Τούτο τον καιρό, γεμάτες οι εφημερίδες, οι τηλεοράσεις, με ειδήσεις
από τον πόλεμο, με σχέδια, χάρτες, εξηγήσεις, προβλέψεις, απειλές,
στα σπίτια μας φέρνουν, τα μίση, τον σπαραγμό,
του πολέμου τη φρίκη, την καταστροφή, τον αφανισμό.
Χάνονται νεανικές ζωές. Καίγονται, ρημάζουν πολιτείες.
Σταυρώνονται τα όνειρα, οι επιθυμίες.
Παραδέρνει από το κρίμα η ψυχή. Τα κράτη παίρνουν θέση.
Βαθαίνουνε τα ρήγματα. Της ειρήνης το όραμα, όλο και ξεμακραίνει.
Η κατάρα του πολέμου απλώνει βιαστικά, τη μαύρη της σκιά.
Εμείς, μπερδεμένοι ακροατές, θεατές.
Η αχλή της καταστροφής, θολώνει το μυαλό που προσπαθεί να βρει
πού είναι η αλήθεια, ποιος δίκαιο έχει, ποιος στο άδικο δίνει τροφή.
Ωστόσο, δίκαιο τι σημαίνει, όταν πετρώνει η καρδιά,
και το χώμα, αίμα ζεστό ρουφά.
Υπάρχει δίκαιο,
στην πείνα, στον σκοτωμό, στην προσφυγιά, στον ξεριζωμό;
Οταν ο μόχθος, ο ιδρώτας ο πικρός, συντρίμμια γίνονται, σορός;
Οταν μια σημαία διπλωμένη, μια επιστολή με χρυσή σφραγίδα
σε γονιό φέρνουν τα νέα πως ο λεβέντης του έγινε φως κι αγέρας.
Οταν παιδιά μικρά, της ορφάνιας την πίκρα θα γεύονται παντοτινά.
Οταν η γυναίκα, η αρραβωνιαστικιά, τα όνειρά της πρέπει να ξεχνά.
Οταν….. πόσα αμέτρητα όταν!
Φοβισμένοι, μέσα στο σκοτάδι, ψαχνόμαστε, χανόμαστε.
Η νύχτα με χλαίνη στο αίμα βουτηγμένη σκεπάζει τα άψυχα κορμιά.
Ύστερα, στα πέπλα της κρυμμένη, την χαμένη ζωή θρηνεί μυστικά
Η νέα αυγή, πάνω σε ένα κομμάτι γαλανού ουρανού για μαξιλάρι,
του καθένα το κεφάλι ακουμπάει με στοργή.
Ξέρουν, υπάκουο στις διαταγές, το κάθε παλληκάρι με το όπλο αγκαλιά
για της δικής του πατρίδας, την περηφάνια, την δόξα και την τιμή,
διάβηκε στην όχθη την αντικρινή.
Η πορεία για το δίκαιο και την αλήθεια είναι δύσκολη κι ανηφορική.