x
 

Πολιτική

Ο Ιωάννης Καποδίστριας και οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις με τις Μεγάλες Δυνάμεις

25 Μαρτίου 2024
Παναγιώτης Ηφαιστος, Ομότιμος Καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά

Με συντομία και συνδυαστικά, θα εστιάσω την προσοχή σε τρία ζητήματα: Πρώτον, το γεγονός ότι επειδή το σύγχρονο διεθνές σύστημα αποτελείται από δύο εκατοντάδες κράτη άνισης ισχύος, άνισου μεγέθους και άνισης ανάπτυξης, στις σχέσεις μεταξύ ενός ισχυρού και ενός μη ισχυρού κράτους τίθενται ζητήματα που αφορούν συμμετρικές / ισορροπημένες ή αντίθετα ασύμμετρες / ανισόρροπες σχέσεις. Δεύτερον, το γεγονός ότι η τύχη της Ελλάδας προσδιορίστηκε σε μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη ιστορική φάση, βασικά μια μόλις δεκαετία μετά το Κογκρέσο της Βιέννης του 1815. Εκεί, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν μια ηγεμονική τάξη πραγμάτων εντός της οποίας θα καταστέλλονται α) οι επαναστάσεις και β) οι δημοκρατικές αξιώσεις. Τρίτον, το γεγονός ότι ο Καποδίστριας υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές και ηγετικές μορφές της Ελληνικής Ιστορίας και ότι η δολοφονία του αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα της ιστορικής διαδρομής των Ελλήνων. Συντομογραφικά, θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε μερικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν τις διπλωματικές δεξιότητες του Καποδίστρια στην προσπάθειά του να δημιουργήσει, βασικά εκ του μηδενός, ένα σύγχρονο κράτος που θα είναι δημοκρατικό και θεσμικά ισχυρό και ταυτόχρονα θα ενσωμάτωνε τον απέραντο κόσμο των Ελληνικών Πόλεων και Κοινοτήτων. Ο Καποδίστριας, προσωπικότητα και Υπουργός Εξωτερικών μιας από τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, το 1828 βρέθηκε να κυβερνά ένα μόνο κατ’ όνομα κράτος που δεν είχε ακόμη γεννηθεί, διαμορφωθεί και στερεωθεί. Ως προς το τρίτο σημείο επισημαίνεται συμπληρωματικά ότι η κρατική κυριαρχία ως καθεστώς θεμελιώθηκε στην Βεστφαλία το 1648 κωδικοποιήθηκε στην Βιέννη το 1815 και επικυρώθηκε από όλους στον ΟΗΕ το 1945. Αυτό σημαίνει ότι, ανεξάρτητα νεφελωδών μετακρατικών/διεθνιστικών παραδοχών, διόλου αμελητέων, το εθνικά ανεξάρτητο κράτος πριν και μετά την Ελληνική Επανάσταση αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί αναγκαία και μη εξαιρετέα προϋπόθεση συλλογικής ελευθερίας μιας κοινωνίας. Το στοίχημα για τους νεοέλληνες ήταν και συνεχίζει να είναι το κατά πόσο μέσα σε ένα ανελέητα ανταγωνιστικό κρατοκεντρικό κόσμο θα διαθέτει ισχυρούς θεσμούς, σιδερένια πολιτική και στρατιωτική οργάνωση