Οι πρόσφατες εκλογές στην Ελλάδα και την Τουρκία ανέδειξαν σταθερές κυβερνήσεις με πολιτικό χρονικό ορίζοντα αρκετών ετών και υπό την ηγεσία δυο ισχυρών ανδρών οι οποίοι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, έχουν εξασφαλίσει αναμφισβήτητη πρωταγωνιστική θέση στο εσωτερικό πολιτικό περιβάλλον τους και διαθέτουν σημαντική διεθνή παρουσία.
Ο συνδυασμός αυτός αποτελεί, για όσους έχουν έστω και στοιχειώδη γνώση του ιστορικού παρελθόντος των ελληνοτουρκικών σχέσεων, πολύ ευνοϊκή συγκυρία για μια σοβαρή προσπάθεια, προκειμένου να τεθούν τα προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών σε μια διαδικασία ουσιαστικής διευθέτησης.
Εντούτοις, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ορθώνεται πάλι ένα γνωστό εμπόδιο που στο παρελθόν έχει αποδειχθεί ανυπέρβλητο ακόμη και όταν άλλοι καθόλα ικανοί ηγέτες προσπάθησαν να το ξεπεράσουν.
Το εμπόδιο αυτό είναι ο «πατριωτισμός» με την έννοια της αντίληψης και προσέγγισης των ελληνοτουρκικών διμερών προβλημάτων μέσω μιας, δογματικής, ακραία εθνικιστικής, δημαγωγικής, κοντόφθαλμης και σε τελική ανάλυση επιζήμιας για τα εθνικά συμφέροντα πολιτικής.
Μόλις ο Πρωθυπουργός, μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο της Τουρκίας, ανήγγειλε την κοινή απόφαση ενός διαλόγου μεταξύ της Αθήνας και της Αγκυρας, ακολούθησε και συνεχίζεται μια συγχορδία ποικίλλων αρνητικών αναλύσεων και φοβικών προειδοποιήσεων και κατηγοριών για επικείμενη εθνική μειοδοσία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της δυστυχώς συνηθισμένης συμπεριφοράς είναι η απόφαση ενός υπερσυντηρητικού κόμματος στην Ελληνική Βουλή να αρνηθεί να συμπράξει γενικώς στη συζήτηση του κυβερνητικού νομοθετικού έργου διότι η κυβέρνηση είναι «παράνομη» αφού απεργάζεται ξεπούλημα των εθνικών δικαίων!
Φανταστείτε ότι, ως ελάχιστη παρενέργεια, με αυτή την απόφαση διακυβεύεται ακόμη και η έγκριση του νομοσχεδίου για την παροχή πλήρους δικαιώματος ψήφου στον Απόδημο Ελληνισμό!
Με απλά λόγια, ενώ ο τόπος διαθέτει μια νεοεκλεγείσα από ευρεία πλειοψηφία κυβέρνηση, αποτελούμενη από αναγνωρισμένα, ικανά στελέχη, διάφοροι πολιτικοί αναλυτές, αυτοαποκαλούμενοι εμπειρογνώμονες, ειδικοί και κομματικοί παράγοντες, ανακηρύσσουν εαυτούς αυθεντικούς τιμητές των εθνικών συμφερόντων και επιχειρούν με δογματικές, δημαγωγικές, εθνικιστικές και κατά το πλείστον έωλες γνωμοδοτήσεις και εικασίες να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη.
Αναρριπίζουν φόβους και παλαιά πάθη και αφαιρούν από τη χώρα τη δυνατότητα να προχωρήσει στην ουσιαστική κατοχύρωση της ασφάλειας και κυριαρχίας της.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο και είναι πάντα άκρως επιζήμιο.
Σε όσους έχουν από διάφορες πολιτικές ή διπλωματικές θέσεις συμμετάσχει σε προετοιμασία ή διεξαγωγή διαπραγματεύσεων ή και απλών ακόμη διμερών συζητήσεων, είναι γνωστή η επιρροή των «πατριωτικών» αυτών κύκλων οι οποίοι από ιδιοτέλεια ή ανοησία εμποδίζουν ή υπονομεύουν κάθε προσπάθεια σε οιοδήποτε επίπεδο για άσκηση θαρραλέας, δημιουργικής και σύμφωνης προς τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της χώρας εξωτερικής πολιτικής.
Εν όψει της παρούσας προοπτικής για μια νέα τέτοια πρωτοβουλία δεν μένει παρά να ευχηθούμε αλλά και να συνεισφέρουμε ο καθένας από το δικό του μετερίζι εθνικής ευθύνης, αξιωματούχοι, εκπρόσωποι του Τύπου αλλά και απλοί πολίτες, ώστε οι συνήθεις «υπερπατριώτες» να αντιληφθούν ότι ουδείς έχει το μονοπώλιο της προστασίας των εθνικών δικαίων και ότι οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα υπεύθυνου χειρισμού τους είναι εκείνοι που εκφράζουν θεσμικά τη βούληση του ελληνικού λαού.