x
 

Κοινωνία

Ερευνα για την οθωμανική οπτική στην Επανάσταση του 1821

25 Μαρτίου 2024
Του Μαρίνου Σαρηγιάννη*

Γιατί είναι χρήσιμη η έρευνα για την οθωμανική οπτική στην Επανάσταση του 1821; Χρειάστηκαν σχεδόν διακόσια χρόνια για να αρχίσει η ελληνική ιστοριογραφία να χρησιμοποιεί πραγματικά τις οθωμανικές πηγές προκειμένου να φωτίσει πλευρές της Επανάστασης, καθώς δεν υπήρχαν εξειδικευμένοι ιστορικοί και αυτοί που εμφανίστηκαν τις τελευταίες δεκαετίες ενδιαφέρονταν κυρίως για άλλες περιόδους και ιστορικές προβληματικές. Το 1960 ο Νικηφόρος Μοσχόπουλος είχε μεταφράσει εκτενή αποσπάσματα από το έργο κυρίως του ιστορικού Τζεβντέτ Εφέντη, τα οποία έδιναν μεν την οθωμανική οπτική, δεν έμοιαζαν όμως να προσφέρουν κάποια νέα γνώση των γεγονότων.

Πράγματι, όσον αφορά τα γεγονότα ακόμα και κείμενα γραμμένα από αυτόπτες μάρτυρες, όπως η αφήγηση του Μοραΐτη Γιουσούφ Μπέη που δημοσιεύσαμε με τη Σοφία Λαΐου πολύ πρόσφατα, σπάνια δίνουν διαφορετικές εκδοχές των γεγονότων που ήδη γνωρίζουμε από τα απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών και άλλες ελληνικές πηγές. Από την άλλη μεριά, όμως, οι αφηγηματικές πηγές είναι πολύ διαφωτιστικές ως προς το πώς ερμήνευσαν οι οθωμανικές ελίτ την Επανάσταση και το πώς προσέλαβαν τις νεωτερικές έννοιες μέσω της μετάφρασης επαναστατικών κειμένων ή τις απόπειρες εξήγησης του ξεσηκωμού. Μπορεί να πει κανείς ότι η οπτική αυτή έχει μεγαλύτερη σημασία για τους οθωμανολόγους παρά για τους νεοελληνιστές, ωστόσο βοηθά στη σφαιρική κατανόηση της Ιστορίας.

Εκτός όμως από τις μελέτες τις σχετικές με την οθωμανική πρόσληψη της Επανάστασης (στην εισαγωγή στην αφήγηση του Γιουσούφ Μπέη, που γράψαμε με τη Σοφία Λαΐου, θα πρέπει να προσθέσουμε και το πρόσφατο βιβλίο του Λεωνίδα Μοίρα), φέτος δημοσιεύτηκαν πλήθος οθωμανικών εγγράφων σχετικών με την Επανάσταση: τα 62 αυτόγραφα διατάγματα του Μαχμούτ Β’ το 1821, που εξέδωσαν οι Ηλίας Κολοβός, Σουκρού Ιλιτζάκ και Μοχάμαντ Σχαριάτ-Παναχί με εκτενέστατη εισαγωγή, καθώς και δύο ογκώδεις τόμοι με μεταφράσεις στα αγγλικά και μεταγραφές εγγράφων υπό την επιμέλεια του Σουκρού Ιλιτζάκ, φωτίζουν πολλές και διαφορετικές πλευρές της οθωμανικής αντίδρασης. Οι πηγές αυτές προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για την αντιμετώπιση των επαναστατών από τις οθωμανικές Αρχές. Από την συγκριτική θεώρηση της αντιμετώπισης των επαναστατών σε σχέση με το γενικότερο πλαίσιο της αντιμετώπισης αυτονομιστικών κινήσεων από την κεντρική εξουσία μέχρι τη χρήση της βίας, τη λογική της και τα όριά της, και από θέματα επιμελητείας και σύνθεσης των οθωμανικών στρατευμάτων μέχρι ζητήματα υψηλής στρατηγικής, σειρά θεμάτων φωτίζονται από πολλές πλευρές μέσα από αυτές τις ερευνητικές και εκδοτικές προσπάθειες.

