x
 

Πολιτισμός

Τραπέζι από σουηδικό ξύλο

03 Ιουνίου 2023
Της Ελένης Καραμαγκιώλη*

Μ’ έβλεπες πάνω από το μπολ με τη χτυπημένη μαρέγκα, λερωμένη με κρέμα, και γελούσες, «δε σου το είχα να κάθεσαι εδώ μαζί μου για να μάθεις να φτιάχνεις την τούρτα».

Δε σου απαντούσα, έσφιγγα το σύρμα και χτυπούσα ακόμη πιο δυνατά τ’ ασπράδια.

Στην αρχή σου είχα ζητήσει να μου δείξεις την τούρτα με τις πορτοκαλάδες, με άφησες για λίγο να ανοίξεις τα ντουλάπια, μου ανακοίνωσες ότι θα φτιάχναμε την τούρτα με το νεσκαφέ, στο τέλος στο τραπέζι έβγαλες ένα σωρό υλικά, αλεύρι, σόδα, ζάχαρη, κακάο. Θα φτιάξουμε τη δική μας τούρτα σήμερα, αφού έχω πεθάνει δεν έχει σημασία αν θα βγει καλή, μου δήλωσες.

Στο όνειρο και να σου διαπερνάει τα σπλάχνα ο πόνος, αντέχεις, ήθελα να μείνω όσο γινόταν περισσότερο μαζί σου, κι ο μόνος τρόπος ήταν να σου αποδείξω ότι με ενδιέφερε να μου δείξεις να φτιάχνω τις τούρτες σου, τις διαβόητες, που στις ζητούσαν στα τραπεζώματα και στις επισκέψεις.

Μου είχες φορέσει την ποδιά σου, εκείνη με τα λαχανικά και την καλημέρα γραμμένη στα γαλλικά και στα γερμανικά. Οταν την έδεσες γύρω από τη μέση μου, κατάλαβα ότι από τη μεσήλικη γυναίκα που είμαι είχε απομείνει μόνο το πρόσωπο με τις πρώτες ρυτίδες γύρω από τα μάτια και το στόμα. Στο σώμα είχα γίνει πάλι το κορίτσι του Γυμνασίου, τρεις φορές πέρασες τις άκρες γύρω από τη μέση μου για να την στερεώσεις. Ημουν ξανά το μικρομέγαλο, που πάντα ένιωθα ότι φαινόμουν στο σχολείο, κι αυτή τη φορά ήταν ανακουφιστικό να είμαι κάτι που εσύ αναγνώριζες.

Οταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας μείναμε κι οι δύο στη θέση μας, δε θέλαμε να ανοίξουμε, η δική μου αγωνία ήταν μεγαλύτερη, το όνειρο στα κομβικά σημεία διακόπτεται απότομα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση από το να πιστεύεις ότι αν παραμείνεις ξαπλωμένος και προσπαθήσεις να κοιμηθείς, το όνειρο θα συνεχίσει να παίζει, σαν σίριαλ σε συνέχειες, από εκεί που το άφησες.

«Θα πάω να ανοίξω εγώ», έστρωσες τη φούστα σου στα πόδια σου και σκούπισες τα χέρια σου από το βούτυρο σε μια πετσέτα με ρίγες. Ηταν ένα κομμάτι από το παντελόνι που δεν έβγαζα από πάνω μου στην εφηβεία μου. Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο όσο ζούσες.

Σε ζητούν, μου φώναξες, και κρύφτηκες στην κουζίνα.

Στο καθιστικό με την παλιά τηλεόραση, που έπιανε μόνο δυο κανάλια, την στρογγυλή τραπεζαρία, που ποτέ δεν βόλεψε στις γιορτές και φέρναμε και άλλο τραπέζι από την αποθήκη, και το σύνθετο το φορτωμένο με τα κουτιά από κουφέτα, καραβάκια και αναμνηστικά από βαφτίσια και γάμους, στέκονταν δύο μελαμψοί άντρες με σαγιονάρες. Τα βρώμικα δάχτυλά τους προεξείχαν, οι σαγιονάρες ήταν λάθος νούμερο, ακουμπούσαν τα πόδια τους το μπεζ χαλί και γαργαλούσαν μέσα μου την ενοχή μου, ήταν σαν να το έκανα εγώ και ας ήξερα πόσο θα θύμωνες.

«Ηρθαμε να σου πούμε ότι ο Μεχάρ πέθανε», ο ψηλότερος μιλούσε καλά ελληνικά, ήταν φαίνεται πιο πολλά χρόνια στη χώρα.

