Εδώ και πολλούς μήνες η Τουρκία διά των αξιωματούχων της, ακόμα και διά του ίδιου του προέδρου της, Ταγίπ Ερντογάν, εκτοξεύει συνεχώς απειλές κατά της Ελλάδας. Η ρητορική τους θυμίζει εμπόλεμη κατάσταση που δεν έχει περάσει απαρατήρητη ούτε από τρίτους (χάρη βέβαια και στις προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης να διεθνοποιήσει το ζήτημα). Το αποκορύφωμα δε των ωμών απειλών της Αγκυρας κατά της Αθήνας είναι ίσως ο στίχος ενός γνωστού τουρκικού τραγουδιού «θα έρθουμε μια νύχτα ξαφνικά» που επαναλαμβάνει η τουρκική ηγεσία το τελευταίο διάστημα, αφήνοντας ξεκάθαρα να εννοηθεί ότι πρόθεσή τους είναι να εισβάλλουν στην Ελλάδα.
Και όμως, η ζωή τα φέρνει έτσι που αντί να έρθουν οι Τούρκοι στην Ελλάδα ξαφνικά και νύχτα κρατώντας όπλα, πήγαν οι Ελληνες στην Τουρκία με το φως της ημέρας κρατώντας στα χέρια τους εργαλεία για να απεγκλωβίσουν τον κόσμο που έχει βρεθεί κάτω από τα χαλάσματα που άφησε πίσω του ο σεισμός. Και το έκαναν χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς να υπολογίσουν ότι προσφέρουν τη βοήθειά τους σε εκείνους που την απειλούν.
Και έτσι πρέπει. Ως Ελληνες παραμερίζουμε αυτά που μας χωρίζουν με τους Τούρκους (κατά βάσιν με την ηγεσία τους, διότι με τον λαό δεν υπάρχει κάτι να χωρίσουμε) και δείχνουμε την ανθρωπιά και τον πολιτισμό μας.
Η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που έσπευσε σε βοήθεια του τουρκικού λαού με την ειδική ομάδα της ΕΜΑΚ να καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες εν μέσω μετασεισμών και ψύχους για να σώσει ανθρώπινες ζωές. Ο Ελληνας πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν από τους πρώτες ηγέτες που κάλεσε τηλεφωνικά τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν για να τον συλλυπηθεί και να του εκφράσει τη συμπαράστασή του, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει μιλήσει απαξιωτικά για εκείνον και είχε πει ότι δεν θα του ξανααπευθύνει τον λόγο.
Με τη στάση της, τη στάση που θα είχε κάθε πολιτισμένη χώρα, η Ελλάδα διδάσκει ήθος και στέκεται στο ύψος των περιστάσεων. Δεν το κάνει για να αποσπάσει τον έπαινο. Το κάνει γιατί αυτό επιτάσσει ο πολιτισμός της.