και ρητά προσδιορισμένα και ιεραρχημένα εθνικά συμφέροντα στη βάση των οποίων θα αναπτύσσει μια εθνική στρατηγική εκπλήρωσής τους. Υπέρτατο και έσχατο συμφέρον είναι η εθνική ασφάλεια και η εθνική επιβίωση του κράτους και των ομοεθνών εκτός του νεοελληνικού κράτους. Η ουσία των πάντων και η κοσμοθεωρία που προσφέρει κοινό στρατηγικό προσανατολισμό στα μέλη μιας κοινωνίας είναι η εθνική ανεξαρτησία. Στο σημείο αυτό χρήζει να υπογραμμιστεί ότι η εθνική ανεξαρτησία είναι η μόνη κοινή κοσμοθεωρία όλων των εθνών. Αυτή είναι και μια βασική θεώρηση του βιβλίου «Κοσμοθεωρία των Εθνών». Η εθνική ανεξαρτησία κατοχυρώθηκε πανηγυρικά στον ΟΗΕ στο κεφάλαιο Ι και εμπράγματα αποτελεί αξίωση, η οποία καθημερινά εκδηλώνεται από όλες τις συνεκτικές και βιώσιμες κοινωνίες οι οποίες θέλουν να είναι αυτεξούσιες και πολιτικά κυρίαρχες. Εθνική Ανεξαρτησία σημαίνει εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία με τρόπο που επιτρέπει απρόσκοπτη πολιτική αυτοδιάθεση στη βάση της ιστορικής κοινωνικοανθρωπολογικής και πολιτικοανθρωπολογικής ετερότητας κάθε κοινωνικής οντότητας. Καλό είναι να τονιστεί εξαρχής πως η Ευρώπη τον 18ο και 19ο αιώνα όταν συγκροτούνταν τα Ευρωπαϊκά κράτη –κατά τη διάρκεια των οποίων μπήκε στην πλάστιγγα το Ελληνικό ζήτημα– αμφιταλαντεύτηκε σε πεδία εξόχως αντιφατικά όπως η civita maxima, που θα εξομοίωνε την εσωτερική και διεθνή ζωή πλην –πέραν του ιδεολογικού φαινομένου που περιέπλεξε τις πολιτικές συζητήσεις και τον πολιτικό στοχασμό, ιδιαίτερα τους δύο τελευταίους αιώνες–, οδήγησε σε πολλές εκδοχές ιδεών για την έννοια Ευρώπη: Κατά πρώτον, η Γαλλική εξέγερση δημιούργησε στους μετά-Μεσαιωνικούς ηγεμόνες ισχυρά αντί-επαναστατικά και αντί-δημοκρατικά σύνδρομα. Ηδη, οι ευρωπαϊκές μετά-Μεσαιωνικές δυνάμεις είχαν εξελιχθεί σε δυναστικές αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες πλανητικής εμβέλειας. Υπό αυτές τις ιστορικές προϋποθέσεις, στη Βιέννη το 1815 θεμελιώθηκε όχι ένα Ευρωπαϊκό ή παγκόσμιο πολιτικό σύστημα αλλά ένα αυστηρά κρατοκεντρικό σύστημα το οποίο επιπλέον ήταν και ηγεμονικό, με σκοπό τη μετεξέλιξή του σ’ ένα είδος πλανητικό ηγεμονικό κονσέρτο των Μεγάλων Δυνάμεων στο οποίο θα είχαμε λίγη ή καθόλου δικαιοσύνη και ως προς τη διεθνή τάξη ηγεμονική σταθερότητα. Σωστά! Ο Μπίσμαρκ λίγες δεκαετίες μετά σε συνομιλίες του με τους Ρώσους προειδοποίησε ότι ένα ηγεμονικό κονσέρτο είναι επισφαλές εάν όχι ανέφικτο επειδή πόλεμο έχουμε όχι όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις συμφωνούν αλλά όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις συχνά διαφωνούν.

