έχουν πέσει θύματα των λάθος επιλογών τους οδηγούνται στον Οίκο της Κακοδαιμονίας τόπο θανάτου, εάν δεν περάσουν και δεν επιλέξουν τη Μετάνοια. Εφόσον η Μετάνοια επιλεχθεί τότε εκείνη τους απαλλάσσει και τους οδηγεί σε άλλη Δόξα, είτε στη Δόξα της Αληθούς Παιδείας, είτε στη Δόξα της Ψευδοπαιδείας. Υπό της Αληθούς Παιδείας διάγει βίο γαλήνιο και μακριά από την κακότητα. Υπό της Ψευδοπαιδείας διάγει στην απόλυτη πλάνη.
Στην πύλη του εσωτερικού περιβόλου στέκεται γυναίκα που λέει ότι ονομάζεται Παιδεία, αλλά έτσι απλά ισχυρίζεται η ίδια, διότι στην πραγματικότητα είναι Παιδεία Ψευδής, επιφανειακή και παραπλανητική. Στο εσωτερικό του δεύτερου περιβόλου φαίνεται πλήθος μέγα και αυτό αποτελείται από τους διανοητές, τους στοχαστές, τους ποιητές, τους επιστήμονες, τους χειριστές του λόγου. Είναι όλοι σε πλάνη. Εχουν πιεί πολύ από το ποτό της Απάτης και έτσι περιφέρονται σε έναν λάθος Βίο εφόσον δεν επιλέξουν τελικά να ακολουθήσουν κάποιο άλλο μονοπάτι που θα τους οδηγήσει στην αληθινή Παιδεία, την ουσιαστική, την βαθιά και την ατόφια. Τίποτα από όλα από όσα υποφέρουν μέσα στην βαριά πλάνη τους δεν είναι παρά ανοησία, ηλιθιότης, πάθη, ιδεοληψία.
Πέρα από τον ήδη εσωτερικό αυτό τόπο, κρυμμένος πίσω από αγκάθια και ζοφερά άγρια σημεία, υπάρχει δυσεύρετο ένα μονοπάτι. Το μονοπάτι τούτο οδηγεί σε ένα πολύ ψηλό, σκληρό, άκαρπο και φοβερό όρος. Στην κορυφή του φαίνεται ένας βράχος και επάνω στέκονται η Εγκράτεια και η Καρτερία. Σε άλλο οίκο πάλι που λέγεται Οικιτήριον των Ευδαιμόνων, κατοικούν όλες οι Αρετές και η ίδια η Ευδαιμονία. Πάλι δίπλα από την πύλη αυτού του εντελώς μυστικού και κρυφού μέρους στέκεται η Παιδεία αλλά αυτή τη φορά είναι η αληθής, όχι η ψευδής. Η πραγματική Παιδεία που οδηγεί στην αληθινή αιώνια και όχι πρόσκαιρη και εφήμερη Παιδεία. Ο δρόμος προς την Παιδεία είναι ακόμα πιο απότομος, στενός, σκοτεινός, εφιαλτικός, δύσκολος στην ανάβασή του. Και η Πύλη αυτή τη φορά είναι στενή σαν χαραμάδα. Ολες αυτές οι έσχατες γυναίκες όταν δουν κάποιον να σκαρφαλώνει προς το μέρος τους τότε τον ενθαρρύνουν, τον καλούν με τις γλυκιές τους φωνές να συνεχίσει να σκαρφαλώνει και όχι απλά να οδοιπορεί. Σύντομα θα είναι κοντά τους.
Οποιος σκαρφαλώσει και γνωρίσει την Ευδαιμονία απαλλάσσεται από τη Λύπη, την Οδύνη, την Ακρασία. Πλέον είναι κυρίαρχος του εαυτού του, θωρακίζεται και δεν νοιώθει τη δυστυχία διότι αυτή δεν υπάρχει πλέον γιαυτόν. Μακράν των ορμών, μακράν των παθών. Μακράν κάθε οφθαλμαπάτης: «Τό φρονεῖν μόνον ἀγαθόν, τό δέ ἀφρονεῖν κακόν».
Ο συνοδός των περιηγητών τους εξηγεί τι ακριβώς λέει ο Δαίμων της πρώτης Πύλης στον όχλο. Τους προετοιμάζει και τους ενημερώνει για το τι θα ακολουθήσει. Εκείνοι, ωστόσο, παραμένουν τυφλοί, αδρανούν, φέρονται ως παράλυτοι και ανίκανοι να συλλάβουν την Εννοια, ακόμα και όταν είναι μορφωμένοι, καλλιεργημένοι, γνώστες επιστημών και τεχνών.
Οχι στην Τύχη, ούτε στις Κενές Δόξες, οι οποίες μοιάζουν με πλοία ασταθή στον άδηλο πόντο και στις οποίες ουδείς μπορεί να στηρίξει τα θεμέλια του βίου του. Οχι στη φαυλότητα, η οποία ισοδυναμεί με δουλεία, σύμφωνα με τον Κέβητα. Δουλεία δεν είναι άλλη από την προσκόλληση στις υλικές σταθερές του βίου και την απομάκρυνση από το Ταυτό, τον αληθινό δηλαδή Εαυτό ο οποίος δεν είναι ο φαινόμενος αλλά ο κρυπτώμενος στα Βάθη της Συνειδήσεως. Οχι στη γνώση των φαινομένων πραγμάτων αλλά των υποδηλούμενων, των απόμακρων στην καθημερινή τριβή του υλικού ανθρώπου, εκείνων των γνώσεων που είναι αποκαλυπτικές, μη σαρκικές και εφήμερες. Η αληθής γνώσις κατά Κέβητα δεν μπορεί να είναι ούτε η Επιστήμη, ούτε η Τέχνη, ούτε οι μάταιες μετρήσεις του Σύμπαντος.
