Μετά την αναπάντεχη αποκρυπτογράφηση που έκανε η ομάδα ερευνητών του Graziano Ranocchia στην ανάγνωση των αρχαίων παπύρων από την Επαυλη των Παπύρων στην Ηράκλεια της Νάπολης και την περαιτέρω αποκάλυψη για τη θέση του τάφου του Πλάτωνα στην Ακαδημία του, πολύς κόσμος με ρωτάει για το αν έχουν βρεθεί τάφοι άλλων διάσημων αρχαίων Ελλήνων. Είναι γεγονός ότι διαχρονικά οι τάφοι, γνωστών και άσημων, στάθηκαν στόχος λεηλασίας από τους τυμβωρύχους. Στα αρχαία χρόνια, όταν οι νεκροί θάβονταν μαζί με αγαπημένα τους αντικείμενα, η τυμβωρυχία ήταν προσοδοφόρο «επάγγελμα». Δύσκολα ένας τάφος ακόμα και με ταπεινά κτερίσματα ξέφευγε από την προσοχή εκείνων των βέβηλων ανθρώπων εφόσον όλο και κάτι θα ανακάλυπταν στις μακάβριες επιχειρήσεις τους: κάποιο δαχτυλίδι, ένα μικρό επάργυρο στεφάνι, την πανοπλία κάποιου οπλίτη ή τα εργαλεία ενός τεχνίτη. Οσο για τους τάφους εύπορων αυτοί γίνονταν ανάρπαστοι και εφόσον δεν υπήρχε φύλαξη ιδιωτικών φρουρών τότε «καθαρίζονταν» από το πλούσιο περιεχόμενό τους κάποια χειμωνιάτικη και μοναχική νύχτα χωρίς φεγγάρι.
Οι αρχαίοι Ελληνες δεν είχαν νεκροταφεία, δηλαδή οριοθετημένους χώρους που προστάτευαν τους τάφους με περίβολο, πόρτα και φύλαξη. Οι ταφές με ειδικό νόμο έπρεπε για υγειονομικούς λόγους να γίνονται εκτός των τειχών ενώ οι τάφοι ορίζονταν να σκάβονται δεξιά και αριστερά από τους δρόμους των προαστίων. Συχνά, οι τάφοι λόγω των αυξημένων αναγκών, ανοίγονταν όχι μόνο κατά μήκος των μεγάλων οδικών αρτηριών αλλά και σε παράλληλα σε αυτές δρομάκια. Η πεδιάδα στα δυτικά της Αθήνας ήταν γεμάτη τάφους, ακολουθώντας τη διαδρομή της Ιεράς Οδού, της Ακαδήμιας Οδού, της Θηβαϊκής Οδού και όλων των παρόδων τους. Αυτή είναι και η αιτία για την οποία ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να βρίσκονται τυχαία αρχαίοι τάφοι σε ανεγέρσεις νέων κτιρίων στο κέντρο της Αθήνας ή ακόμα και σε εργασίες του ΟΤΕ και της αποχέτευσης. Οι τάφοι αυτοί παρέμεναν αφύλαχτοι και βορά των τυμβωρύχων επί αιώνες, είτε κατά την αρχαιότητα, είτε αργότερα. Εάν κάνουμε έναν υποτυπώδη υπολογισμό για όσους θάφτηκαν από τη Μυκηναϊκή περίοδο έως και το τέλος της Αρχαιότητας, τότε στο σύνολό τους οι τάφοι των προγόνων μας στην περίπτωση της Αθήνας ανέρχονται σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες.
