Στη μείζονα Αθήνα κατοικούν άνθρωποι χωρίς διακοπή τις τελευταίες 5 χιλιετίες. Κάποτε έμεναν στις σπηλιές γύρω από τον βράχο που πολύ αργότερα θα φιλοξενούσε την Ακρόπολη και επίσης σε μικρά χωριά στα περίχωρα. Τότε, μέσα στα σκοτάδια της προϊστορίας, η Αθήνα δεν λεγόταν καν Αθήνα ακόμα. Ηταν πολύ παλαιότερα και από τότε που λεγόταν Κεκροπία όταν αγροτικοί οικισμοί εκμεταλλεύονταν ό,τι γόνιμο έδαφος υπήρχε. Κάποιοι κτηνοτρόφοι ζούσαν λίγο πιο μακριά από τα καλλιεργημένα σημεία. Φανταστείτε την Ακρόπολη χωρίς την Ακρόπολη, τον Λυκαβηττό χωρίς τον Αϊ Γιώργη και την Πράσινη Τέντα, πουθενά η Πλάκα, ανύπαρκτες οι πολυκατοικίες, ο λόφος της Αναλαμπής χωρίς το Σύνταγμα, κανένας δρόμος, ούτε τσιμέντα και με λίγα λόγια τίποτα που να θυμίζει αυτό που εμείς γνωρίζουμε από την Αθήνα. Υποψιαζόμαστε έναν Υμηττό κατάφυτο, με πυκνά δάση, ένα λεκανοπέδιο τελείως διαφορετικό και πολύ λίγους ανθρώπους να κυκλοφορούν και ακόμα λιγότερες κατασκευές. Αυτές δεν θα φαίνονταν εύκολα ανάμεσα στα πολλά δέντρα και εδώ κι εκεί κάποιες μικρές καλύβες, κάποια μαντριά, θα ξεχώριζαν στα ξέφωτα. Σε εκείνη τη μοναξιά της 4ης χιλιετίας, με άλλη πανίδα, άλλη χλωρίδα και με ελάχιστη παρέμβαση του ανθρώπου στο τοπίο, η «πόλη μας» θα ήταν ξένη στα μάτια του χρονοταξιδιώτη από το 2023.
Η περιοχή η οποία θα γινόταν Αθήνα (κι έπειτα ποια Αθήνα από όλες; η μυκηναϊκή; εκείνη του Σόλωνα; ή μήπως του Περικλή, των Ρωμαίων, των βαρβάρων επιδρομέων, των Φράγκων και Καταλανών, των Οθωμανών και του Χαρίλαου Τρικούπη; Ή μήπως η Αθήνα του Βενιζέλου, του Καραμανλή και του Ανδρέα και η δική μας σημερινή Αθήνα;) δεν έπαψε να κατοικείται, από τους αραιούς αγρότες της νεολιθικής εποχής έως τα 5 εκατομμύρια πληθυσμού των ημερών μας. Το αποτέλεσμα: η Αθήνα όταν είχε άγνωστα σε εμάς ονόματα, η Κεκροπία και οι Αθήνες όλων των ιστορικών περιόδων, άφησε μια μέγιστη στρωματογραφία ανθρώπινης κατοίκησης 7 περίπου μέτρων, σε κάποια σημεία μέχρι και 10. Ας εξηγηθούμε: εμείς οι αρχαιολόγοι ονομάζουμε στρωματογραφία το σύνολο των διαδοχικών στρωμάτων χώματος που αντιστοιχούν με τις διάφορες ιστορικές περιόδους. Μέσα σε αυτές τις αλλεπάλληλες στρώσεις χώματος που το σύνολό τους θυμίζει τα στρώματα μιας πολυόροφης τούρτας, με διαφορετικές συστάσεις, χρώμα και περιεχόμενο ανά αιώνα, έχει κρύψει με φυσικότητα όλα τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος της Αθήνας. Στα βαθύτερα σημεία των 7-8 μέτρων αποτυπώνεται το εύρος της ιστορικότητας της πανάρχαιας πόλης. Οπου δεν έχουν γίνει αρχαιολογικές ανασκαφές είναι βέβαιο ότι θα βρούμε τα κατάλοιπα της ανθρώπινης κατοίκησης, το διάβα του ανθρώπου που κάθε φορά νομίζει ότι έχει ζήσει «μόνιμα» και με «αιώνια» προοπτική.
