Κύριε Διευθυντά,
Εκείνο το πρωινό της ενδεκάτης Σεπτεμβρίου του 2004, δίδασκα στην αίθουσα 502, στον πέμπτο όροφο του σχολικού κτιρίου, στο οποίο δίδαξα για πολλά χρόνια. Στην απέναντι, από τη δικιά μου αίθουσα, δίδασκε ο καθηγητής των Μαθηματικών. Εβραίος αυτός, χριστιανή εγώ. Είμαστε, όχι μόνο καλοί συνάδελφοι, αλλά και καλοί φίλοι. Ξαφνικά τον βλέπω να ανοίγει την πόρτα της δικής μου αίθουσας λέγοντας:
– Κάτι γίνεται, στο Μανχάταν!
Ευτυχώς, δεν είχαμε μαθητές σε όλο τον όροφο, εκείνη τη διδακτική περίοδο. Πήγα στο παράθυρο, που έβλεπε προς το Μανχάταν και είδα μαύρο καπνό, στο νότιο μέρος της πόλης.
– Μπα! λέω στον συνάδελφο. Θα γυρίζουν κάποια ταινία.
Πού να φανταστώ, εκείνη τη στιγμή του χρόνου, στον τόπο που είμαστε, την αλήθεια!
Θυμάμαι, χωρίς καθυστέρηση, ειδοποιήσαμε όσους γονείς μπορέσαμε να έλθουν αμέσως, να πάρουν τα παιδιά από το σχολείο. Πολλοί γονείς δούλευαν στο Μανχάταν. Ξεκίνησαν να έλθουν στην Αστόρια με τα πόδια. Είχε διακοπεί η συγκοινωνία.
Κρατήσαμε τα παιδιά, προσπαθώντας να μην τα τρομάξουμε, λέγοντάς τους τι συνέβαινε. Όσοι διδάσκοντες μέναμε στην Αστόρια, μείναμε στο σχολείο ώσπου όλοι οι γονείς να παραλάβουν τα παιδιά τους. Οι συνάδελφοι που δεν ζούσαν στην Αστόρια έφυγαν για τα σπίτια τους. Δεν ξέραμε τι άλλο μπορούσε να συμβεί. Από τα παράθυρα βλέπαμε τη γέφυρα γεμάτη ανθρώπους, που επέστρεφαν στα σπίτια τους με τα πόδια γιατί είχαν σταματήσει όλα τα μέσα συγκοινωνίας.
Ποτέ πια. Εσείς μεγάλοι, αφήστε επιτέλους εμάς τους μικρούς να ζήσουμε ειρηνικά, χωρίς να σκοτώνουμε ο ένας άνθρωπος τον άλλο άνθρωπο, τον γείτονά του, τον συμπολίτη του. Ολοι μας, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, θρησκείας, έθνους, κράτους, είμαστε αδέλφια. Ζώντας ειρηνικά, έχοντας το νου σε έργα κοινωνικής ωφέλειας, μεγαλουργούμε. Κτίζουμε πολιτισμούς στη Γη, κατακτάμε τους αιθέρες και κάνουμε βόλτες στο Διάστημα, ώσπου και αυτό να γίνει δικό μας.
Ευχαριστώ για τη φιλοξενία
Με εκτίμηση,
Αικ. Κολλάρου
Αστόρια, ΝΥ