Οι διάσημοι και οι πλούσιοι Αθηναίοι, αντιθέτως, θάβονταν στην ευρύτερη περιοχή του Κεραμεικού και εκεί υπήρχε ειδική φύλαξη από τον στρατό του κράτους. Στην περίπτωση του Κεραμεικού οι τυμβωρυχίες αποτρέπονταν αλλά δεν κατόρθωσαν οι περισσότεροι να ξεφύγουν της προσοχής τους με την κατάρρευση των κρατικών μηχανισμών και θεσμών, καθώς και με την αλλαγή χρήσης του Κεραμεικού στον πρώιμο Μεσαίωνα, όταν η περιοχή μετατράπηκε σε εργαστήρια σαπουνοποιίας και οι τάφοι καλύφθηκαν από τόνους στάχτης των κλιβάνων. Στο πέρασμα των αιώνων πολλοί τάφοι διάσημων Ελλήνων είτε συλήθηκαν κατά την περίοδο της αναταραχής που συνόδευσε την αθρόα μετανάστευση των νέων κατοίκων της ευρωπαϊκής ηπείρου και τον μαρασμό του Ελληνορωμαϊκού Πολιτισμού, είτε λησμονήθηκε η ύπαρξή τους από τους ανθρώπους. Ετσι, όχι μόνο η ριζική πολιτειακή και κοινωνική αλλαγή αλλά και η δραματική αλλαγή στο περιβάλλον, με τη φυσική κάλυψη των επιπέδων της αρχαίας εποχής από λάσπες των ποταμών, με συσσώρευση χώματος από πλημμύρες και τεχνητές μεταβολές λόγω καλλιεργειών, συντέλεσε στο θάψιμο πολλών αρχαιοτήτων καθώς και των ταφικών μνημείων. Οι θέσεις πολλών αρχαίων πόλεων χάθηκαν από προσώπου γης, πόσω μάλλον των τάφων.
Ολη αυτή τη λήθη του παρελθόντος ήρθε η Αναγέννηση να αρχίσει να την αφυπνίζει, με το ενδιαφέρον για την Ελλάδα από τους διάφορους λογίους που για μια ακόμα φορά πάσχιζαν να «σκάψουν» στη μνήμη και να επαναφέρουν ερείπια και χαμένα κείμενα. Με τις πρώτες πρωτόγονες αρχαιολογικές ανασκαφές σε Πομπηία και Ηράκλεια, στις παρυφές του Βεζούβιου οι Ευρωπαίοι άρχισαν και πάλι να έρχονται αντιμέτωποι με το ιστορικό τους παρελθόν, ελληνικό και ρωμαϊκό. Με αυτές και τα κύματα περιηγητών, φιλολόγων, αυτοσχέδιων αρχαιολόγων και ιστορικών τέχνης που μανιωδώς ταξίδευαν από άκρη σε άκρη της Ελλάδας και της Ιταλίας, ήρθαν στο φως αγάλματα, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, κτίρια και ολόκληροι οικισμοί ενώ μαζί με τον ενθουσιασμό που εκείνοι οι πρωτοπόροι προκάλεσαν επανέφεραν το πάθος για να ταυτίσουν αρχαίες θέσεις και τάφους διασήμων. Ομως μετά από κοντά μια δισχιλιετία το έργο που θα έπρεπε να επιτελέσουν κρυβόταν επίμονα κάτω από τόνους στρωμάτων γης, δέντρα, νέα κτίρια και δρόμους σε ένα τοπίο άλλο, όχι πλέον εκείνο μέσα στο πλαίσιο του οποίου έζησαν οι «κλασικοί» Ελληνες και Ρωμαίοι.
Πολύ συχνά τα κινήματα του Νεοκλασικισμού και του Ρομαντισμού προκάλεσαν αυθαίρετες θεωρίες και ταυτίσεις με τα αρχαία μνημεία που ζηλότυπα εξακολουθούσαν να κρύβουν το μεγαλείο τους κάτω από το χώμα και έτσι κάθε τόσο οι αναζητητές νόμιζαν ότι ανακάλυπταν κάτι που συμβάδιζε με την τάση τους να βρίσκουν πάντοτε κάτι συνδεδεμένο με κάποια αρχαία προσωπικότητα. Οι αγύρτες και οι αντικέρ του 1700 και του 1800 πουλούσαν στους εύπιστους πλούσιους αγοραστές φύκια για μεταξωτές κορδέλες: το ποτήρι του Περικλή, την φλογέρα του Διογένη και άλλα παρεμφερή. Οχι σπάνια κάθε πολυτελής τάφος που παρέμενε ασύλητος θεωρούνταν ο τάφος κάποιου «μεγάλου» της Ιστορίας, της Προϊστορίας και της Μυθολογίας. Ο Σλήμαν ό,τι ξέθαβε από Μυκήνες και Τροία το βάφτιζε αναλόγως της αφελούς του διάθεσης ως: τάφο της Κλυταιμνήστρας, μέγαρο του Αγαμέμνονα, θησαυρό του Πριάμου. Αλλοι πρώιμοι αρχαιολόγοι του 19ου αιώνα έπεισαν τους εαυτούς τους ότι είχαν φέρει στο φως το ανάκτορο του Οδυσσέα στην Ιθάκη, τον τάφο του Ομήρου στην Ιο και άλλα πολλά ακόμα τα οποία «έπρεπε» να είναι σπουδαία και δραματικά στην ανακάλυψή τους για να επιβεβαιώσουν τις προκατασκευασμένες στο γραφείο και στη βιβλιοθήκη τους θεωρίες.
