Θυμάμαι, ότι όταν πήγαινα στο Δημοτικό στο χωριό μου, και επειδή ο πατέρας μου ήταν «νοικοκύρης» και είχα και φορούσα παπούτσια, έβγαζα τα δικά μου για να είμαι ξυπόλυτος, επειδή οι φίλοι μου δεν φορούσαν. Και όταν τα απογεύματα βρέχαμε τη φέτα του ψωμιού μας και το πασπαλίζαμε με ζάχαρη, η μάνα μου δεν μας άφηνε να βγούμε έξω στο δρόμο γιατί υπήρχαν γειτονόπουλα που δεν είχαν ζάχαρη στο σπίτι τους. Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, μετά τη διακοπή τριών χρόνων, που άρχισα να φοιτώ πάλι στο Γυμνάσιο, φορούσα κάθε μέρα το ίδιο πανταλόνι με δυο μπαλώματα στο κάθισμα και δύο στα γόνατα. Και περπατούσα 4 χιλιόμετρα στις σιδηροδρομικές γραμμές για να πάω στο σχολείο, με τρύπιες σόλες στα παπούτσια μου. Χωρίς βιβλία, που για να δώσω εξετάσεις εδιάβαζα τις σημειώσεις μου. Και όταν, για να μη περπατάω, ενοίκιασα ένα δωμάτιο στο κεφαλοχώρι του Γυμνασίου, η μάνα μου μου έδινε ένα καρβέλι ζυμωτό ψωμί στο τράστο για να περάσω τη βδομάδα.
Παρ’ όλα αυτά η γενιά μας έζησε. Και όταν αργότερα ήλθαν λίγο καλύτερες μέρες, αναλογιζόμενοι τα παλιά άσχημα χρόνια, εκτιμούσαμε αυτά που είχαμε και τα απολαμβάναμε. Προσπαθούσαμε να χτίσουμε τα καμένα σπίτια μας, να μαζέψουμε τα σκορπισμένα κομμάτια της ζωής μας και είμασταν ευτυχισμένοι που ζούσαμε και απολαμβάναμε την προσπάθεια να ξανασταθούμε στα πόδια μας. Πανηγυρίζαμε για κάθε επιτυχία, όσο μικρή και αν ήταν και είμαστε ευγνώμονες σε όσους μας έδιναν χέρι βοήθειας. Δεν βρίσαμε κανένα, δεν σπάσαμε, δεν διαδηλώσαμε, δεν μάθαμε ποτέ τι είναι «μολότωφ» και, φυσικά, δεν τη χρησιμοποιήσαμε.
Και φτάνουμε στα σημερινά παιδιά. Ευθυτενή, θρεμμένα, καλοντυμένα με την τελευταία μόδα, πανεπιστημιακά μορφωμένα, γλωσσομαθή, πανέξυπνα, με τηλέφωνα τελευταίας μόδας, με Ipads, παιδιά που ποτέ δεν αντιμετώπισαν την άρνηση σε ό,τι ζήτησαν από τους γονείς τους, τα ακούμε να εκφράζουν συνεχώς παράπονα. Για όλα. Για την κυβέρνηση, για τους νόμους, για την Εκκλησία, για την οικονομία, για την παλιά γενιά, για τους ξένους, για το κεφάλαιο, για την αγορά, για τη συγκοινωνία, για οτιδήποτε έρχεται στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια των συζητήσεών τους στην καφετέρια.
Δεν εκφράζονται ικανοποιημένα από τη ζωή τους και, γενικά, από τη δομή της κοινωνίας. Και ό,τι θέλουν, ζητούν να τους το «δώσουν» και όχι να το «αποκτήσουν». Και αποζητούν αλλαγές αλλά χωρίς κατά ένα συγκεκριμένο τρόπο. Τι θα προκύψει από την αλλαγή, θα το δούμε αργότερα. Και αφού τα πράγματα, όπως είναι τώρα, δεν μας ικανοποιούν, επομένως πρέπει να τα αλλάξουμε. Πώς; Με κάθε μέσον, ανεξάρτητα από τη νομιμότητά του. Και σε αυτή την περίπτωση κάθε νόμος, κάθε εξουσία, που στέκεται ενάντια, από οπουδήποτε και αν προέρχεται. είναι ο «εχθρός».
Και, ευλόγως, αναφύεται το ερώτημα: Γιατί αυτή η οργή, γιατί αυτή η ανυπακοή, γιατί όλη αυτή η θανατηφόρα αντίδραση; Γιατί; Γιατί αυτή η καλοαναθρεμμένη νεολαία δεν έμαθε ποτέ και επομένως δεν ξέρει πώς να αντιμετωπίσει το «όχι» που συναντά μερικές φορές από την κοινωνία, από το κράτος, από την «εξουσία». Η πλειοψηφία αυτών των παιδιών δεν άκουσε ποτέ από τους γονείς του το «όχι».
Ο,τι θέλησε το είχε. Κανένας νέος δεν μπορούσε να φορέσει ρούχο που δεν είχε το λόγο μιας αναγνωρισμένης βιομηχανίας, ούτε μπορούσε να φορέσει κάθε μέρα το ίδιο ρούχο. Ήταν ντροπή. Ακόμα και φτωχοί γονείς, έχοντας νιώσει κατά το παρελθόν τη φτώχια και τη μιζέρια, προσπαθούσαν να ικανοποιήσουν κάθε επιθυμία που θα εκφραζόταν από τα παιδιά τους. Να μη στερηθούν, όπως αυτοί, κατά το διάστημα της δυστυχίας που πέρασε η χώρα μας και ο λαός της. Οι οικογενειακές παραδόσεις εξέλειπαν προς χάριν της προσαρμογής των γονιών προς το ωράριον του «παιδιού». Ετρωγαν ό,τι ήθελαν και ό,τι ώρα ήθελαν. Για τα νέα παιδιά της μεταπολίτευσης δεν υπήρχαν κανόνες συμπεριφοράς. Δεν υπήρχε διάθεση για την εκτέλεση ενός μικρού «θελήματος». Η Μαμά δεν άφηνε τα παιδιά να μαζεύουν τα ρούχα τους όταν άλλαζαν, ή να μαζεύουν τα βιβλία τους, ή να είναι στην ώρα τους στο δείπνο. Τα παιδιά μπορούσαν να κάνουν και να πουν ό,τι τους κατέβαζε χωρίς κανείς να τους πει ότι αυτό ή εκείνο απαγορεύεται. Το «πρέπει» και το «απαγορεύεται», σαν έννοιες, δεν διαμορφώθηκαν ποτέ στη συνείδηση του παιδιού. Η έννοια «καθήκον» δεν πήρε ποτέ τη θέση της στη συνείδησή του για να διαμορφωθεί ο χαρακτήρας και να γίνει σωστός πολίτης με πλήρη συναίσθηση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων, που πρέπει να χαρακτηρίζει όποιον θεωρεί τον εαυτό του δημοκράτη. Ποιος γονιός σήμερα προτρέπει το παιδί του να προσφέρει τη θέση του σε κάποιο ηλικιωμένο στο λεωφορείο και το τραίνο;
* Ο Κωνσταντίνος Λυκογιάννης είναι πρώην πρόεδρος του Πανηλειακού Συλλόγου Νέας Υόρκης.