Από τον καιρό που οι Αρχοντες της Αρχαίας Αθήνας πλήρωναν στους προγόνους μας τα «θεωρικά», δηλαδή τα έξοδα για να βλέπουνε θέατρο, από τότε χρονολογείται και η παράδοση για το δωρεάν… χάζεμα των Αθηναίων.
Αυτή ακριβώς η παράδοση, μαζί με την περιέργεια -που ως γνωστόν είναι πηγή, αλλά συχνά και πληγή της γνώσης- εμπνέουν τους αργόσχολους συμπολίτες, όπου τύχουν και όπου σταθούν να χαζεύουν.
Και έχουν δα αρκετές αφορμές γι’ αυτό.
Η ελληνική πρωτεύουσα συγκεντρώνει ποικίλα θεάματα και ακροάματα, που καταφέρνουν εύκολα να σκλαβώνουν το ενδιαφέρον και την περιέργεια του κοινού.
Είναι εξάλλου και οι διάφορες επινοήσεις των διαφημίσεων και τα εκθέματα στις βιτρίνες των μαγαζιών που επίσης προκαλούν το άπληστο βλέμμα και οξύνουν την χαζευτική προδιάθεση των αργόσχολων.
***
Ας δούμε κάποια παραδείγματα.
Να λόγου χάριν εκεί στα Χαυτεία υπάρχει κόσμος συγκεντρωμένος. Τι βλέπει; Απλούστατα μια ανδρική κούκλα στημένη στην προθήκη ενός καφεκοπτείου. Παριστάνει έναν χαρακτηριστικό τύπο Βραζιλιάνου, ο οποίος με ένα έξυπνο τέχνασμα ανοίγει και κλείνει τα βλέφαρά του, κινεί τα χείλια και τα φρύδια, και γενικά δίνει την εντύπωση πως μιλά, ενώ στα πόδια του ξεπηδούν διαδοχικά επιγραφές που διαφημίζουν συγκεκριμένη μάρκα καφέ.
Οι διαβάτες κοντοστέκονται, οι βιαστικοί παραξενεύονται, και οι αργόσχολοι συνωστίζονται και κολλάνε έτσι όλοι από τον πρώτο που στάθηκε να χαζέψει έως τον τελευταίο, που αγκυροβόλησε στην ουρά και βασανίζεται να δει τι… βλέπουνε οι άλλοι.
Και να σκεφτείτε πως δεν είναι όλοι άεργοι. Οι περισσότεροι από αυτούς, περαστικοί από ή για ασχολίες τους, παρασέρνονται και ξεχνιούνται εκεί δα. Κύριοι με τον χαρτοφύλακα παραμάσχαλα, άνθρωποι του λαού με τα σύνεργα της δουλειάς τους, κυράδες φορτωμένες, και φυσικά πολλά παιδιά…
***
Ας ρίξουμε τώρα ένα βλέμμα στην οδό Αθηνάς, την περιοχή των θαυμάτων και των παράξενων…
Εδώ πλέον το χάζεμα έχει τη μορφή προσκυνήματος – όπως των Μουσουλμάνων στη Μέκκα.
Οι αργόσχολοι, οι εύπιστοι και οι απλοϊκοί συγκεντρώνονται εδώ από όπου και αν προέρχονται, από κάθε γωνιά της Ελλάδος, ακόμα και κοσμογυρισμένοι Ελληνες – Ολοι στην οδό Αθηνάς!
Και ανακόπτουν το βήμα, για να ακούσουν και να δουν – μα τι πρώτο και τι ύστερο; Τον πονηρό να διαφημίζει ένα κατασκεύασμά του, που «καθαρίζει» τους λεκέδες. Τον αγύρτη που θεραπεύει τον πονόδοντο με τη σκόνη του «Δόκτορα Μικάδο». Τον χωρικό που ξερίζωσε όλες τις πικραγγουριές από τα Μεσόγεια και τις πουλάει προς 5000 την οκά -δωρεάν η συνταγή- για να θεραπεύσει ο κόσμος «πάσαν νόσον…» κ.λπ κ.λπ.
Μα δεν είναι μόνο αυτές οι γραφικότητες που προσφέρονται στους αργόσχολους. Είναι και ο λιγδιασμένος καλόγερος που στρώνεται σχεδόν καταμεσής στο δρόμο και κάνει μετάνοιες και προσεύχεται. Υστερα τινάζεται όρθιος και ασυνάρτητα κηρύττει περί ηθικής και κολάσεως, για να σας σερβίρει στο τέλος με χίλιες δραχμές το έντυπο με τη βιογραφία και τα θαύματα του Οσίου Αρσενίου – βοήθειά σας!
Είναι ακόμα -αυτοί δα και αν είναι!- οι απατεώνες που κατακλέβουν τους απλοϊκούς στα χαρτιά, με τον κλασικό μα αθάνατο «παπά» και που, ενώ παίζουν, ξαφνικά τους χάνετε μονομιάς από μπροστά σας, πριν ακόμα ξεμυτίσει από πέρα ο αστυφύλακας!
***
Πελατεία χαζολόγων συγκεντρώνουν άφθονη και οι βιτρίνες των πρακτορείων που προμηθεύουνε λαχεία, χάριν στις έξυπνες συχνά διαφημίσεις τους.
Εκεί λ.χ. στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου έχουν διασκευάσει μια προθήκη σε μαρμάρινη βρύση, που από το στόμα μιας λεοντοκεφαλής, που παριστάνει κρουνό, ξεχύνονται ορμαθός… ψεύτικες λίρες – πηγή πλούτου λέει, που σας καλεί να αγοράσετε από εκεί το λαχείο σας.
Παρακάτω ένα άλλο πρακτορείο διαφημίζει ένα γουρλή πίθηκο, τον Κάρλο. Ο επιχειρηματίας του προτείνει μία δέσμη λαχεία από όπου αυτός έχει την επιτηδειότητα να αρπάζει ένα -το τυχερό!- και να σας το δίνει. Και εσείς το αγοράζετε με την ελπίδα ότι εφόσον δεν σας εξασφαλίζουν την τύχη σας τα δίποδα, ίσως την βρείτε από τον… Κάρλο!
Ετσι, λοιπόν, απλά και προ πάντων ανέξοδα, διασκεδάζουν τον καιρό της αργίας τους οι συμπολίτες μας στους δρόμους της Αθήνας. Και για να πεισθείτε δεν έχετε παρά να… δοκιμάσετε και εσείς!
(Βασισμένο σε χρονογράφημα του Κλ. Μιμίκου στην εφημερίδα «Αθηναϊκή», 1952)