Στις μέρες μας η Αρχαιολογία δεν έχει στόχο της την ανακάλυψη βασιλικών, ημιθεϊκών ή μυθικών τάφων, αντικειμένων και παρόμοιων θησαυρών, ούσα πλέον επιστήμη που μελετά τις αρχαίες κοινωνίες στο σύνολό τους, ξεκινώντας από τα ευτελή, καθημερινά αντικείμενα, εργαλεία και εν γένει όλα τα συστατικά τα οποία είναι σε θέση να αποκαλύψουν ολόκληρο το περιβάλλον της κάθε αρχαιότητας, Προϊστορικής, Κλασικής, Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής κ.ο.κ. Η α=Αρχαιολογία σήμερα δεν είναι κυνήγι αρχαίων θησαυρών ή έργων τέχνης αλλά κοινωνική επιστήμη. Η επί σκοπώ έρευνα για τον εντοπισμό ενός τάφου σπουδαίας αρχαίας προσωπικότητας μπορεί να έχει νόημα μόνο ως προς την διαδραστικότερη αντίληψη της εποχής στην οποία αυτή η προσωπικότητα έζησε, ενώ τα στοιχεία που θα αναζητηθούν και θα συλλεχθούν από μια ενδεχόμενη τέτοια ανακάλυψη ασφαλώς δεν θα περιοριστούν στα πολύτιμα μέταλλα που ίσως βρεθούν.
Σύμφωνα με την ιταλική ομάδα παπυρολόγων που κατόρθωσαν να διαβάσουν τους καμένους παπύρους από τη βιβλιοθήκη του επικούρειου φιλοσόφου στην Ηράκλεια της Νάπολης (Erculaneum), ο Πλάτωνας την τελευταία νύχτα της ζωής του την πέρασε ακούγοντας μια Θρακιώτισσα θεραπαινίδα να του παίζει μουσική. Πάντα σύμφωνα με τα νέο-αναγνωσμένα κείμενα ο Πλάτωνας θάφτηκε στον μικρό κήπο που είχε «δίπλα» στην Ακαδημία του, κοντά στο τέμενος των Μουσών. Το πολύτιμο αυτό στοιχείο, αν και αποκαλυπτικό, δεν αρκεί για να εντοπιστεί το μνημείο καθώς η Ακαδημία του Πλάτωνα ήταν ένας μεγάλος χώρος πολλών στρεμμάτων γης και στο κείμενο γίνεται αναφορά στο τέμενος των Μουσών που δεν έχει επίσης εντοπιστεί. Σε περίπτωση που δεν έχει ήδη εδώ και αιώνες ανακαλυφθεί σε κάποια ανύποπτη στιγμή από καλλιεργητές ή από οργανωμένους τυμβωρύχους, ο τάφος του σπουδαίου στοχαστή ενδέχεται να βρίσκεται σε κάποια από τα μη ανασκαμμένα σημεία της περιοχής, ανάμεσα στα σκάμματα του Αριστόφρωνα, πλούσιου χορηγού από την Αλεξάνδρεια που χρηματοδότησε προπολεμικά τις αρχαιολογικές ανασκαφές στον χώρο. Οι ανασκαφές Σταυρόπουλου της παλαιάς Τρίτης Εφορείας Αρχαιοτήτων δεν έφεραν στο φως κάτι που να ταυτίζεται με τον τάφο του Πλάτωνα. Λογικά, βρίσκεται σε κάποιο σημείο του σημερινού άλσους, κάτω από τα παρτέρια και τα δέντρα, ή κάτω από τα θεμέλια των γειτονικών σπιτιών.