Ενώ γύρω από την ιδέα μας ευρωπαϊκής πολιτικής κοινωνίας συμπλέκονταν ετερόκλητες απόψεις και συμφέροντα, ένα μεγάλο και ελάχιστα διερευνημένο ζήτημα είναι ότι μια σταθερή διεθνής τάξη για να καταστεί εφικτή απαιτείται όχι ανθρωπολογική εξομοίωση και πολιτική εξίσωση (όλα τα ιδεολογικά δόγματα αυτό ουσιαστικά υποστηρίζουν) αλλά αναβίωση των πολιτικών προϋποθέσεων που οδήγησαν στην συγκρότηση του κοσμοσυστήματος της Βυζαντινής Οικουμένης. Οι περιστάσεις μετά τον 16ο αιώνα, όμως, δεν ήταν ευνοϊκές και η διεθνής πολιτική εξελίχθηκε σε ένα προ-κλασικών προδιαγραφών κρατοκεντρικό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων.

[Παρενθετικά αναφέρεται ότι η Βυζαντινή Οικουμένη ως ένα μετακρατοκεντρικό – όχι μετακρατικό/διεθνιστικό ανθρωπολογικά εξομοιωτικό και πολιτικά εξισωτικό σύστημα δεν ήταν γνωστό στη Δύση και εν πολλοίς και σήμερα. Αυτό γιατί μετά το 1204 αναμενόμενα η κυρίαρχη Ρωμαιοκαθολική Θεοκρατία και το σύστημα των ηγεμόνων που επηρέαζε κατασυκοφάντησαν τη Βυζαντινή Οικουμένη και επειδή οι αντί-πνευματικές και υλιστικές παραδοχές των Νέων Χρόνων λογικό ήταν να αντιπαθούν το δημοκρατικά συγκροτημένο κοσμοσύστημα της Βυζαντινής Οικουμένης μέσα στο οποίο κυριαρχούσε η δημοκρατία, η ελευθερία των συστατικών κοινωνιών/Πόλεων/Κοινών και οι ανθρωποκεντρικές Ορθόδοξες μεταφυσικές παραδοχές – βλ. τα έργα του Γιώργου Κοντογιώργη για το Βυζαντινό Κοσμοσύστηημα]

Επανερχόμενοι στην πορεία των Νέων Χρόνων το κρατοκεντρικό σύστημα θεμελιώθηκε και στερεώθηκε και το Κογκρέσο της Βιέννης αποτελεί σταθμό. Βασικά η Συνθήκη της Βεστφαλίας απέκτησε τον οριστικό της χαρακτήρα όπως αποτυπώθηκε στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ το 1945.

Το γεγονός της ύπαρξης πολλών κοινωνιών και κοινοτήτων στην Ευρώπη διαφορετικών πολιτισμών, πολιτικών παραδόσεων και καταγωγικών διαμορφώσεων σήμαινε ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί κοινός πολιτικός τόπος μόνο εντός ενός ανθρωπολογικά και πολιτικά μη εξομοιωτικού και μη εξισωτικού μετακρατοκεντρικού κοσμοσυστήματος το οποίο αφενός θα άφηνε την πολιτική αυτοδιάθεση και την πολιτική συγκρότηση στις κοινωνίες και αφετέρου τα νήματά τους θα ενώνονταν με μη δεσποτικό τρόπο στο επίπεδο της αυτοκρατορίας. Υπήρχαν οι πολιτικοανθρωπολογικές προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο; Η απάντηση από τη μελέτη των Νέων Χρόνων ότι οι συνθήκες της μετά-Μεσαιωνικής Ευρώπης δεν το επέτρεπαν.

Αυτό ακριβώς ήταν και συνεχίζει να είναι το ζήτημα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», δηλαδή το δίλημμα μεταξύ μιας εξισωτικής και εξομοιωτικής δομής υλιστικά/ωφελιμιστικά προσανατολισμένης (ως και οι άνθρωποι να μην έχουν πνεύμα και πολιτισμούς) και μιας Ευρώπης των πατρίδων όπως υποστήριζε ο πρόεδρος Ντε Γκολ που σημαίνει, βασικά κοσμοσύστημα.

Για να το πούμε διαφορετικά, παρά το ότι από άποψη πολιτισμών και πολιτικής ανάπτυξης η μετά-Μεσαιωνική ανθρωπολογία εξελίχθηκε, αναπτύχθηκαν παράλληλα εξισωτικά και εξομοιωτικά δόγματα που ακύρωναν προγραμματικά κάθε πιθανή σκέψη μιας μη εξισωτικής και εξομοιωτικής συγκρότησης της Ευρώπης ή και άλλων περιφερειών ή ενδεχομένως μακροχρόνια και όλου του πλανήτη. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, ακριβώς, συντελέστηκε η Ελληνική Επανάσταση του Ελληνικού Εθνους το οποίο αν και ευδιάκριτης πολιτισμικής, πολιτικής ιδιοσυστασίας των συστατικών Πόλεων και Κοινών μόνο εντός της (χιλιετούς) Βυζαντινής Οικουμένης βρέθηκαν κάτω από την ίδια «(κοσμοσυστημική) πολιτική στέγη» εντός της οποίας αυτο-θεσπίζονταν αυτεξούσια. Ποια θα ήταν λοιπόν η Ελληνική Κοσμόπολη που θα απέρρεε από την Ελληνική Επανάσταση η οποία ήταν εθνικού χαρακτήρα και τίποτα άλλο («υπέρ πίστεως και πατρίδος» και ελευθερίας/δημοκρατίας που είναι οι άξονες του Ελληνικού πολιτισμού).