Αυτή η γνώση είναι υποταγμένη στις απαιτήσεις των δεσμών που κρατούν φυλακισμένο τον καθημερινό άνθρωπο στην φαινομενική του υπόσταση η οποία υπόκειται στη φθορά και στον υλικό θάνατο, είναι πεπερασμένη και τετριμμένη, παρ’ όλη τη μεγάλη σημασία που ενδέχεται να έχει στην πρόοδο του υλικού πολιτισμού και στην καλυτέρευση της ζωής. Γνώση, σύμφωνα με τον Κέβητα, αληθινή, μεστή, με γνήσιο νόημα και αυθεντική υπόσταση, είναι η γνώση της υπάρξεως του Ταυτού, του Βαθέως κοιμωμένου Εγώ, του Μυστικού και Προσωπικού Δαίμονα, κατά Σωκράτη. «Μή τῶ ὕπνω κατενεχθῆς ἴνα μή τῶ Θανάτω παραδοθῆς καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς». Επομένως, στην πραγματικότητα, άχρηστα είναι όλα εκείνα που δεν είναι σε θέση να αφυπνίσουν την Συνείδηση και την Ενσυναίσθηση.
Αξιες οι Επιστήμες όσο μας είναι χρήσιμες πρακτικά: για να μάθουμε να εκφραζόμαστε ορθά και να γινόμαστε κατανοητοί, για να μάθουμε το περιβάλλον του υλικού και πεπερασμένου Κόσμου, για να αντιλαμβανόμαστε καλύτερα τη θέση μας σε τούτον τον Κόσμο εντός του οποίου κινούμαστε κατά τη διάρκεια της σύντομης πορείας μας επί Γης. Πρόκειται περί χαλινού, λοιπόν, ο οποίος μας κρατά σε χρήσιμες δόξες, χρήσιμες ναι, εντούτοις περιορισμένες και αυτοπεριοριστικές. Οι αληθινές ανάγκες της Ψυχής δηλαδή η μακαριότητα και η γαλήνη δεν μπορούν να τραφούν από κανένα σπουδαίο υλικό ή τεχνοκρατικό επίτευγμα του επί Γης ανθρώπου. Οι ανάγκες εκείνες απαιτούν αναγνώριση της προσωπικής μας υποστάσεως και μόνο τότε τροφοδοτούνται από την αυτοβελτίωση και την πρόοδο στο ψυχικό και κατ’ επέκταση στο σαρκικό φέρεσθαι.
Ετσι εκτυλίσσεται όλη η περιγραφή αυτού του μυστηριακού Πίνακα η ανάγνωση του οποίου υποδεικνύει τις ορθές επιλογές που έχει στη διάθεσή του ο άνθρωπος. Λέγεται ότι ο Πυθαγόρας αλλά και αργότερα ο ίδιος ο Πλάτωνας στις σχολές τους έκαναν μεγάλη χρήση πινάκων με σύμβολα χαραγμένα επάνω. Οι μαθητές έπρεπε να αποσυμβολίσουν τις εικόνες που έβλεπαν μπροστά τους, με τη συμμετοχή των εποπτών τους. Πίνακες χωρίς κείμενα, παρά μόνο με ζωγραφικές παραστάσεις, αποτελούσαν τις πιο σημαντικές διδασκαλίες ακριβώς για δυνατή οπτική εντύπωση που προκαλούσαν στους μαθητές. Μια ακόμα λειτουργία τέτοιων Πινάκων στις σχολές των Πυθαγορικών και των Πλατωνικών ήταν η άνευ φωνής διδασκαλία και όπου θεωρούνταν προτιμότερο να μην ειπωθούν κάποιες διδασκαλίες αλλά να παρουσιαστούν μόνο έτσι, ώστε να μην ακουσθούν από άσχετους περίεργους και να μην γίνουν αντιληπτοί από ανθρώπους που δεν καταλάβαιναν τη φιλοσοφία. Η περίπτωση του συγκεκριμένου Πίνακα του Κέβητος του Θηβαίου δεν είναι μυστική εφόσον αφορά σε διδασκαλίες που αγκαλιάζουν όλους όσους ενδιαφέρονται να γίνουν καλύτεροι, συνετότεροι και σοφότεροι στην καθημερινότητα των επιλογών τους. Ας κρατήσουμε τον Πίνακα αυτόν κοντά μας και ας τον διαβάσουμε πολλές φορές. Ισως κάποιοι να κατορθώσουμε να δραπετεύσουμε από τον εγκλωβισμό στη ζοφερή μέγγενη των καιρών μας.
* Δρ Σταύρος Οικονομίδης, Adjunct Professor of Greek Archaeology, Arcadia University, Glenside, USA— Διευθυντής της Ελληνοαλβανικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Τριεθνές των Πρεσπών