Ο Ιλον Μασκ, ο μέχρι πρόσφατα πιο πλούσιος άνθρωπος στον Κόσμο, και νέος ιδιοκτήτης του Twitter, προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων πρόσφατα -τουλάχιστον στον κόσμο των Μέσων Ενημέρωσης, αν όχι στο γενικότερο κοινό- για τον λόγο ότι ακύρωσε τους λογαριασμούς δημοσιογράφων που του ασκούν κριτική. Μεταξύ αυτών ήταν και συντάκτες από μεγάλους δημοσιογραφικούς οργανισμούς της χώρας.
Ωστόσο, αυτό δεν φάνηκε καθόλου να κάνει το αυτί του να ιδρώνει.
Η θεωρία του, φαίνεται να είναι, «δικό μου είναι το Twitter, κάνω ό,τι θέλω».
Κι ως προς αυτό, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Αφεντικό είναι. Αυτός πληρώνει, αυτός διατάζει.
Η απόφαση αυτή, όμως, δημιουργεί ερωτήματα που έχουν σχέση με την ελευθερία του Τύπου. Με το δικαίωμα δηλαδή -και την ανάγκη- του λαού να ακούει και την άλλη πλευρά ενός θέματος. Να γίνεται άσκηση κριτικής στο έργο που επιτελούν δημόσια πρόσωπα.
Εντούτοις, δεν πρωτοτυπεί ο Μασκ. Ο άνθρωπος ακολουθεί τα χνάρια προηγούμενων βαρόνων του Τύπου, όπως του Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ (William Randolph Hearst), στον οποίο στηρίζεται το θαυμάσιο έργο, «Πολίτης Κέιν» (Citizen Kane), και στις μέρες μας στον Ρούπερτ Μέρντοχ (Rupert Murdoch). Απλά διαφέρει το μέσον που χρησιμοποιεί και το μέγεθος του ακροατηρίου που φτάνει σε διεθνή κλίμακα.
Το φαινόμενο αυτό, της συγκέντρωσης της Ενημέρωσης στα χέρια λίγων ανθρώπων, δεν είναι αποκλειστικά αμερικάνικο. Το «μοντέλο» αυτό, επιχειρηματίες ή και κυβερνήσεις να ελέγχουν τα ΜΜΕ, είναι διεθνές.
Και αυτό οφείλεται σε ένα σημαντικό βαθμό -αν όχι σε ένα πολύ σημαντικό βαθμό- στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ περνά μια βαθιά, εκτεταμένη οικονομική κρίση.
Μα ούτε κι αυτό είναι αποκλειστικά πρόβλημα της εποχής μας. Η κατάσταση τώρα, όμως, είναι μάλλον χειρότερη από άλλες εποχές, καθώς βρισκόμαστε σε μια μεταβατική εποχή, εξαιτίας των επαναστατικών τεχνολογικών αλλαγών στον τρόπο διανομής της είδησης.
Η κατάσταση αυτή μου θυμίζει, πάλι, τον μεγάλο Αλεξανδρινό ποιητή μας, τον Κωνσταντίνο Καβάφη, στον οποίο συμπτωματικά αναφέρθηκα και στο προηγούμενο σχόλιό μου (https://www.ekirikas.com/o-agonas-tou-konstantinou-kavafi-gia-t/ για τα Γλυπτά του Παρθενώνα), ο οποίος σε ένα κείμενό του -εκδοτικός οίκος Φέξη- με τον συμβολικό τίτλο «Ανεξαρτησία», γράφει και τούτα που πραγματικά αξίζουν να διαβαστούν από δημοσιογράφους και μη:
«Σε τρία από τα τελευταία τεύχη των Παναθηναίων εγράφησαν πολλά για το μη αναγνωστικόν του Ελληνος… αλλά κοντά στα πολλά δυσάρεστα και βλαβερά που έχει η κατάστασις… ας σημειώσω – να έχουμε και μια παρηγοριά στον καϋμό μας –κ’ ένα καλό: Oταν ξέρει ο γράφων που έτσι κ’ έτσι δεν θα αγορασθούν από την έκδοσί του παρά ολίγιστοι τόμοι… διάφορα δεσμά πέφτουν αμέσως από πάνω του και αποκτά μια ελευθερία μεγάλη στην δημιουργική του εργασία… Οσο κ’ αν είναι ειλικρινής και με πεποιθήσεις θα τύχουν -σχεδόν χωρίς να το θέλει, σχεδόν χωρίς να το νοιώθει- στιγμές που, γνωρίζοντας πως σκέπτεται και τι αρέσει και τι αγοράζει το κοινόν, θα κάμει κάτι μικρές θυσίες -θα πει τούτο κομμάτι αλλέως, και θα παραλείψει εκείνο. Και δεν υπάρχει πράγμα πιο ολέθριο για την Τέχνη -μόνο που το βάζει ο νους μου, και φρίττω- παρά να λέγεται τούτο κομμάτι αλλέως και να παραλείπεται εκείνο».
Ευτυχώς που δεν ζει σήμερα ο μεγάλος Αλεξανδρινός να δει τι γίνεται. Σήμερα δεν «λέγεται τούτο κομμάτι αλλέως», αλλά συχνά αποτελεί ακόμα και προϊόν φαντασίας, συχνά και σκόπιμης παραπληροφόρησης. Fake news!