Γιατί η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν χειρίστηκε διαφορετικά το θέμα της φορολογίας, παρόλο που ήταν ένας παράγοντας κοινωνικής έντασης;

Η οθωμανική φορολογική πολιτική πέρασε από πολλά στάδια, κατά τα οποία μέλημα της διοίκησης ήταν φυσικά να μεγιστοποιήσει το όφελος του κράτους. Αυτό όμως, από την άλλη, περνούσε και από την ευημερία των ραγιάδων, των φορολογούμενων δηλαδή. Σε πολλές περιπτώσεις οι Οθωμανοί, οι οποίοι συμβάδιζαν εν πολλοίς με τα δεδομένα της εποχής τους, τον εκχρηματισμό της Οικονομίας δηλαδή και την τάση για αποκέντρωση της φορολογικής λειτουργίας, προσπάθησαν να εξισορροπήσουν αυτά τα δύο ζητούμενα. Αλλωστε βασική αρχή της οθωμανικής πολιτικής ιδεολογίας ήταν ο λεγόμενος «κύκλος της δικαιοσύνης»: ο σουλτάνος χρειάζεται στρατό, ο στρατός χρειάζεται πλούτο, ο πλούτος παράγεται από τους ραγιάδες και εκείνοι ευημερούν χάρη στη σουλτανική δικαιοσύνη. Για παράδειγμα, λόγου χάριν, από τα τέλη του 16ου αιώνα οι φόροι όλο και περισσότερο εκμισθώνονταν σε όποιον πλειοδοτούσε σε σχετικό διαγωνισμό για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Αυτό σήμαινε ότι ο εκμισθωτής θα προσπαθούσε να απομυζήσει όσο γίνεται περισσότερο τη φορολογική περιφέρεια που είχε ενοικιάσει, προκειμένου να βγάλει τα έξοδά του και να έχει και κέρδος, με αποτέλεσμα μακροπρόθεσμα την καταχρέωση των χωρικών και την μείωση της φοροδοτικής τους ικανότητας.

Σπάνια μινιατούρα της εποχής του Σουλειμάν του Μεγαλοπρεπή, που απεικονίζει το περίφημο devsirme ή παιδομάζωμα. Με κόκκινους μανδύες στο κάτω δεξιό μέρος, απεικονίζονται οι νεαροί χριστιανόπαιδες-μελλοντικοί γενίτσαροι.

Για το λόγο αυτό, στα τέλη του 17ου αιώνα η οθωμανική γραφειοκρατία πειραματίστηκε με την ισόβια εκμίσθωση (μαλικιανέ), με το σκεπτικό ότι ο εκμισθωτής θα είχε συμφέρον έτσι να εξασφαλίζει την μακροπρόθεση ευημερία της περιοχής του. Αυτό οδήγησε στη δημιουργία και ενδυνάμωση τοπικών και ημιαυτόνομων ελίτ, ενώ συχνά οι εκμισθωτές υπενοικίαζαν τμήματα του φόρου με τα ίδια αποτελέσματα. Νέοι πειραματισμοί οδήγησαν το 18ο αιώνα σε νέα συστήματα, ένα είδος κρατικών ομολόγων. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, οι στρατιωτικές κυρίως ανάγκες της Αυτοκρατορίας πίεζαν για όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών προσόδων. Οπως είναι γνωστό, είναι κυρίως οι έκτακτοι φόροι (αβαρίζ) που επιβάρυναν την κατάσταση των χωρικών και τους οδηγούσαν σε καταχρέωση και οικονομική συρρίκνωση.