«Δεν ξέρω ποιος είναι ο Μεχάρ». Ανυπομονούσα να φύγουν, είχαν κάνει λάθος, προφανώς, ήθελα να τρέξω στην κουζίνα να δω εάν ήσουν ακόμη εκεί.

«Ηρθαμε να σου πούμε ότι ο Μεχάρ πέθανε». Είχαν κάνει πρόβες, ο ψηλός να το λέει και να με κοιτάζει στα μάτια, ο κοντός να χαμηλώνει το κεφάλι και να το κουνάει πάνω κάτω.

«Δεν ξέρω κανέναν Μεχάρ, έχετε κάνει λάθος», δυνάμωσα την ένταση της φωνής, για να με ακούσεις εσύ, να με περιμένεις να βρέξουμε μαζί τα σαβαγιάρ στο μείγμα με τον καφέ και το λικέρ.

«Ο Μεχάρ πέθανε», την τρίτη φορά ο ψηλός δεν πρόσθεσε ότι γι’ αυτό τον λόγο είχαν έρθει να με βρουν. Σήκωσαν κι οι δυο ταυτόχρονα τις παλάμες τους και τις ακούμπησαν στο μέτωπό τους, ο θάνατος ήταν σπουδαίο γεγονός κι εκείνοι είχαν αναλάβει να τον διαδώσουν.

Τους συνόδεψα στην πόρτα, «πώς πέθανε», τους ρώτησα, δεν μίλησαν, δεν είχαν έρθει να εξηγήσουν, παρά μόνο να ανακοινώσουν.

Οταν γύρισα στην κουζίνα, είχες φύγει, είχες προλάβει να μαζέψεις και να πάρεις μαζί σου τα μπολ, την βουτυρωμένη φόρμα, τα σπασμένα σαβαγιάρ, τα τσόφλια των αυγών και το πλαστικό τραπεζομάντιλο. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και άδειο, όλα είχαν πεταχτεί, μαζευτεί ή τακτοποιηθεί, λίγη σημασία είχε τι είχε ακριβώς γίνει. Δεν ήσουν εκεί.

Θα ξυπνούσα σε λίγο, το καταλάβαινα, οπότε έκανα μια τελευταία προσπάθεια. «Δεν τον ήξερα τον Μεχάρ», σου απευθύνθηκα, μπας και η περιέργειά σου σε έφερνε πίσω. «Δεν ήξερα ότι τον λένε Μεχάρ, δεν είχα ρωτήσει ποτέ πώς τον έλεγαν, πρέπει να με πιστέψεις».

Δεν ήθελες να μάθεις, σε έναν νεκρό δεν κάνει εντύπωση ο θάνατος του άλλου, παρά μόνο η ζωή του.

Τον Μεχάρ, που δεν είχα ζητήσει να μάθω ποτέ πώς τον λένε, τον είχα δει πρώτη φορά, όταν είχα κατέβει στο υπόγειο μιας πολυκατοικίας, όπου είχε στήσει ένα ανακατεμένο με διάφορα ετερόκλητα πράγματα εργαστήρι, για να μου κοντύνει μια φούστα.

Είχε στήσει ένα παραβάν για να αλλάζουν οι πελάτες από μια κουρτίνα μπάνιου με ροζ φλαμίνγκο, αντί για καναπέ είχε στριμώξει στον έναν τοίχο τρία κασόνια στη σειρά που τα είχε ντύσει με χαρτί που ντύνουμε τα συρτάρια, κατάσπαρτο με μαργαρίτες. Στον άλλον τοίχο, που δεν είχε και μεγάλη απόσταση, το δωμάτιο ήταν μικρό και στενό, είχε βάλει για να ράβει και να κόβει ένα τραπέζι κουζίνας σπαστό, το είχε ανοίξει και είχε στρώσει πάνω του κόλλες του καθαριστήριου. Βελόνες, κλωστές και στριφώματα τα πετούσε σε ένα βάζο για λουλούδια, πλαστικό, που είχε απέξω ζωγραφισμένη τη σημαία της Αμερικής.

Τον ξέραμε όλοι στη γειτονιά σαν τον Ινδό που ράβει. Δε μας ένοιαζε ποιος ήταν, μόνο πώς μπορούσε να μας φανεί χρήσιμος.

Ηταν νέος, συμπέρασμα που έβγαινε, όχι τόσο από την εμφάνισή του, όσο από το γεγονός ότι είχε καταφέρει να φτάσει ώς εδώ μόνος του από την Ινδία και από το ότι δεν σήκωνε κεφάλι από τα ραψίματα όλη μέρα. Το μαγαζί του, το πιο κακοφωτισμένο στην περιοχή, μένει ανοικτό ώς αργά το βράδυ, ο Ινδός όλο γαζώνει, μετράει, διπλώνει τα μεταποιημένα ρούχα και τα χώνει σε μπλε σακούλες, για να τις ξεχωρίζει γράφει λέξεις στη γλώσσα του και κολλάει το χαρτί με σελοτέιπ απέξω.