Συναφώς, αν και δεν είναι του παρόντος να επεκταθούμε, υπογραμμίζεται ότι το Βυζαντινό πρότυπο ήταν ο μεγάλος αντίπαλος τόσο της Ρωμαιοκαθολικής Αυτοκρατορίας όσο και των Αυτοκρατοριών που την διαδέχθηκαν, και που όπως ήδη αναφέρθηκε, αφενός εξελίχθηκαν σε ανταγωνιστικά κινούμενες δυναστικές αποικιοκρατικές δυνάμεις και αφετέρου στο ευρωπαϊκό επίπεδο τα κράτη πέτυχαν εσωτερική κοινωνική συνοχή με αβάστακτες εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες.

Ακριβώς, το μεγάλο στοίχημα του Καποδίστρια ως Ελληνα ηγέτη και κυβερνήτη, και όχι μόνο αυτού, ήταν κατά πόσο παρά τις αντιξοότητες τις δεκαετίες του 1820 και 1830, αφενός, θα δημιουργούσε ένα κράτος θεσμικά ισχυρό παρόμοια με τα άλλα κράτη της Δύσης, και αφετέρου, θα επέτρεπε τόσο τη συνέχιση της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης των Κοινοτήτων όσο και την αντιπροσώπευσή τους στο κρατικό επίπεδο με τρόπο που θα συμψηφιζόταν δημοκρατικά οι πολιτικές τους βουλήσεις και τα πολιτικά τους συμφέροντα.

Αναμφίβολα, αυτός ήταν ένας εξαιρετικά δύσκολος σκοπός, ιδιαίτερα τόσο λόγω των αντί-δημοκρατικών τάσεων στις ηγεμονικές δυνάμεις όσο και λόγω κατάστασης των νεοελλήνων μετά την κατά βάση αποτυχία της Επανάστασης να συγκροτήσει ένα σύγχρονο πολιτικά κυρίαρχο κράτος. Ταυτόχρονα, κανείς θα πρέπει να λάβει πλήρως υπόψη τον προαναφερθέντα ιστορικά διάσπαρτο χαρακτήρα των Ελληνικών Πόλεων οι οποίες ενώ ανήκαν στον ευρύτερο Ελληνικό πολιτισμό και τον Ελληνικό πολιτισμό της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Επιβίωσαν επί αιώνες διαιωνίζοντας τον εθνικό τους χαρακτήρα αναπτύσσοντας τόσο ιδιόμορφες οικείες πολιτικές προϋποθέσεις όσο και πρακτικές συναλλαγών με υπέρτερες εξουσίες με σκοπό -έστω και εντός υπέρτερων αυτοκρατορικών δομών– να επιβιώσουν ως αυτεξούσιες και αυτό-θεσπιζόμενες πολιτικές οντότητες.

Στο σημείο αυτό, καλό είναι να τονιστεί ότι η δημιουργία του νεοελληνικού κράτους απαιτούσε τόσο συσσωμάτωση των Ελληνικών Πόλεων όσο και ορθή εκτίμηση για την κρατοκεντρική θεμελίωση του σύγχρονου διεθνούς συστήματος πριν και μετά το Κογκρέσο της Βιέννης το 1815.

Συντομογραφικά υπογραμμίζεται ότι ενώ ο Καποδίστριας είχε πλήρη γνώση και θέαση των στρατηγικών προϋποθέσεων του 18ου αιώνα οι παράγοντες των Πόλεων για αντικειμενικούς λόγους την στερούνταν. Σίγουρα απλουστεύοντας, μπορούμε να πούμε ότι ενώ η στρατηγική θέαση του Καποδίστρια ήταν πολύ μεγάλης εμβέλειας λόγω της εντυπωσιακής του διαδρομής η στρατηγική θέαση των ηγετών των πόλεων ήταν βασικά μηδενική επειδή το μέλημά τους επί αιώνες ήταν οι συναλλαγές με υπέρτερες Αυτοκρατορικές εξουσίες και με τρόπο που θα τους επέτρεπε να επιβιώσουν. Ο Καποδίστριας, τονίζεται και υπογραμμίζεται, ήταν φορέας του Ελληνικού πολιτισμού της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας. Μεταξύ πολλών άλλων, αυτό καταγράφεται και στο Κογκρέσο της Βιέννης όταν συγκρούστηκε με τον Μέτερνιχ. Εάν δεν είχε δολοφονηθεί το νεοελληνικό κράτος θα είχε ως κύριο δομικό χαρακτηριστικό τα δημοκρατικά οργανωμένα Κοινά. Το στοίχημα θα ήταν το πως αυτό θα είχε συνδυαστεί με ένα ισχυρό κράτος εντός ενός ήδη όπως αναφέρθηκε διαμορφωμένου κρατοκεντρικού συστήματος. Ο Καποδίστριας, λόγω ικανοτήτων και γνώσεων που απέκτησε στη διαδρομή του και επειδή ήταν απαράμιλλος φορέας της δημοκρατίας και της ελευθερίας εάν δεν είχε δολοφονηθεί πιθανότητα όχι μόνο θα είχε προσανατολίσει την Ελλάδα δημοκρατικά αλλά επιπλέον μια τέτοια επιτυχία θα μπορούσε ενδεχομένως να επηρεάσει την πορεία των διεθνών σχέσεων. Αυτό ακριβώς ήταν κάτι που οι ηγεμονικές δυνάμεις απεύχονταν, ιδιαίτερα το Λονδίνο.