Ας αναλογιστούμε ότι υπάρχουν πόλεις χωρίς καθόλου ανθρώπινη στρωματογραφία λόγω νεότητας. Εκεί όλα είναι νέα ή έστω πρόσφατα, χωρίς το βάρος της μνήμης αναρίθμητων γενεών ανθρώπων που έζησαν και πέθαναν και έδωσαν τη θέση τους σε άλλες και άλλες, χωρίς σταματημό. Τούτη η αλληλουχία βίων αμέτρητων, ανώνυμων και μοιραία πολύ αρχαίων, αποτελεί την προίκα της Αθήνας και μαζί τη διαφορετικότητά της και τη μοναδικότητά της. Μαζί με τα σοκάκια της Δαμασκού και τα επίπεδα 15 μέτρα κάτω από τη Σταυρική Οδό της Ιερουσαλήμ στην Εγγύς Ανατολή, η Αθήνα της Ευρώπης κάτω από τη σημερινή επιφάνεια των δρόμων της μετράει χωμάτινα στρώματα και υποστρώματα από σωρούς θεμελίων, πολυεπίπεδους χρονολογικούς ορίζοντες γεμάτους οστά, δάπεδα, κράσπεδα, τοίχους και τείχη, αγάλματα, δευτερόχρηστα οικοδομικά υλικά, εκατομμύρια θραύσματα κεραμεικών αγγείων, μικροαντικείμενα, κίονες και σπονδύλους, καθώς και κάθε είδους αναπάντεχα «σκουπίδια» με τα οποία αναμετριόμαστε οι αρχαιολόγοι στις ανασκαφικές μας τομές. Βάθος αιώνων, χνώτα γενεών, η ματαιότητα όσων γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν με τις ελπίδες τους, τις στεναχώριες τους και τις χαρές τους, τους φόβους τους και του κάθε είδους διαφορετικού τέλους τους. Ανωνυμία και χώμα: «επειδή το μνημόσυνον αυτών ελησμονήθη… και δεν θέλουσιν πλέον εις τον αιώνα μερίδα εις πάντα όσα γίνονται υπό τον ήλιον».
Σεργιανίζουμε στην πόλη και κοιτάμε μνημείο προς μνημείο από τα πιο γνωστά της Αθήνας και επιλέγουμε την Πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος. Την παρατηρούμε προσεκτικά, σαν να είναι η πρώτη φορά και έχουμε μπροστά μας χαρακτικά που την δείχνουν σε διαφορετικές εποχές. Τη μια την βλέπουμε να πλαισιώνεται από μάντρες καλυμμένες από αγιόκλημα και κορφές δέντρων από τις αυλές. Την άλλη πάλι υπάρχει στα αριστερά μια τούρκικη βρύση και κάποιος Τούρκος ποτίζει το άλογό του χωρίς να έχει ξεπεζέψει. Σε άλλη εποχή πίσω από την Πύλη υπάρχουν κάποια σπίτια με καφασωτά στα παράθυρα, στις πρώτες φωτογραφίες που την απαθανάτισαν αυτά τα κονάκια έχουν αντικατασταθεί από νεοκλασικά κτήρια, αργότερα την βλέπουμε την Πύλη χωρίς τίποτα δίπλα της αλλά έναν αρχαιολογικό χώρο, εκείνον της Ρωμαϊκής Αγοράς. Η ίδια παραμένει όμοια αλλά το περιβάλλον της είναι διαφορετικό. Από αιώνα σε αιώνα η γειτονιά είναι άλλη και μαζί της άλλοι είναι οι κάτοικοι. Οι νεότεροι δεν γνώρισαν τους παλαιότερους και ούτε καν φαντάστηκαν ποτέ την ύπαρξή τους γιατί νόμισαν ότι ήταν οι μοναδικοί, περίκλειστοι στον περιορισμό του δικού τους βίου.