Από πού πήγαζε η αδυναμία των Οθωμανών να κατανοήσουν τα κίνητρα των εξεγερμένων Ελλήνων;

Η βασική αιτία ήταν η σχεδόν πλήρης απουσία ζητημάτων ταυτότητας και εθνικής συνείδησης από τον οθωμανικό προβληματισμό: αν και η αντίθεση πιστών και απίστων (με την έννοια της αντιπαράθεσης του οθωμανικού με τα ευρωπαϊκά κράτη) έπαιζε πρωταρχικό ρόλο στην πολιτική σκέψη από τις αρχές του 18ου αιώνα, καθώς το πρωτεύον ζήτημά της ήταν το αν και γιατί θα έπρεπε η Οθωμανική Αυτοκρατορία να μιμηθεί πλευρές της πολιτικής και κυρίως στρατιωτικής οργάνωσης των «απίστων», ωστόσο οι Οθωμανοί στοχαστές ελάχιστα ώς καθόλου ασχολήθηκαν με την παρουσία των ζιμμήδων, των φόρου υποτελών απίστων υπηκόων, ως πολιτικό πρόβλημα. Η ιδέα της εθνικής ταυτότητας και συνείδησης, πόσο μάλλον του εθνικού κράτους, δεν υπήρχε ή τουλάχιστον δεν είχε καθιερωθεί στο οθωμανικό πολιτικό λεξιλόγιο. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτούμε ότι πρόκειται για μια πολυεθνική αυτοκρατορία, δομημένη κατά βάση πάνω σε θρησκευτικές κατηγορίες και ταυτότητες, η ελίτ της οποίας υποβάθμιζε την εθνοτική καταγωγή ακόμα και της ίδιας της δυναστείας (την τουρκική δηλαδή).

Ηταν λοιπόν φυσικό οι πρώτες αντιδράσεις του οθωμανικού κράτους να εστιάσουν αφενός στον ρωσικό παράγοντα, ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για άμεση υποκίνηση των στασιαστών και, αφετέρου, σε αδυναμίες, σφάλματα και παραλείψεις του κρατικού μηχανισμού.

Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί ότι η πρώτη αντίδραση του σουλτάνου στην είδηση της επανάστασης στη Μολδοβλαχία ήταν να κατηγορήσει τους κυβερνητικούς υπαλλήλους για οκνηρία (θυμίζοντας πρόσφατες εποχές!). Καθώς μάλιστα στον οθωμανικό πολιτικό στοχασμό της εποχής περίοπτη θέση είχαν οι ιδέες του μεγάλου Αραβα ιστορικού Ιμπν Χαλντούν, σύμφωνα με τις οποίες κάθε κράτος ξεκινά ως νομαδικό, με ομαδικό πνεύμα και μαχητικότητα, ενώ στην πορεία παρακμάζει όσο εξοικειώνεται με τις πόλεις και την εγκατεστημένη ζωή, τα πρώτα μέτρα που πήρε στην Κωνσταντινούπολη η κυβέρνηση στόχευαν στον επαναπροσανατολισμό των μουσουλμάνων στη νομαδική ζωή (εξοπλισμός, πάταξη πολυτέλειας κ.λπ.) ώστε ένα είδος γενικής επιστράτευσης να επαναφέρει την τάξη. Στα διατάγματα του σουλτάνου Μαχμούτ Β’, αλλά και στις σχετικές αφηγήσεις, βλέπουμε έντονη την βεβαιότητα ότι η Ρωσία υποκίνησε το μιλλέτι των Ρωμιών με βάση το κοινό θρήσκευμα, καθώς και την έκπληξη για την αποφασιστικότητα και επιμονή των επαναστατών. Χαρακτηριστική είναι μια αποστροφή του Μαχμούτ: «Η επιμονή των Ρωμιών χάριν της λαθεμένης θρησκείας τους πρέπει να γίνει παράδειγμα [για τους μουσουλμάνους]». Εν γένει, όπως είπαμε, η «εθνική» ερμηνεία άργησε να μπει στο οπλοστάσιο της οθωμανικής ανάλυσης.

Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι στους Οθωμανούς ιστοριογράφους ήδη των πρώτων χρόνων της Επανάστασης βλέπουμε μια προσπάθεια κατανόησης και ερμηνείας του εθνικού παράγοντα. Ο Αταουλλάχ Σανιζαντέ, επίσημος χρονικογράφος μέχρι το 1826, παρότι και αυτός δίνει έμφαση στην υποκίνηση της Ρωσίας και την αποτυχία του οθωμανικού κράτους να ελέγξει τις αυθαιρεσίες των τοπικών αρχόντων, προσθέτει ότι είναι «φυσικό» κάποιοι από τους χριστιανούς ραγιάδες να υποφέρουν από την κατάστασή τους ως υποταγμένοι, ακόμα και αν ζουν με άνεση. Επιπλέον, ο Σανιζαντέ συνδέει τον «εθνικό ζήλο» με τη μόρφωση και τις επισκέψεις στην Ευρώπη, ενώ χρησιμοποιεί το ίδιο λεξιλόγιο για να αιτιολογήσει τις νίκες του γαλλικού στρατού επί Ναπολέοντα. Όπως είναι φυσικό, η συνειδητοποίηση ενός νέου παίκτη στο πολιτικό γίγνεσθαι, της εθνικής συνείδησης, είναι ακόμα πιο έντονη σε ανθρώπους όπως ο Γιουσούφ Μπέης, ο οποίος όχι μόνο ανήκε στην πελοποννησιακή ελίτ αλλά γνώριζε και ελληνικά και είχε αγαστές σχέσεις με πρόκριτους των πόλεων του Μοριά. Ενώ χρησιμοποιεί και εκείνος το αφήγημα της ρωσικής υποκίνησης, ο Γιουσούφ αναγνωρίζει ότι οι Ρωμιοί, ένα ξεχωριστό έθνος (μιλλέτ), εξ ανάγκης και μόνο υπέμενε «τη δουλεία και την υποταγή»: αυτό προστάζει «η ανθρώπινη φύση και όλα τα διαφορετικά έθνη [που] υπόκεινται στη δίψα για ανεξαρτησία».

Επέλεξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία την παραδειγματική βία για να αποθαρρύνει και να καταστείλει τους Ελληνες;

Είναι λίγο υπερβολή να πούμε ότι η παραδειγματική βία ήταν η μόνη απάντηση των οθωμανικών αρχών. Σε πολλές περιπτώσεις και καθόλη τη διάρκεια της Επανάστασης μέχρι την έλευση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, Οθωμανοί στρατηγοί, όπως λόγου χάριν ο Ομέρ Βρυώνης, προέκριναν τη διαπραγμάτευση, προσφέροντας αρματολίκια στους οπλαρχηγούς και συγχώρεση (ράι) στους ραγιάδες. Από την άλλη μεριά, ήδη από την πρώτη στιγμή ο σουλτάνος και το περιβάλλον του προσέλαβαν τις ειδήσεις για το ξέσπασμα της Επανάστασης ως ένα μεγάλο σχέδιο για ξεσηκωμό όλων των χριστιανών της Αυτοκρατορίας και προσπάθησαν να αντιδράσουν εξίσου ριζικά και μαζικά, εξοπλίζοντας όλους τους μουσουλμάνους και δίνοντας το ελεύθερο για τα γνωστά πογκρόμ κατά των χριστιανών στις μεγάλες πόλεις της Αυτοκρατορίας τους πρώτους μήνες της Επανάστασης. Στη συνέχεια, βέβαια, η αντιπαράθεση περιορίστηκε στο στρατιωτικό πεδίο. Εκεί, η φύση τόσο του πολέμου με τις σφαγές εκατέρωθεν φρουρών και άμαχου πληθυσμού όσο και του οθωμανικού στρατού της εποχής, κορμός του οποίου ήταν σε μεγάλο βαθμό μισθοφόροι στρατολογημένοι από τους πασάδες της Μικρασίας, οδήγησε συχνά όπως ξέρουμε σε φοβερές βιαιότητες.