Κατά τη διάρκεια της ιστορικής φάσης μετά το Κογκρέσο της Βιέννης του 1815 οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες και οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι μεταξύ των ηγεμονικών δυνάμεων οδήγησαν στην ύπαρξη σήμερα δύο εκατοντάδων κρατών και διεθνών θεσμών. Η κατανόηση της θέσης ενός κράτους στη διεθνή πολιτική, εν τούτοις, τόσο στη φάση της Ελληνικής Επανάστασης όσο και στις μέρες μας, είναι ελλειμματική εάν δεν είναι πλήρως κατανοητό πως σε ένα οποιοδήποτε κρατοκεντρικό διεθνές σύστημα (συμπεριλαμβανομένου του κλασικού των Πόλεων) η διεθνής τάξη και σταθερότητα ήταν και συνεχίζει να είναι συνάρτηση της ισορροπίας δυνάμεων. Οι ηγεμονικοί ανταγωνισμοί, προστίθεται, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνισμών στο Συμβούλιο Ασφαλείας μετά το 1945, ακυρώνουν τόσο μια παγκόσμια ηγεμονική τάξη όσο και κάθε έννοια συλλογικής ασφάλειας.

Μελετώντας τον Καποδίστρια γίνεται σαφές ότι ως πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος μιας μεγάλης δύναμης γνώριζε επαρκώς τη δομή, τις λειτουργίες και την εξέλιξη του διεθνούς συστήματος, καθώς επίσης και τις στρατηγικές των τότε ηγεμονικών δυνάμεων. Ισως και να ήταν και ο μόνος που το γνώριζε τόσο καλά στην Ελλάδα. Διεθνώς -και ως υπουργός Εξωτερικών μιας εκ των Μεγάλων Δυνάμεων της περιόδου εκείνης ο οποίος μάλιστα συμμετείχε και στο Κογκρέσο της Βιέννης του 1815– ανήκε σε εκείνη τη ολιγάριθμη ομάδα που είχε πλήρη εποπτεία της πορείας του κόσμου.

Είναι ίσως χρήσιμο να υπογραμμιστεί αυτό που ήδη υπαινιχθήκαμε, ότι δηλαδή τόσο στη φάση πριν και μετά την Ελληνική Επανάσταση όσο και στις μέρες μας, είναι ζωτικής σημασίας η σωστή κατανόηση της δομής, των λειτουργιών και των προσανατολισμών του σύγχρονου διεθνούς συστήματος. Εάν μιλάμε για τους 5 τελευταίους αιώνες, σταδιακά η κατάρρευση των δύο μεγάλων αυτοκρατοριών της πριν τον 16ο αιώνα και στη συνέχεια των αυτοκρατορικών δομών της περιόδου μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας, συνάμα και οι εθνικοαπελευθερωτικοί αγώνες, οδήγησαν στη δημιουργία ενός διεθνούς συστήματος δύο εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών, διαφορετικού μεγέθους, διαφορετικής ισχύος, διαφορετικής ανάπτυξης και διαφορετικών δυνατοτήτων.