Πάμε σε άλλο μνημείο: στο Χορηγικό Μνημείο του Λυσικράτους που τους τελευταίους αιώνες το ονόμαζαν Φανάρι του Διογένη. Γκραβούρες που έφτιαξαν ξένοι περιηγητές το δείχνουν να βρίσκεται μέσα σε μια ωραία αυλή γεμάτη πορτοκαλιές και λεμονιές και ένα όμορφο μποστάνι. Κάποιοι καθολικοί καλόγεροι τριγυρνάνε στον κήπο και το μνημείο έχει μετατραπεί σε αναγνωστήριο του μοναστηριού του Καπουτσίνων. Το μισό το έχουν εντάξει στο κεντρικό κτήριο. Αργότερα, τίποτα από όλα αυτά δεν υπάρχει, ούτε κήπος, ούτε μάντρες και κληματαριά. Το μνημείο στέκει μόνο του δίπλα από έναν δρόμο, ενώ σε σειρά πολλών φωτογραφιών από το 1850 έως σήμερα, τα σπίτια που το περικυκλώνουν είναι άλλα ανά 30 ή 50 χρόνια. Βάζοντας όλα τα χαρακτικά και τα φωτογραφικά καρέ να «τρέξουν» σαν να ήταν ένα κινηματογραφικό σελιλόιντ, βλέπουμε μια τρελή αλλαγή του περιβάλλοντος, χωρίς τίποτα να παραμένει το ίδιο, όλα ρέοντα και διαφέροντα.
Σε μεγαλύτερη κλίμακα, τοποθετώντας επάνω στο γραφείο μας τις φωτογραφίες που τραβήχτηκαν από την Ακρόπολη προς κάτω τον Ελαιώνα τα τελευταία 150 χρόνια, θα δούμε αρχικά έναν σκουρόχρωμο όγκο, εκείνο των λιόδεντρων. Από την Αγιά Τριάδα έως τις παρυφές του Χαϊδαρίου και του Αιγάλεω υπάρχει ο Ελαιώνας της Αθήνας. Πολλές φορές κάηκε και έγινε στάχτη, άλλες τόσες φορές ξαναγεννήθηκε μέχρι στο τέλος να εξαφανιστεί εντελώς. Στις φωτογραφίες των μέσων του 19ου αιώνα αρχίζουν να λευκάζουν κάποια μεγάλα συγκροτήματα προς τα δυτικά, όπως του εργοστασίου του Μεταξουργείου, του εργοστασίου του Γκαζιού, στο βάθος μόλις που διακρίνονται τα αλώνια του Σκλέπα, το ύψωμα του Ιππιου Κολωνού με τους τάφους του Λενορμάν και του Μύλλερ, τα βουστάσια του Βουτσαρά στα Καθήμεια. Αυτός ο Ελαιώνας είναι γνωστός στους σημερινούς μόνο ως στάση του Μετρό, ενώ για χιλιάδες χρόνια ήταν ένας τόπος σκιερός που έβριθε από ζωή. Εκεί είχε το κονάκι του ο τύραννος Αλή Χασεκή, εκεί ήταν ιδιωτικά ξωκκλήσια, που και που ανοίγματα και κατηφόρες άφηναν να φαίνονται οι νερόμυλοι του Κηφισού, σήμερα αντίθετα η «Εθνική Οδός» και ένα ποτάμι σκεπασμένο και από πάνω σπίτια, βιομηχανίες εγκαταλελειμμένες, φανάρια των δρόμων και αυτοκίνητα που τρέχουν μονίμως σε όλες τις κατευθύνσεις με λεωφορεία γεμάτους λεκέδες από λάδια και καυσαέριο από τη μόνιμη κυκλοφορία.