Επηρέασε ο Οθωμανο-ιρανικός πόλεμος από το 1820 μέχρι το 1823 την εξέλιξη του απελευθερωτικού πολέμου στην Ελλάδα;

Πράγματι, τον Σεπτέμβριο του 1821, με αφορμή ιρανικές επιθέσεις στο Ερζερούμ και τη Βαγδάτη και βαθύτερη αιτία την αντιπαλότητα των Κούρδων τοπικών ηγετών στη μεθόριο των δύο αυτοκρατοριών, ξεκίνησε ο Οθωμανο-ιρανικός πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε μέχρι τον Ιούλιο του 1823. Μάλιστα, όπως βλέπουμε σε οθωμανικά έγγραφα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, ο σουλτάνος θεώρησε και αυτά τα γεγονότα αποτέλεσμα ρωσικής υποκίνησης. Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη ισχυρών δυνάμεων στο ιρανικό μέτωπο, οι οποίες μάλιστα τελικά ηττήθηκαν, θα αποδυνάμωσε τη στρατιωτική ικανότητα των Οθωμανών στη Ρούμελη και την Πελοπόννησο. Το ζήτημα προφανώς δεν έχει ερευνηθεί αρκετά (υπάρχει μια σχετική μελέτη του Μοχάμαντ Σχαριάτ-Παναχί υπό δημοσίευση) αλλά δεν είμαι βέβαιος κατά πόσο οι δυνάμεις αυτές θα μπορούσαν σε άλλη περίπτωση όντως να είχαν σταλεί εναντίον των Ελλήνων και να επηρεάσουν το αποτέλεσμα των μαχών. Είναι πιθανό, για παράδειγμα, να στέλνονταν στις βόρειες βαλκανικές επαρχίες για το ενδεχόμενο ρωσικής επίθεσης (μόνιμο φόβο των Οθωμανών που αποδείχθηκε δικαιολογημένος το 1828) ή να παρέμεναν στη Μικρασία ως εφεδρεία για κάθε ενδεχόμενο, συμπεριλαμβανομένου ενός πολέμου με το Ιράν. Από την άλλη, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι εφεδρείες που διέθεταν οι Οθωμανοί στη Μικρασία ήταν τόσο μικρές ώστε εξετάστηκε το ενδεχόμενο να σταλούν στο ιρανικό μέτωπο μισθοφόροι από τα Βαλκάνια.

Γιατί οι Οθωμανοί κατέφυγαν στη λύση των μισθοφόρων, προτιμώντας μια εργολαβική αντιμετώπιση της εξέγερσης των Ελλήνων;

Ο οθωμανικός στρατός την εποχή της Επανάστασης ελάχιστη σχέση είχε με τον στρατό που έσπερνε τον τρόμο στα ευρωπαϊκά μέτωπα τον 16ο αιώνα. Οι τιμαριώτες σπαχήδες, οι ιππείς που νέμονταν τις προσόδους χωριών με αντάλλαγμα τη συμμετοχή τους στις εκστρατείες και οι οποίοι αποτελούσαν τον κορμό του στρατεύματος, είχαν πρακτικά εξαφανιστεί μαζί με τα τιμάριά τους, τα οποία παρέσυρε η μετατροπή μεγάλων τμημάτων της κρατικής γης σε ιδιωτική μέσω του συστήματος του μαλικιανέ που αναφέραμε και άλλων πρακτικών. Οι γενίτσαροι, από την άλλη, από επίλεκτο στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από πρώην χριστιανούς, αιχμάλωτους ή παιδιά συγκεντρωμένα με το παιδομάζωμα, είχαν εξελιχθεί σταδιακά σε έναν οργανισμό με σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες, στον οποίο πρακτικά συμμετείχε ένα μεγάλο κομμάτι των μουσουλμανικών πληθυσμών των πόλεων και ο οποίος δεν είχε σπουδαίες στρατιωτικές δυνατότητες.

