Αγριεμένος ο Εγκέλαδος χτύπησε ξανά δίχως λύπηση καμιά,
Αφήνοντας πίσω νεκρούς, αγνοουμένους, λαβωμένους,
χαλάσματα, δυστυχία, συμφορά, του Αδη το σκοτάδι και την παγωνιά.
Σε μια μικρή στιγμή, σκόνη πηχτή γινήκαν χρόνων κόποι σκληροί.
Ανθρώπινες σάρκες, πέτρες, σιδερικά, καλώδια, ηλεκτρικά
όλα μια μάζα, δίχως μορφή.
Καταστροφή, αφανισμός που τη μεγαλύτερη φαντασία ξεπερνά.
Η τεχνολογία μας φέρνει κοντά. Ο κόσμος μικραίνει.
Η θλίψη μεγαλώνει, κι όλο βαραίνει.
Οι κραυγές των ανθρώπων στα μακρινά που μιλούνε άλλη γλώσσα
αλλιώτικα έχουνε πιστεύω, ιδανικά, πολιτική, ιστορία, θρησκεία,
κάνουν την καρδιά μας να πονάει δυνατά.
Ανθρωποι. Ολοι μας, θνητοί.
Με φραγμούς γεμάτους αγκάθια, με διαφορές κι αναρίθμητα κοινά.
Ιδια ανυπόφορος για όλους του αποχαιρετισμού ο πόνος, η απελπισιά
ίδια παντού του ορφανού η ανημποριά, του γονιού ο σπαραγμός,
του αδελφού, του φίλου, του αγαπημένου, του συγγενή o οδυρμός.
Κόκκινο το αίμα κάτω από το δέρμα, ίδια πικρή η γεύση από το δάκρυ
όταν της φύσης τα στοιχειά, δίχως λύπηση καμιά χτυπούνε ξαφνικά…
Μέσα στη μαυρίλα μια αχτίνα ξεγλιστρά. Αγνωστοι, εθελοντικά
από όλους τους τόπους σπεύδουν από τον θάνατο άγνωστους να γλυτώσουν,
πεινασμένους να ταΐσουν, απελπισμένους να παρηγορήσουν.
Μέσα στα ερείπια, στα γκρεμίσματα με την ψυχή ολάκερη προσπαθούν.
Την ζωή τους δεν ζυγιάζουν κι ας ξέρουν πως ο Χάρος τους γενναίους προτιμά.
Σπέρνουν ελπίδα. Δίνουν χαρά. Με την αγάπη τους τα σκότη διαλύουν,
νέους ανοίγουν δρόμους, κτίζουν γεφύρια στρωμένα με μυρωδάτα γιασεμιά.
Αλτρουισμός, αυτοθυσία, φιλανθρωπία, ευγνωμοσύνη, αδελφοσύνη!
Πώς γίνηκε να βρίσκεται κρυμμένη τόσο βαθιά στον θνητό, η ανθρωπιά;
Γιατί να μας πρέπει μια συμφορά για να φωτιστεί ολόκληρη τούτη γη
και της ανθρώπινης καρδιάς το χρυσάφι να φανεί;