Αξιωθήκαμε να γιορτάσουμε, για μια ακόμη φορά, τα Χριστούγεννα. Δεν είναι μικρό πράγμα. Ας μην το παίρνουμε ως δεδομένο.
Να ανάψουμε ένα κερί στην εκκλησία. Να ανταλλάξουμε τα δώρα μας. Να ευχηθούμε με ένα ποτήρι κρασί. Να απαθανατίσουμε τις πολύτιμες οικογενειακές μας στιγμές.
Ας μην μείνουμε μόνον εκεί. Οσο σημαντικό κι αν είναι αυτό.
Ας τα αξιοποιήσουμε. Ας αξιοποιήσουμε το πνεύμα, την αγάπη, την ζεστασιά, καθώς θα επανέλθουμε στη ρουτίνα της καθημερινότητας. Να μείνει κάτι από αυτά να μας συντροφεύει.
Η Γέννηση του Χριστού σε μια φάτνη της Βηθλεέμ -προσέξτε την ταπείνωση, σε φάτνη, μακριά από το κέντρο, την πρωτεύουσα- η γέννηση της Ελπίδας, σημαδεύεται κιόλας από την πρώτη στιγμή από την απειλή της φυσικής του εξόντωσης από τους εχθρούς του.
Δεν κατάφεραν να τον εξοντώσουν μωρό, τα κατάφεραν αργότερα. Ασχετα αν με τον τρόπο αυτό εκτελούσαν το έργο του Θεού. Σκεφτείτε το μήνυμα αυτής της πράξης.
Ο Ηρώδης, λοιπόν, φοβήθηκε για τη θέση του. Ακουσε ότι γεννήθηκε ο βασιλιάς των Ιουδαίων και κατελήφθη από πανικό. Επρεπε να βρει τρόπο να τον εξοντώσει και όταν αυτό δεν στάθηκε δυνατό, για να είναι βέβαιος έφτασε στο σημείο να θανατώσει όλα τα μωρά της περιοχής. Και τότε, αναφέρει το Ευαγγέλιο -Το Κατά Ματθαίον- ακούστηκε «θρήνος, κλάμα και μεγάλος οδυρμός».
Τόσο πολύ φοβήθηκε ο Ηρώδης.
Η ελπίδα όμως είχε γεννηθεί. Αυτή δεν μπορεί να την δολοφονήσει κανείς. Ο άνθρωπος δεν θα ήταν πια μόνος του στην πορεία της ζωής του. Θα είχε φίλο, δάσκαλο, προστάτη, σωτήρα. Θα έπαιρνε κουράγιο από Εκείνον. Θα πάσχιζε να ακολουθήσει, όσο είναι δυνατόν, τα βήματά Του.
Οχι. Δεν είναι πια μόνος.