Χαρακτηριστικά οι προσπάθειες της οθωμανικής κυβέρνησης να τους κινητοποιήσουν εναντίον του Υψηλάντη χρειάστηκαν μακρές διαπραγματεύσεις και τελικά κατέληξαν σε φιάσκο. Οι οθωμανικές δυνάμεις στις αρχές του 19ου αιώνα βασίζονταν πια κυρίως αφενός στη μαζική στρατολόγηση χωρικών, οι οποίοι συντηρούνταν με δικές τους δυνάμεις και προφανώς είχαν ελάχιστη στρατιωτική αξία, αφετέρου σε στρατεύματα που συντηρούσαν ως προσωπική φρουρά και δύναμη κρούσης οι διάφοροι πασάδες και βεζίρηδες που συμμετείχαν στις εκστρατείες. Τα στρατεύματα αυτά πληρώνονταν με χρήματα που έστελνε στους πασάδες η Υψηλή Πύλη, συχνά με καθυστέρηση καθώς εμπλέκονταν δανειστές και τραπεζίτες, και προφανώς προκαλούσαν τα δικά τους προβλήματα. Εχουμε το παράδειγμα ενός τέτοιου μισθοφόρου, του Καμπουντλή Βασφί, ο οποίος στρατολογήθηκε μαζί με τον πατέρα του σε πολύ νεαρή ηλικία, πολέμησε στο Καρς εναντίον των Ρώσων, στην Ηπειρο εναντίον του Αλή Πασά και κατόπιν στη Ρούμελη, την Εύβοια και το Μοριά και μας άφησε μια πολύ ενδιαφέρουσα αυτοβιογραφική αφήγηση. Οπως καταλαβαίνουμε, με τις συνθήκες αυτές η μαζική χρήση μισθοφορικών στρατευμάτων ήταν ουσιαστικά ο μόνος δρόμος που είχαν οι Οθωμανοί, όσα προβλήματα και αν τους δημιουργούσαν.

Πώς αντέδρασε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στη συμμετοχή των ελληνικών νησιών με το Ναυτικό τους στην Επανάσταση;

Προφανώς οι Οθωμανοί αντιλήφθηκαν αμέσως τη σημασία της συμμετοχής των νησιών και του στόλου τους στην Επανάσταση. Γι’ αυτό άλλωστε και μεγάλο μέρος του πολέμου διεξήχθη στη θάλασσα: ο οθωμανικός στόλος έβγαινε στο Αιγαίο κάθε χρόνο με πρωταρχικό στόχο να καταστρέψει ή να υποτάξει την Υδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά (όπως και έγινε στην τελευταία περίπτωση). Να σημειώσουμε εδώ και ότι σειρά οθωμανικών εγγράφων σχετικών με την Υδρα, από τα οποία σχεδόν εβδομήντα αφορούν την περίοδο της Επανάστασης, μεταφράστηκε από ομάδα συνεργατών με την επιμέλεια του υποφαινόμενου, του Αντώνη Αναστασόπουλου, της Σοφίας Λαΐου και του Γιάννη Σπυρόπουλου και πρόκειται να δημοσιευτεί, πιθανόν εντός του 2022. Περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, στοιχεία για το ρόλο της Υδρας στην Επανάσταση στην Κρήτη το 1821 και την εκστρατεία του Λιβάνου την ίδια χρονιά, αναφορές κατασκοπευτικού χαρακτήρα για την κατάσταση στο Μοριά και τα νησιά, τόσο από πληροφοριοδότες όσο και από μεταφράσεις ελληνικών εφημερίδων, θέματα επιμελητείας του οθωμανικού Στρατού και Στόλου, διαβουλεύσεις για τις τακτικές κινήσεις των οθωμανικών στρατευμάτων (ιδιαίτερα δε μετά την εμπλοκή του Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου), αλλά και περιγραφές μαχών και κυρίως ναυμαχιών. Είναι φανερός στο υλικό αυτό τόσο ο ρόλος των νησιών στο ναυτικό πόλεμο όσο και η στρατηγική σημασία τους που τα καθιστούσε πρωταρχικό στόχο των οθωμανικών εκστρατειών.