Πάντα έχοντας τις συλλογές μας από παλιές γκραβούρες και φωτογραφίες της Αθήνας στα χέρια περπατάμε και σταματάμε και απορούμε συγκρίνοντας ό,τι βλέπουμε ζωντανά μπροστά μας με ό,τι έχει αποτυπωθεί σε ζωγραφιές και σε φωτογραφίες. Γύρω στα 1600 λόφοι και βουνά μέσα και γύρω από την πόλη είναι εντελώς γυμνά. Το ίδιο και πολύ μεταγενέστερα. Καμήλες και καμηλιέρηδες και καραβάνια που σε κάνουν να νομίζεις ότι βλέπεις τα περίχωρα του Καϊρου ξαποσταίνουν σε ερείπια αρχαίων ναών. Τα σπίτια μαντρωμένα πίσω από ένα χαμηλό τοιχάκι, μοιάζουν να είναι χτισμένα το ένα επάνω στο άλλο και δεν ξεπερνούν τον ένα, ίσως δύο ορόφους. Καφασωτά, μιναρέδες, πολλές κλειστές αυλές, φοίνικες και μπανανιές, ένα ή δυο πεύκα, μερικά καμπαναριά. Λίγο έξω από το τοιχάκι που έπαιζε τον ρόλο του «τείχους», κάπου στα 1780, ανοιχτοί αγροί που απλώνονται στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Στο βάθος ο Ελαιώνας και πιο πέρα η Πάρνηθα, το Ποικίλο, το Αιγάλεω. Ανθρωποι φορούν παράξενα ρούχα. Οι περισσότεροι έχουν καφτάνια, αντεριά και μπενιβρέκια. Μερικοί φοράνε φουστανέλες όχι ακόμα προσαρμοσμένες στα στυλιστικά πρότυπα της εποχής του βασιλιά Οθωνα αλλά ακόμα μακριές. Όλοι φορούν ανατολίτικα σαρίκια και φέσια και καλπάκια, κάποιες γυναίκες, χριστιανές και μουσουλμάνες, περπατούν κρυμμένες κάτω από μανδύες αφήνοντας ένα μικρό άνοιγμα, ίσα, ίσα για να βλέπουν πού πατάνε. Βλέπουμε πώς ήταν η σημερινή οδός Αθηνάς στα μέσα του 1700, φιγούρες ανατολής, χαγιάτια και είσοδοι σε καφενεία γεμάτα καθιστούς ανακούρκουδα άντρες που καπνίζουν ναργιλέδες, άλογα και στο βάθος η Ακρόπολη με μιναρέ και μέσα στον Παρθενώνα ένα τζαμί. Ο ναός του Ηφαίστου στο Θησείο είναι κοντά στο «τείχος», τα ορόσημα που μας κάνουν να καταλαβαίνουμε τι βλέπουμε στις παλιές ζωγραφιές είναι οι εκκλησίες: οι Αγιοι Ασώματοι, οι Αγιοι Ανάργυροι, ο Αγιος Φίλιππος, σήμερα τροποποιημένες και ανάμεσα σε πλήθος από ταβέρνες, μπαράκια και καρέκλες με τουρίστες. Η Αρχαία Αγορά ανύπαρκτη πριν τις απαλλοτριώσεις της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών του 20ού αιώνα και σκεπασμένη από μια συνοικία που στο μεταξύ γκρεμίστηκε για τις ανασκαφές: στενά σοκάκια με βαρέλια από κρασοπουλειά, αραμπάδες, γαϊδουράκια και μικροπωλητές και κάπου ανάμεσα σε όλα τούτα να ξεπροβάλουν οι μαρμάρινοι «Γίγαντες», το μόνο ορόσημο που την υποδήλωνε για σειρά αιώνων.
Η Αρχαία Αγορά της Αθήνας ήρθε στο φως της αρχαιολογικής σκαπάνης μόλις τη δεκαετία του 1930 και σήμερα είναι αρχαιολογικό πάρκο με μουσείο και διαδρομές χαραγμένες για τους επισκέπτες και τους σύγχρονους περιηγητές. Φυτεύτηκαν δέντρα που διαβάζουμε ότι υπήρχαν στην Ελλάδα της κλασικής αρχαιότητας και η Στοά του Αττάλου, από την οποία είχε μείνει μόνο ένα χαμηλό τοιχάκι της νοτιοανατολικής πλευράς της, ξαναχτίστηκε σχεδόν από του μηδενός τη δεκαετία του 1950. Ουδέποτε υπήρξε η Αρχαία Αγορά ως «αρχαιολογικό πάρκο», στην αρχαιότητα ήταν μέρος της πόλης, πυκνοχτισμένη, με κόσμο σαν μελίσσι να διάγει κάθε ώρα και στιγμή της μέρας. Σήμερα είναι ένα ανοιχτό μουσείο, τεχνητή κατασκευή, κάτι σαν «αποδειχτικό» γνησιότητας της σύγχρονης Αθήνας και οι περισσότεροι κάτοικοι της πόλης δεν την έχουν επισκεφτεί ποτέ. Ομορφο μέρος αλλά «φτιαχτό», αποτέλεσμα μιας προκάτ απόφασης για την αποκατάσταση της αρχαίας ιστορίας της πρωτεύουσας, το οποίο φυσικά δεν θα αναγνώριζαν ούτε με τη γονιμότερη φαντασία οι αρχαίοι.