Τον πληρώνουμε με κέρματα, είναι πάμφθηνος, στα πανωφόρια και στα σακάκια τυχαίνει να δίνουμε κανένα χαρτονόμισμα. Τα κέρματα τα ρίχνει στο ανθοδοχείο, τα χαρτονομίσματα τα χώνει στις τσέπες του. Αν και υπόγειο, το γεμάτο υγρασία μαγαζί έχει μια τζαμαρία κι όταν τις ελάχιστες στιγμές δεν δουλεύει, μας χαζεύει, καθισμένος, να περπατάμε, να μιλάμε στο κινητό, να κουβαλάμε φρούτα και απορρυπαντικά, σαν να βλέπει σε ταινία τη ζωή, που εκείνος δεν προλαβαίνει να έχει.

Κουνάω το χέρι, όταν περνάω από μπροστά, κι εκείνος με χαιρετάει, καμιά φορά τυχαίνει να περάσω αρκετές φορές από εκεί, με χαιρετάει με τον ίδιο ενθουσιασμό, σαν κάθε φορά να είναι η πρώτη φορά που με βλέπει.

Το τετράγωνο τραπέζι από σουηδικό ξύλο, που μας έβαζες να κουβαλάμε από την αποθήκη για να ακουμπάς τα φαγητά που δεν χωρούσαν στην στρογγυλή τραπεζαρία, το είχα φέρει στο δικό μου σπίτι, όταν πέθανες. Δεν βολευόταν πουθενά, δεν ταίριαζε σε κανένα δωμάτιο, το είχα παρατήσει στη μέση στο χολ για να με εμποδίζει, να με δυσκολεύει, για να θυμάμαι πόσο με δυσκόλευες όταν ζούσες.

Μια μέρα, δεν ξέρω πώς μου ήρθε, το πήρα και με τα χίλια ζόρια το κατέβασα από τις σκάλες και το πήγα στον Μεχάρ. Σε έναν άγνωστο δεν θα δημιουργούσες πρόβλημα, μπορεί και να βοηθούσες.

Το ακούμπησα έξω από τη τζαμαρία, του έκανα νόημα δείχνοντας τα κασόνια, ότι θα μπορούσε να τα βγάλει και να το βάλει εκεί, να έχει κάπου να ακουμπάει, να βάζει πράγματα.

Εδειχνε να μην καταλαβαίνει ότι του το έδινα, μόνο όταν τον χαιρέτησα και έκανα να φύγω, γούρλωσε τα μάτια του, ένωσε μπροστά στο στήθος τις παλάμες του, όπως κάναμε στη γιόγκα, και υποκλίθηκε.

Από τότε, τις Κυριακές τα μεσημέρια, τον βλέπω μέσα από τα κατεβασμένα στόρια, να κοιμάται πάνω στο τραπέζι με προσκεφάλι τις φουσκωμένες με διορθωμένα ρούχα μπλε σακούλες. Ο Μεχάρ παίρνει τον μεσημεριανό του ύπνο πάνω στο τραπέζι που εσύ κάποτε στόλιζες με τα περίτεχνα καρέ τραπεζομάντιλα και τις πιατέλες με τις περίφημες τούρτες σου.

Μέχρι να σε ξαναδώ στα όνειρα, φρόντισα κι έμαθα το όνομά του, μου το είπε χαρούμενος και μου το έγραψε σε ένα από εκείνα τα χαρτάκια που κολλάει στις σακούλες του. Δεν θα ρισκάρω πάλι να μας διακόψουν όταν θα σε ξαναδώ για να μου ανακοινώσουν ότι πέθανε κάποιος που δεν ξέρω, που δεν ξέρω το όνομά του. Φοβάμαι μόνο ότι έχω ξεχάσει να του πω το δικό μου.

* Η Ελένη Καραμαγκιωλη είναι συγγραφέας, το βιβλίο της «Μονωτική Ταινία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ιωλκός.

Η Ελένη Καραμαγκιώλη

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΑΘΗΝΑ. Ο ουρανός πάνω από τη νότια Ελλάδα απέκτησε πορτοκαλί απόχρωση την Τρίτη, καθώς τα σύννεφα σκόνης που μεταφέρθηκαν στη Μεσόγειο Θάλασσα από τη Βόρεια Αφρική κάλυψαν την Ακρόπολη και άλλα μνημεία της Αθήνας.

Σχόλια

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