Η οθωμανική ελίτ πήρε ποτέ θέση απέναντι στο γαλλικό σύνθημα για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη;

Υπάρχουν μια σειρά περιγραφές Οθωμανών ιστορικών ή διπλωματών για τη Γαλλική Επανάσταση και κυρίως για το καθεστώς που επιβλήθηκε με αυτή. Ο πρεσβευτής στη Βιέννη γράφει το 1792 ότι πρόκειται για έναν ξεσηκωμό του όχλου, που καθοδηγήθηκε από τους «Ιακωβίνους ληστές» και σημειώνει ότι οι επαναστάτες είχαν «δοκιμάσει την ελευθερία». Μεταγενέστερες πηγές φαίνεται να συγχέουν την Επανάσταση με την εμφάνιση του Ναπολέοντα, ωστόσο υπάρχουν περιγραφές που τονίζουν τις ιδέες της ισότητας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας, διαβλέποντας τον κίνδυνο να επεκταθεί (από κινήσεις των Γάλλων) αυτό το καθεστώς σε άλλα κράτη. Ο ιστορικός Σανιζαντέ, που αναφέρθηκε και προηγουμένως, και ο οποίος γνώριζε γαλλικά (η εισαγωγή του μάλιστα στο ιστορικό του έργο είναι ουσιαστικά μετάφραση του λήμματος περί ιστορίας στη μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια, γραμμένου από τον Βολταίρο), εκθειάζει την «εθνική ενότητα» των Γάλλων, ενισχυμένη από «τον πατριωτισμό, την αδελφότητα, την ισότητα και την ελευθερία» που τους οδήγησαν σε μια σειρά νίκες υπό το σύνθημα «ελευθερία ή θάνατος». Όπως είναι φυσικό, βέβαια, ο ίδιος προκρίνει τη μοναρχία ως πολίτευμα και προειδοποιεί για τους κινδύνους που ενέχει κατά τη γνώμη του η εγκατάλειψη των κρατικών υποθέσεων στη «μάταιη αναζήτηση της [συναίνεσης της] πλειοψηφίας».

Είναι γνωστή η ρήση του Κολοκοτρώνη για τη Γαλλική Επανάσταση που «άνοιξε τα μάτια του κόσμου», και πολύ μελάνι έχει χυθεί για την αξιολόγησή της. Αυτό που δεν έχει διερευνηθεί είναι το πώς οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης πέρασαν σε μερίδα έστω των ελληνικών πληθυσμών της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας, αν πράγματι μπορεί να στοιχειοθετηθεί αυτό, και εδώ η συνδρομή του οθωμανικού αρχειακού υλικού μπορεί να γίνει διαφωτιστική. Από τα έγγραφα τα σχετικά με την Υδρα που προανέφερα ξεχωρίζει ένα σημείωμα του 1798 από τον διοικητή του Μοριά προς τον Σουλτάνο που αφορά τη δράση πρακτόρων του Ναπολέοντα οι οποίοι, μεταμφιεσμένοι σε γιατρούς, διαδίδουν επαναστατικές ιδέες στην Πελοπόννησο.