Επειδή επί δύο αιώνες διαρκείς αποτυχίες και εθνικές καταστροφές έχουν, εκτιμάται, ως αίτιο την ελλειμματική γνώση της σύγχρονης διεθνούς πολιτικής, καλό είναι να επιμείνουμε στα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου διεθνούς συστήματος, τις εγγενείς λειτουργίες του, τον εξ αντικειμένου αθέσπιστο χαρακτήρα των διανεμητικών λειτουργιών της ισχύος και στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής τη μηδενική πολιτική ηθική (Ηθική και Διεθνές Σύστημα, Η μη θεσπισμένη ισχύς στη διεθνή πολιτική. Πολιτική θεολογία versus πολιτική θεωρία και η σημασία της αξιολογικά ελεύθερης περιγραφής και ερμηνείας των διεθνών φαινομένων – http://wp.me/p3OlPy-1bH – http://wp.me/p3OqMa-13c). Ως προς το τελευταίο, ουκ ολίγοι, και όχι μόνο στην Ελλάδα, αγνοούν την εξαιρετικά ορθολογική και λογική παρατήρηση του Μακιαβέλλι ότι «η ηθική είναι προϊόν πολιτικής» και ότι είναι ένα πράγμα η προσωπική, άγνωστη και κυμαινόμενη ατομική ηθική του καθενός και άλλο η πολιτική ηθική η οποία εκπορεύεται από μια κοινωνία και το κοινωνικοπολιτικό της σύστημα.

Το γεγονός ότι το διεθνές σύστημα είναι εξ ορισμού άναρχο είναι, κατά τα άλλα, ορατό με γυμνό οφθαλμό. Καταμαρτυρείται τόσο από τις διατάξεις των Καταστατικών Χαρτών των διεθνών θεσμών όσο και από την συντρέχουσα καθημερινή και ορατή διεθνή πολιτική. Πώς να συμβαίνει αλλιώς όταν όλοι γνωρίζουμε ότι απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία, μια κοινωνικοπολιτικά νομιμοποιημένη παγκόσμια εξουσία οποιουδήποτε είδους ή μια παγκόσμια κυβέρνηση των κυβερνήσεων.

Εξ ορισμού, λοιπόν, οι διεθνείς θεσμοί είναι θεσμοί διεθνούς τάξης και η τήρησή της όπως όλοι ξέρουμε αφορά τη διεθνή ασφάλεια και όχι κάποιο κριτήριο παγκόσμιας πολιτικής ηθικής. Αυτό επειδή όπως μόλις υπογραμμίσαμε, απουσιάζει μια παγκόσμια κοινωνία και ένα παγκόσμιο κοινωνικοπολιτικό σύστημα που θα μπορούσε αν υπήρχε να ορίσει μια νομιμοποιητική παγκόσμια πολιτική ηθική.

Η επίκληση, κατά συνέπεια, κάποιων κριτηρίων πολιτικής ηθικής πέραν αυτών που ορίζονται εντός κάθε κράτους και που είναι διαφορετικά για κάθε κοινωνία, δεν είναι μόνο ανορθολογική και παράλογη, αλλά και πολιτικά επικίνδυνη για κάθε κράτος εάν και όταν η πλειονότητα των μελών του νεφελοβατούν διεθνιστικά/μετακρατικά. Βασικά, αυτό υποστηρίζεται σε κάθε είδους διεθνισμό/οικουμενισμό και σε κάθε απόχρωσης συναρτημένο με αυτούς ιδεολογικό δόγμα. Συμπληρώνεται, ότι δεν μπορεί να αγνοηθεί ότι τα διεθνιστικά/οκουμενιστικά ιδεολογικά δόγματα όλων των εποχών ήταν πάντα μεταμφιέσεις των ηγεμονικών αξιώσεων ισχύος. Η μετά-Επαναστατική εποχή ηγεμονική τάξη όπως ορίστηκε στη Βιέννη το 1815 δεν σχετιζόταν με κάποια διεθνή ηθική αλλά με στρατηγικά συμφέροντα και με την επιθυμία όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής να εκμηδενίσουν κάθε επαναστατική τάση που θα αποδυνάμωνε ή τερμάτιζε το μετά-μετά-Βεστφαλιανό ηγεμονικό σύστημα. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Υπουργός Εξωτερικών μιας μεγάλης δύναμης το γνώριζε πολύ καλά. Τα ίδια βέβαια ισχύουν και στις μέρες μας. Οσον αφορά την κατ’ όνομα συλλογική ασφάλεια στο πλαίσιο του ΟΗΕ ακυρώνεται από τους ηγεμονικούς ανταγωνισμούς, ενεργοποιείται εάν και όταν συμφωνούν οι μεγάλες δυνάμεις του ΣΑ και η εμπειρία δείχνει πως αυτό συμβαίνει πολύ σπάνια και δεν αφορά κάποια ανιδιοτελή στάση αλλά συναλλαγές αυτών των μεγάλων δυνάμεων.

