ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ. Το 2004 η Gilead Sciences αποφάσισε να σταματήσει την αναζήτηση ενός νέου φαρμάκου για τον H.I.V. Η δημόσια εξήγηση ήταν ότι δεν διέφερε επαρκώς από μια υπάρχουσα θεραπεία ώστε να δικαιολογείται η περαιτέρω ανάπτυξή του.
Ωστόσο, κάτι άλλο ήταν αυτό που έπαιζε ρόλο. Η Gilead είχε καταστρώσει ένα σχέδιο καθυστέρησης της κυκλοφορίας του νέου φαρμάκου για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη της, παρόλο που τα στελέχη της είχαν λόγους να πιστεύουν ότι μπορεί να αποδειχθεί ασφαλέστερο για τους ασθενείς.
Τα παραπάνω προκύπτουν από έναν όγκο εσωτερικών εγγράφων που δημοσιοποιήθηκαν στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας κατά της εταιρείας και τα οποία επικαλείται η «New York Times σε σχετικό δημοσίευμά της.
Η Gilead, μία από τις μεγαλύτερες φαρμακοβιομηχανίες στον Κόσμο, φάνηκε να υιοθετεί μια πατροπαράδοτη τακτική της βιομηχανίας: να παίζει με το σύστημα πατεντών των ΗΠΑ για να προστατεύει τα κερδοφόρα μονοπώλια στα φάρμακα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις.
Εκείνη την εποχή, η Gilead διέθετε ήδη ένα ζευγάρι θεραπειών blockbuster για τον ιό H.I.V. οι οποίες στηρίζονταν σε μια έκδοση ενός φαρμάκου που ονομάζεται τενοφοβίρη (tenofovir). Η πρώτη από αυτές τις θεραπείες επρόκειτο να χάσει την προστασία του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (πατέντας) το 2017, οπότε οι ανταγωνιστές θα ήταν ελεύθεροι να εισαγάγουν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις.
Το πολλά υποσχόμενο φάρμακο, που βρισκόταν τότε σε πρώιμα στάδια δοκιμών, ήταν μια ανανεωμένη έκδοση της τενοφοβίρης. Τα στελέχη της Gilead γνώριζαν ότι είχε τη δυνατότητα να είναι λιγότερο τοξικό για τα νεφρά και τα οστά των ασθενών από ό,τι η προηγούμενη έκδοση, σύμφωνα με εσωτερικά υπομνήματα που αποκαλύφθηκαν από δικηγόρους οι οποίοι μηνύουν την Gilead για λογαριασμό ασθενών.
Παρά τα πιθανά αυτά οφέλη, τα στελέχη κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η νέα έκδοση κινδύνευε να ανταγωνιστεί το υπάρχον, προστατευόμενο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας σκεύασμα της εταιρείας. Εάν καθυστερούσαν την κυκλοφορία του νέου προϊόντος μέχρι λίγο πριν από τη λήξη των υφιστάμενων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η εταιρεία θα μπορούσε να αυξήσει σημαντικά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο τουλάχιστον μία από τις θεραπείες της για τον ιό της H.I.V. θα παρέμενε προστατευμένη.
Η «στρατηγική επέκτασης της πατέντας», όπως την αποκαλούσαν επανειλημμένα τα έγγραφα της Gilead, θα επέτρεπε στην εταιρεία να διατηρήσει υψηλές τιμές για τα φάρμακα με βάση την τενοφοβίρη. Η Gilead θα μπορούσε να μεταφέρει τους ασθενείς στο νέο της φάρμακο λίγο πριν βγουν στην αγορά τα φθηνά γενόσημα. Θέτοντας την τενοφοβίρη σε μια πορεία που θα παρέμενε ένας κολοσσός κερδοφορίας για δεκαετίες, η στρατηγική αυτή είχε δυνητική αξία δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η Gilead κατέληξε να εισαγάγει μια έκδοση της νέας θεραπείας το 2015, σχεδόν μια δεκαετία μετά τη δυνητική διάθεσή της, αν η εταιρεία δεν είχε διακόψει την ανάπτυξή της το 2004. Τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας της επεκτείνονται τώρα τουλάχιστον μέχρι το 2031.
Η καθυστερημένη κυκλοφορία της νέας θεραπείας είναι τώρα το αντικείμενο αγωγών σε πολιτειακό και ομοσπονδιακό επίπεδο, στις οποίες περίπου 26.000 ασθενείς που έλαβαν τα παλαιότερα φάρμακα της Gilead για τον ιό H.I.V. ισχυρίζονται ότι η εταιρεία τους εξέθεσε χωρίς λόγο σε προβλήματα με τα νεφρά και τα οστά.
Πηγή: «New York Times»