Μεγάλο βάσανο, τέλος πάντων, το πρωινό ξύπνημα. Τώρα μάλιστα με αυτό το κρύο, κανενός δεν του κάνει η καρδιά να εγκαταλείψει την προστατευτική ζεστασιά του χοντρού παπλώματος και της μάλλινης κουβέρτας.
Το επίμονο κουδούνισμα του ξυπνητηριού ήταν πάντοτε ενοχλητικό. Αυτές τις μέρες έχει γίνει αφόρητο. Το παρατεταμένο και μονότονο «γκρρρρρνννν» που τρυπάει τις κουβέρτες, τα παπλώματα, τα μαξιλάρια, για να σου τρυπήσει στο τέλος και τα αυτιά, σε κάνει, το άτιμο, έξω φρενών!
Γυρίζεις από την άλλη μεριά, χώνεσαι κάτω από τα μαξιλάρια, βουλώνεις τα αυτιά σου, πουθενά, όμως, δεν βρίσκεις ησυχία. Το κουδούνισμα εξακολουθεί με την ίδια πάντοτε επιμονή και την ίδια σκληρότητα.
– Γκρρρρρννννν…
Πώς όμως είναι δυνατόν να πάρεις την μεγάλη απόφαση και να πετάξεις κουβέρτες και παπλώματα, τη στιγμή που έξω από τα θολωμένα τζάμια της κρεβατοκάμαράς σου, διακρίνεις τον παγωμένο δρόμο, στον οποίο κυκλοφορούν ήδη οι πρώτοι ξεπαγιασμένοι διαβάτες;
Φτάνει να ρίξεις μια ματιά στον μολυβένιο ουρανό για να σε πιάσουν ρίγη και να χωθείς κουλουριαστός όσο πιο βαθιά μπορείς, κάτω από το πάπλωμα!
Η γυναίκα σου ή η μητέρα σου, που αποβραδίς της είπες να σε ξυπνήσει οπωσδήποτε στις οκτώ γιατί έχεις μια «πολύ σπουδαία δουλειά», πλησιάζει στο κρεβάτι σου, και σε σκουντάει ελαφρά.
– Ψιτ… Νικολάκη…
Εσύ την ακούς πολύ καλά αλλά κάνεις το «κορόιδο».
– Νικολάκη ξύπνα!
Τσιμουδιά εσύ…
– Ελα Νικολάκη… πήγε οκτώ και δέκα…
Η σιωπή σου όμως προς απάντησή της…
Το σκούντημα γίνεται τώρα πιο έντονο και η φωνή πιο δυνατή…
– Θα ξυπνήσεις επιτέλους; Σήκω λοιπόν…
Εσύ κάνεις τώρα πως τάχατες ενοχλείσαι. Μουρμουρίζεις μέσα από τα δόντια σου ακατάληπτές κουβέντες, και γυρίζεις από την άλλη μεριά!
Το σκούντημα μεταβάλλεται τώρα σε τράνταγμα, και η ώρα από οκτώ και δέκα γίνεται –προς εκφοβισμό- οκτώ και μισή!
– Ξύπνα επιτέλους καημένε, πήγε οκτώ και μισή…
Εδώ πια θεωρείς ότι έχεις υποχρέωση να απαντήσεις. Το κάνεις λοιπόν αγριωπά και απότομα…
– Τι τρέχει; Τι θέλεις;
– Ξύπνα.
– Καλά, θα ξυπνήσω…
– Η ώρα είναι οκτώ και μισή…
– Ε, και ύστερα;
– Μου ζήτησες να σε ξυπνήσω στις οκτώ!
– Ετσι σου είπα;
– Ετσι μου είπες βέβαια…
– Ε, τώρα το ξελέω! Ασε με ήσυχο και φύγε…
– Μου είπες να μη φύγω αν προηγουμένως δεν σε ξυπνήσω!
– Ε, με ξύπνησες!
– Τι θα κάνεις λοιπόν; Θα σηκωθείς ή όχι;
– Δεν θα σηκωθώ.
– Μα δεν είπες ότι έχεις μια σπουδαία δουλειά;
-Και δεν ξέρω εγώ, δηλαδή, τι δουλειά έχω; Εσύ θα μου το πεις;
– Ετσι μου είπες χθες βράδυ!
– Την κανόνισα τη δουλειά…
– Πότε την κανόνισες; Στον ύπνο σου;
– Στον ύπνο μου, μάλιστα!
– Ελα τώρα… Σήκω… Αντε και είναι περασμένη η ώρα…

***
Με την κουβέντα έχεις, βέβαια, ξυπνήσει εντελώς. Είναι όμως αδύνατον να πάρεις τη μεγάλη απόφαση και να εγκαταλείψεις την ζεστασιά του κρεβατιού σου. Τραινάρεις λοιπόν, όσο μπορείς, το ζήτημα…
– Καλά, θα σηκωθώ… Φτιάξε μου, όμως, ένα καφεδάκι.
– Σήκω εσύ και μέχρι να ντυθείς θα είναι έτοιμος…
– Οχι, εδώ να μου τον φέρεις.
– Στο κρεβάτι;
– Στο κρεβάτι!
Βέβαια, με αυτή την ιστορία του καφέ, έχεις ήδη αναβάλλει το πρωινό μαρτύριο για πέντε ολόκληρα λεφτά!
Τα πέντε όμως λεπτά περνούν γρήγορα και ο καφές έρχεται και πίνεται…
Το ενοχλητικό «σήκω» ξαναρχίζει…
– Αντε Νικολάκη… Αντε μπράβο.
Προσπαθείς πια να βρεις άλλο πάτημα.
– Κάλτσες, μου έβγαλες;
– Σου έβγαλα.
– Πουκάμισο;
– Και πουκάμισο…
– Τα παπούτσια μου τα γυάλισε η Μαρία;
– Τα γυάλισε…
– Δεν τα δίνεις να τους αλλάξει και τα κορδόνια;
– Τα άλλαξε… Σήκω…
Προσπαθείς μάταια να βρεις κάποιο τρόπο να κερδίσεις ακόμα ένα-δύο λεπτά… Μάταιος κόπος. Το μυαλό σου έχει σταματήσει… Παίρνεις επιτέλους τη μεγάλη απόφαση και πετάς τις κουβέρτες!
Οταν φοράς πια τη γραβάτα κοιτάζεις και το ρολόι σου και πληροφορείσαι ότι η ώρα είναι πλέον εννέα παρά τέταρτο! Μόνο τότε συνέρχεσαι και -φυσικά!- γίνεσαι έξαλλος που… δεν σε ξυπνήσανε! Διαμαρτύρεσαι, λοιπόν, με τον πιο έντονο τρόπο…
– Μα γιατί βρε αδερφέ, δεν με ξυπνάγατε;! Σας είπα να με ξυπνήσετε στις οκτώ… Σας το είπα, δεν σας το είπα; Ορίστε τώρα τι μου κάνατε… Η ώρα είναι εννέα παρά τέταρτο! Πώς να προλάβω τη δουλειά μου; Αχ, αυτό το σπίτι! Αυτό το σπίτι! Δεν βρίσκεις άνθρωπο να συνεννοηθείς!
(βασισμένο σε κείμενο του Αλέκου Σακελλάριου για την εφημερίδα «Ασύρματος», 1940)