Τόσο στην Ελλάδα όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια το πρόβλημα της στέγασης στα μεγάλα αστικά κέντρα γίνεται όλο και πιο οξύ. Οι οικογένειες αναγκάζονται να διαθέτουν πολλές φορές περισσότερο από το μισό τους εισόδημα για το ενοίκιο του σπιτιού τους (που σημαίνει ότι θα πρέπει να καλύπτουν όλες τις υπόλοιπες ανάγκες με ό,τι μένει από το εισόδημά τους) ενώ το μέχρι πρότινος όνειρο της αγοράς κατοικίας πλέον έχει γίνει άπιαστο, αφού οι τιμές των ακινήτων σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο. Το χειρότερο από όλα είναι ότι οι προοπτικές για το μέλλον κάθε άλλο παρά ευοίωνες είναι, αφού όλοι, ειδικοί και μη, προεξοφλούν περαιτέρω αύξηση των ενοικίων αλλά και της τιμής των ακινήτων.
Το πρόβλημα όπως είναι γνωστό είναι πολυπαραγοντικό. Κοντά στην ούτως ή άλλως ακρίβεια της εποχής έρχεται να προστεθεί και η εξάπλωση του μοντέλου των βραχυχρόνιων μισθώσεων που μείωσε σημαντικά την προσφορά στέγης προς ενοικίαση, με αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των ενοικίων.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση οι κυβερνήσεις, σε Ελλάδα και ΗΠΑ, δεν μπορούν να μένουν απαθείς. Η αγορά έχει μεν τους δικούς της κανόνες, αλλά όταν αυτοί λειτουργούν εις βάρος της ίδιας της κοινωνίας τότε είναι επιβεβλημένη η εφαρμογή δημόσιας πολιτικής.
Με άλλα λόγια, απαιτείται άμεση ανάληψη δράσης με στοχευμένα μέτρα που θα ανακουφίσουν τις οικογένειες και θα βοηθήσουν τους νέους ανθρώπους που ξεκινούν τώρα τη ζωή τους. Το ζήτημα είναι πρωτίστως κοινωνικό (έχει να κάνει με τη βιωσιμότητα και τη συνοχή των κοινωνιών) και όχι αμιγώς οικονομικό όπως φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Οι λύσεις εν προκειμένω δεν είναι εύκολες (άλλωστε κανένα σύνθετο πρόβλημα δεν έχει εύκολες λύσεις, και όποιος λέει το αντίθετο απλά λαϊκίζει), αλλά η αδράνεια είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε χειρότερες καταστάσεις.