Ηδη από την Αρχαιότητα κάποια μνημεία ή τόποι θεωρούνταν ως τάφοι θεών, ηρώων και σημαινόντων προσώπων. Τέτοια είναι η περίπτωση του λεγόμενου τάφου του Διός κάπου στον Γιούχτα ή πιθανότερα κάποιου αρχαίου Μινωίτη βασιλιά που έφερε το όνομα του πατέρα των θεών και έδωσε την ιδέα για τον μύθο, όπως γράφει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης. Ανάλογη περίπτωση αποτελεί ο τάφος του ημί-θεου Μουσαίου, ενός μνημείου σκαμμένου στον βράχο λίγα μέτρα κάτω από το μνημείου του Φιλοπάππου που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Στα ριζά του Αρείου Πάγου της Αθήνας στην αρχαιότητα υπήρχε τέμενος των Ευμενίδων μέσα στο οποίο είχαν κατασκευάσει ιερό κενοτάφιο του Οιδίποδα. Ανάλογο ιερό προς τιμήν του Οιδίποδα υπήρχε και στον λόφο του Ιππιου Κολωνού, αλλά όπως περιγράφει παραστατικά ο Σοφοκλής στην τραγωδία του «Οιδίπους επί Κολωνώ» ο θαυμάσιος ήρωας χάνεται μέσα σε μια φαντασμαγορία πυρός κατά την τελική του κάθαρση και δεν απομένει τίποτα από το φυσικό του σώμα.
Το κενοτάφιο του ήρωα της Τροίας Αίαντα του Τελαμώνιου έχει ανακαλυφθεί στα Κανάκια της Σαλαμίνας, στην κορυφή ενός μικρού τύμβου, από τους αρχαιολόγους Γιάννο Λώλο και Χριστίνα Μαραμπέα, του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Οπως είναι γνωστό ο μύθος λέει ότι ο Αίας ο Τελαμώνιος σκοτώθηκε και θάφτηκε στην Τροία οπότε το κενοτάφιο που ανακαλύφθηκε στη Σαλαμίνα υπήρξε ηρώο και όχι ο αληθινός τάφος του μυθικού ήρωα. Αντίστοιχα, οι αρχαίοι θεωρούσαν ως τάφο του Αχιλλέα ένα ύψωμα στην Τροία στο οποίο ο Μέγας Αλέξανδρος είχε προσκυνήσει, όπως και πολλοί άλλοι ηγεμόνες και πολέμαρχοι. Η τύχη του σήμερα αγνοείται. Πολλοί υπήρξαν οι θεωρούμενοι τάφοι του Ομήρου στην αρχαιότητα, όπως και οι λεγόμενες «Σχολές» του: στη Σμύρνη, στη Χίο και στην Ιο. Ο φιλόσοφος Φερεκύδης λέγεται ότι τον επισκέφθηκε στην Ιο. Πάντα στη σφαίρα του μυθικού περιβάλλοντος, ο τάφος του Θησέα καλύφθηκε από τον ναό που αφιερώθηκε στον θεό Ηφαιστο, στον λόφο του Αγοραίου Κολωνού, στο Θησείο.
Ως προς ιστορικά και όχι μυθικά πρόσωπα της αρχαίας Ελλάδας, ο υποτιθέμενος τάφος του Λεωνίδα βρίσκεται σε κεντρική πλατεία της Σπάρτης και είναι προστατευμένος πίσω από κιγκλίδωμα. Ο τάφος του Επαμεινώνδα θεωρητικά και παραδοσιακά βρίσκεται στο οροπέδιο της Μαντίνειας, κοντά στο πεδίο της μάχης στην οποία σκοτώθηκε. Ο αρχαιολόγος Σπυρόπουλος ανακάλυψε κατά πάσα πιθανότητα τον τάφο του ηρωικού στρατηγού ακολουθώντας τα βήματα του αρχαίου περιηγητή Παυσανία, κοντά στο χωριό Λουκά. Στο Φάληρο ήδη από την αρχαιότητα έδειχναν ένα ταφικό μνημείο ταυτίζοντάς το με την τελευταία κατοικία του Θεμιστοκλή, πρωτεργάτη της αθηναϊκής νίκης επί των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας που είναι ορατό και σήμερα. Ο Σπαρτιάτης Βρασίδας έχει επίσης τον δικό του τάφο που σώζεται σήμερα. Πρόκειται για μια μικρή λάρνακα που χρησιμοποιήθηκε για τη σποδό του, και εκτίθεται πίσω από προθήκη στο αρχαιολογικό μουσείο της Αμφίπολης. Τα Κιμώνεια μνήματα της Αθήνας, στον δρόμο που οδηγεί από τον ναό του Αγίου Δημητρίου του Λουμπαρδιάρη προς την Πνύκα, είναι ακόμα μια περίπτωση σχεδόν βέβαιης ταύτισης με τον πραγματικό τάφο του Κίμωνα, είναι διπλός τάφος σκαλισμένος στον φυσικό ασβεστόλιθο και φέροντας ονομαστική επιγραφή.