Ο Κεραμεικός έτυχε να καταχωσθεί κάτω από αμέτρητους τόνους στάχτης (εξ’ ου και η παλιά ονομασία «Σταχτοθήκη») που προήλθαν από αιώνες επεξεργασίας των αθηναϊκών λαδοσάπουνων κατά τον Μεσαίωνα και έως τον 19ο αιώνα. Τίποτα δεν μαρτυρούσε την ύπαρξή του καθώς ελιές, θάμνοι και το μικρό τότε εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας τον έκρυβαν ολοκληρωτικά. Ισως, όμως, η «Τριάδα» να μην ήταν άλλο από μια πολύ μακρινή ανάμνηση των τριών αρχαίων οδών που εκκινούσαν από τον Κεραμεικό: την Ιερά Οδό, την Ακαδήμεια και την Θηβαϊκή. Οι πρώτοι αρχαιολόγοι, Ελληνες και ξένοι, για να εντοπίσουν τις διάσημες αρχαίες θέσεις στην Αθήνα περπάτησαν πολύ με τον αρχαίο ταξιδιωτικό οδηγό του Παυσανία στο χέρι και με τα πρωτόγονα μέσα που διέθεταν. Οι περιγραφές του Παυσανία για την Αθήνα είναι ακριβείς και οι αποστάσεις μεταξύ των αρχαίων μνημείων είχαν περιγραφεί με λεπτομερειακή επιμέλεια από τον Μικρασιάτη περιηγητή του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Μερικές φορές τα αρχαία τοπωνύμια είχαν διατηρηθεί, όπως στην περίπτωση της Ακαδημίας Πλάτωνος που εξακολούθησε να λέγεται Καθήμεια (Ακαδήμεια) μέχρι και τη δεκαετία του 1970. Μελέτες επάνω στους παλαιούς χάρτες των ξένων περιηγητών στους οποίους οι καταξιωμένοι ερευνητές από τη Γαλλία, την Αγγλία και τη Γερμανία, φιλόλογοι οι περισσότεροι, είχαν σημειώσει αρχαιότητες που παρέμεναν ορατές επί των ημερών τους και χρησιμοποιήθηκαν ως στοιχεία ταύτισης στην κατοπινή έρευνα πεδίου από τους αρχαιολόγους με αποκαλυπτικά αποτελέσματα. Σιγά, σιγά, κάτω από τις ελιές, τις πουρναριές, τους όγκους χωμάτων και φυσικών μπάζων που μετακίνησαν τα δυο ποτάμια της Αθήνας, ο Ιλισσός και ο Κηφισός για κοντά 20 αιώνες, εντοπίστηκαν οι βασικές αρχαιότητες. Αυτή στάθηκε δουλειά επική ως προσπάθεια, φιλολογική μελέτη και επιτόπια έρευνα από εκείνους τους ηρωικούς αρχαιολόγους: Πιττάκης, Καββαδίας, Λενορμάν, Καστριώτης, Μύλλερ, Κουρουνιώτης, Σβορώνος, Κεραμόπουλος και πλήθος άλλων γνωστών και λιγότερο διάσημων που επανέφεραν από τη λήθη του Χρόνου την αρχαία Αθήνα.
H Αθήνα και αι Αθήναι, η μια και οι πολλές ιστορικές εκδοχές της πόλης, ξεδιπλώνονται σαν ακορντεόν εικόνων κολλημένες η μια δίπλα στην άλλη και ταυτόχρονα ασύντακτες και σε καλειδοσκοπική συλλογή των αιώνων που επιζούν μέσα από τα αλλεπάλληλα στρώματα μνήμης. Πακτωμένες μέσα στα στρώματα χώματος που δημιούργησε το πέρασμα των ανθρώπων χωρίς σταματημό, η Αθήνα και οι Αθήνες ζώσες σήμερα και αύριο και πάντα, ως ανάσες γενεών κατοίκων που πίστεψαν στο αιώνιο της ύπαρξής τους αλλά περαστικών και ταξιδιωτών μέσα στο πλαίσιο της ιστορίας τους. «Και οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας, νυξ γαρ ουκ έσται εκεί».
* Δρ Σταύρος Οικονομίδης, Adjunct Professor of Greek Archaeology, Arcadia University, Glenside, USA, Διευθυντής της Ελληνοαλβανικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Τριεθνές των Πρεσπών, Demos Fellow, Associate Researcher of the Gennadeion -The Travel Trail Project- Athens, Greece, [email protected]