Συνοψίζουμε λοιπόν το πολύ σημαντικό ζήτημα της ηθικής στη διεθνή πολιτική μετά την Ελληνική Επανάσταση αλλά και στις μέρες μας υπογραμμίζοντας ότι η πολιτική ηθική ορίζεται μόνο στο εσωτερικό κάθε κράτους όπου υπάρχει κοινωνία και κοινωνικοπολιτικό σύστημα που διαρκώς ορίζει την ανά πάσα στιγμή διανεμητική δικαιοσύνη και τις συναρτημένες με αυτή κανονιστικές δομές.

Ασφαλώς, πολιτικές ομάδες διεθνικές και άλλες εμφανίζονται να έχουν κοινές παραδοχές πολιτικής ηθικής. Αυτό όμως δεν είναι πολιτικά άξιο λόγου γιατί για να αποκτήσουν πολιτική σημασία απαιτείται να διαθέτουν κράτος (και όταν δεν διαθέτουν το πιο λογικό είναι να συνειδητά ή ανεπίγνωστα να μετατρέπονται σε εξαρτημένες μεταβλητές του ενός ή άλλου κρατικού συμφέροντος). Στην κρατοκεντρική διεθνή πολιτική η θέσπιση των διανεμητικών λειτουργιών της ισχύος είναι ανέφικτη, εξ ου και στη διεθνή πολιτική κανείς μπορεί να μιλά μόνο για διεθνή τάξη, σχέσεις ισχύος και ισορροπία δυνάμεων και «όταν αυτό δεν ισχύει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται» ή και εξοντώνεται.

Δεδομένου ότι υπήρξε υψηλόβαθμος διπλωμάτης μιας μεγάλης δύναμης της εποχής, η εμβληματική παρουσία του Ιωάννη Καποδίστρια στη Νεοελληνική Ιστορία χαρακτηρίζεται, ακριβώς, από το γεγονός ότι γνώριζε πως θα πρέπει όχι να επιδίδεται σε ηθικολογίες αλλά να ελίσσεται και να συναλλάσσεται στα περιθώρια των ανταγωνισμών των μεγάλων δυνάμεων. Αυτό στη στρατηγική ανάλυση ονομάζεται «πελατειακές σχέσεις» (patron-client relations).

Η στρατηγική θεωρία διαχειρίζεται τα πιο πάνω ζητήματα υπό το πρίσμα δύο αλληλένδετων προσεγγίσεων.

Αφενός, υπό ένα ευρύτερο πρίσμα, των δυνατοτήτων εσωτερικής και εξωτερικής εξισορρόπησης, δηλαδή αύξησης των εσωτερικών συντελεστών ισχύος και συγκρότησης συμμαχιών, και αφετέρου, των πελατειακών σχέσεων (patron-client relations) για τις οποίες θα πούμε δύο λόγια εδώ.

Η θεωρία πελατειακών σχέσεων ως κλάδος της στρατηγικής θεωρίας διαχειρίζεται την ασυμμετρία ισχύος μεταξύ ισχυρών και συγκριτικά λιγότερο ισχυρών κρατών. Τα λιγότερο ισχυρά κράτη επιχειρούν, λογικά, να επιτύχουν ισόρροπες σχέσεις, ισόρροπες συναλλαγές και παραστάσεις πάνω στην πλάστιγγα κόστους – οφέλους που θα οδηγήσουν το ισχυρό κράτος σε ευνοϊκές για αυτό αποφάσεις.

Η εμπειρική μελέτη των ζητημάτων αυτών προκαλεί εντύπωση για το πόσο μπορούν να ωφεληθούν καλά οργανωμένα λιγότερο ισχυρά κράτη όταν κινούνται με δεξιότητα και εξεζητημένα στα περιθώρια των ηγεμονικών ανταγωνισμών και του κόστους-οφέλους του ισχυρού κράτους, ανάλογα με τη συμμαχία, ουδετερότητα ή αμφίσημες κινήσεις του λιγότερο ισχυρού κράτους.

Τονίζεται και υπογραμμίζεται, και αυτό ενέχει μεγάλη σημασία όταν μελετάμε τον ρόλο του Ιωάννη Καποδίστρια, ότι τότε, αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση όπως και δύο αιώνες μετά, η επιτυχία της στρατηγικής των λιγότερο ισχυρών κρατών ή ακόμη και η επιβίωσή τους εξαρτάται από την κυρίαρχη πολιτική και στρατηγική κουλτούρα και από την κατανόηση της διεθνούς πολιτικής σε όλο το πολιτικό φάσμα.