Περνώντας στους φιλοσόφους ο τάφος του Αριστοτέλη βρίσκεται στην πατρίδα του, στα Στάγειρα της Χαλκιδικής και είναι μεγαλοπρεπές κυκλικό μνημείο. Αγνωστο όμως κατά πόσο πρόκειται για τάφο στον οποίο μεταφέρθηκαν τα λείψανα του Μακεδόνα φιλοσόφου και επιστήμονα ή για ένα είδος μαυσωλείου που ιδρύθηκε στη μνήμη του.
Πολλοί είναι οι φημολογούμενοι τάφοι του μηχανικού και εφευρέτη Αρχιμήδη στη Σικελία. Ο Ρωμαίος λόγιος και διανοητής Κικέρωνας θεώρησε ότι ανακάλυψε τον τάφο του Αρχιμήδη έξω από τα τείχη των Συρακουσών ταυτίζοντάς τον με ένα ταφικό μνημείο που έφερε στην κορυφή του πέτρινο κύλινδρο και σφαίρα, ενώ τον περασμένο αιώνα Ιταλοί αρχαιολόγοι πίστεψαν ότι εντόπισαν τον τάφο του Αρχιμήδη κατά τη διάρκεια εκσκαφών για την ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος, πάντα στις Συρακούσες.
Ο τάφος του Σωκράτη υποτίθεται ότι ανακαλύφθηκε τον δέκατο ένατο αιώνα κατά τη διάρκεια της διάνοιξης της Λεωφόρου Πειραιώς στην Αθήνα απέναντι από τον ναό της Αγίας Τριάδας, αλλά από άγνοια των εργατών πετάχτηκε, εάν επρόκειτο πραγματικά για τον τάφο του μεγαλύτερου φιλοσόφου της ελληνικής αρχαιότητας. Παρομοίως, ο τάφος του Περικλή δεν βρέθηκε (ακόμα) και ενδέχεται να βρίσκεται κάτω από τα θεμέλια του ναού της Αγίας Τριάδας Κεραμεικού που προαναφέραμε, στην εκκίνηση της οδού του Δημοσίου Σήματος. Παραδίπλα, ωστόσο, ανακαλύφθηκε το πολυάνδρειο με τα λείψανα των Σπαρτιατών στρατιωτών που πολέμησαν κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου στην πολιορκία της Αθήνας και λίγα μέτρα πιο βορειοδυτικά βρέθηκε στο αριστερό κράσπεδο της οδού Σαλαμίνος ένα ακόμα, που έδωσε πολύτιμα στοιχεία σχετικά με το DNA των νεκρών. Ο τάφος του βασιλιά Φιλίππου του Μακεδόνα και του αδελφού του Αλέξανδρου βρέθηκαν στη Βεργίνα αν και ακόμα και σήμερα κυκλοφορούν φωνές αμφισβήτησης για την ορθή ταύτιση των ευρημάτων με τα ιστορικά πρόσωπα.
Δεν ανέφερα τίποτα για τον τάφο που παραδοσιακά όλοι ελπίζουμε να βρεθεί μια ημέρα, δηλαδή για τον τάφο του Αλέξανδρου του Μακεδόνα. Υπόσχομαι, όμως, προσεχώς να αφιερώσω ένα άρθρο που να αφορά στις πάρα πολλές απόπειρες ανακάλυψής του, όπως και στις αρχαίες παραδόσεις που μιλούσαν γι’ αυτόν.
* Δρ Σταύρος Οικονομίδης Adjunct Professor of Greek Archaeology,
Arcadia University, Glenside, USA – Διευθυντής της Ελληνοαλβανικής Αρχαιολογικής Αποστολής στο Τριεθνές των Πρεσπών
[email protected]