Τι επίπτωση είχε στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων η ιδεολογική χρήση του 1821;

Οπως ξέρουμε, και όπως άλλωστε ήταν φυσικό, το ’21 ως γεγονός έγινε πολύ γρήγορα κεντρικό σημείο για την οικοδόμηση του αφηγήματος της εθνικής ιστορίας από το νεοελληνικό κράτος. Στο πλαίσιο αυτό βεβαίως υπερτονίστηκαν τα θετικά στοιχεία των αγωνιστών, εξαφανίστηκαν τα αρνητικά, ταυτόχρονα όμως πλάστηκε μια εικόνα και της προγενέστερης περιόδου, της λεγόμενης Τουρκοκρατίας, όπου από τη μία υπήρχε το Γένος, με την ιστορική του συνείδηση, τη γλώσσα και τη θρησκεία του να φυλάσσεται διαχρονικά από την Εκκλησία, και από την άλλη ο «Τουρκικός ζυγός», ένα μονοδιάστατο και στατικό καθεστώς καταπίεσης και μισαλλοδοξίας. Μια σειρά από εθνικούς μύθους, από το Κρυφό Σχολειό μέχρι την έκταση, τη διάρκεια και τα χαρακτηριστικά του παιδομαζώματος (που τώρα ξέρουμε ότι ουσιαστικά είχε σταματήσει από τις αρχές του 17ου αιώνα, καθώς και ότι πολύ συχνά οι γενίτσαροι διατηρούσαν τη μνήμη αλλά και τις σχέσεις τους με τις πατρίδες τους), αποδείχθηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικοί. Οποιος παρακολουθεί το δημόσιο λόγο τα τελευταία χρόνια θα έχει παρατηρήσει ότι υπάρχει μια γενικευμένη καχυποψία απέναντι στη σύγχρονη ιστορική έρευνα, με το σκεπτικό ότι πρέπει να υπάρχουν σκοτεινά κίνητρα «αποδομισμού» και «εθνομηδενισμού» για να προσπαθεί κάποιος να γκρεμίσει όσα παραδοσιακά ξέρουμε από το σχολείο – στην πραγματικότητα, από τα σχολικά βιβλία των πατεράδων ή των παππούδων μας. Δεν χρειάζεται να τονίσω πόσο η αναβίωση του σχολικού λόγου περασμένων δεκαετιών για το ’21 συνδέεται με ακροδεξιές και εθνικιστικές αντιλήψεις σήμερα. Με αφορμή την επέτειο των διακοσίων χρόνων, ο δημόσιος λόγος για την Επανάσταση σχεδόν περιορίστηκε σε διαμάχες μεταξύ «πατριωτών» που καταφέρονταν εναντίον μιας εν πολλοίς ανύπαρκτης ομάδας «εθνομηδενιστών», αφενός, και ιστορικών που σαφώς (όπως άλλωστε είχε γίνει και σε άλλες περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας) προσπαθούν να ερμηνεύσουν την Επανάσταση με τρόπο που να δικαιώνει συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές της επικαιρότητας. Βλέπουμε λοιπόν κατά καιρούς ή και ταυτόχρονα την ελληνορθόδοξη, την λαϊκή, την αστική, τη φιλελεύθερη ή την ευρωπαϊκή Επανάσταση. Η ιστορία όμως όπως εξάλλου και η σύγχρονή μας πραγματικότητα ποτέ δεν υπήρξε και δεν θα μπορούσε να είναι μονοδιάστατη. Η προβολή σύγχρονων προβληματισμών, ταυτοτήτων και επιδιώξεων στα γεγονότα του παρελθόντος είναι εγγύηση στρέβλωσης και αναχρονισμού. Το ίδιο βέβαια ισχύει για την προβολή ιδεών και στόχων του παρελθόντος στη σημερινή εποχή.

* Ο Μαρίνος Σαρηγιάννης είναι ιστορικός, οθωμανολόγος. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και από το 2007 εργάζεται ως ερευνητής στο Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας (Ρέθυμνο). Εχει γράψει διάφορα βιβλία και άρθρα σχετικά με την οθωμανική κοινωνική και πολιτισμική ιστορία.

Πηγή: https://www.mnimi1821.com/s

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Τα Αμπελάκια, το ιστορικό χωριό της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, είναι χτισμένα σε πλαγιά του Κισσάβου, εκεί όπου αυτή συναντιέται με τον Όλυμπο, στα στενά των Tεμπών.

Σχόλια

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