Επιτυχείς συναλλαγές στη διεθνή πολιτική, βέβαια, απαιτούν καλά οργανωμένο κράτος, ομοφωνία για ζητήματα έσχατων λογικών που αφορούν την επιβίωση της κοινωνίας και στρατηγικά σχέδια που στηρίζουν όλοι ή η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών και της πολιτικής ηγεσίας.

Μετά την Επανάσταση και όταν ανέλαβε ο Καποδίστριας ενώ υπήρξε πρωτοπόρος αυτού που σήμερα στη στρατηγική θεωρία ονομάζουμε πελατειακές διαπραγματεύσεις οι αποφάσεις του και οι κινήσεις του δυσχεραίνονταν αφάνταστα για αντικειμενικούς λόγους:

1ον Βασικά κράτος δεν υπήρχε ενώ οι διάσπαρτες συστατικές Πόλεις και Κοινά ανέπτυξαν φυγόκεντρες τάσεις,

2ον Η μετά το 1453 μ.Χ. επί αιώνες αυτοτελής κίνηση των Κοινοτήτων εδραζόταν μεν πάνω σε μια μεγάλη κοσμοθεωρία επανασύστασης ενός ευρύτερου κοσμοσυστήματος -η δομή, η φυσιογνωμία και η διεθνής του θέση δεν είχαν ποτέ διευκρινιστεί με τρόπο που θα μπορούσε να ένωνε τα νήματα των πόλεων και δεν θα προκαλούσε αντιδράσεις στο επίπεδο των τότε ηγεμονικών δυνάμεων– πλην ως πολιτικά οργανωμένες κοινότητες με μακραίωνες σχέσεις και συναλλαγές με υπέρτερες εξουσίες ανάπτυξαν κάθε μια ξεχωριστά οικεία ένστικτα αυτοσυντήρησης που δεν συνέκλιναν πάντα και κατ’ ανάγκη,

3ον Στις Εθνοσυνελεύσεις μετά την Επανάσταση ναι μεν βάραινε η Ελληνικότητα και οδηγούσε σε συλλογικές αξιώσεις λίγο πολύ προσανατολισμένες προς την Ιθάκη μιας αδιευκρίνιστης όπως είπαμε συλλογικής δημοκρατικής συγκρότησης στην βάση των Ελληνικών –πολιτικών παραδόσεων, πλην απουσίαζε μια ενοποιός δομή και μια ενιαία κοινή στρατηγική που θα χάρασσε προσεγγίσεις και αποφάσεις εκπλήρωσης αυτών των μεγάλων για την εποχή εκείνη σκοπών.

4ον Ο Καποδίστριας έπρεπε να περνά ταυτόχρονα μέσα από τις ηγεμονικές Συμπληγάδες και τις Συμπληγάδες των συχνά ανταγωνιστικών Πόλεων. Επειδή απουσίαζε ένας κεντρικός πολιτικός και θεσμικός άξονας όταν ο Καποδίστριας ανέλαβε την εξουσία γρήγορα συνειδητοποίησε ότι καθόταν πάνω σε ένα ανύπαρκτο κράτος, πάνω στις κινούμενες σεισμικές πλάκες των Ελληνικών Πόλεων και Κοινοτήτων ή και των άτοπων προσωπικών φιλοδοξιών οι οποίες όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία υπερφαλάγγιζαν το κοινό συμφέρον.

5ον Παρά τη νίκη του στο πεδίο των διπλωματικών ελιγμών η επιβλητική του παρουσία ακυρώθηκε, εκτιμώ, για αντικειμενικούς λόγους: Οι μεγάλες δυνάμεις και πιο συγκεκριμένα η Μεγάλη Βρετανία εκμεταλλεύτηκε τη ροπή ανεξάρτητων συναλλαγών των Πόλεων με υπέρτερες δυνάμεις, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του. Στη συνέχεια, ναι μεν τελικά το νεοελληνικό κράτος που ίδρυσε ο Καποδίστριας ήταν κατ’ όνομα εθνικά ανεξάρτητο, πλην εξαρχής τέθηκε σε τροχιά εξάρτησης και ακύρωσης των αφετηριακών μετά-Επαναστατικών αξιώσεων για δημοκρατική πολιτική συγκρότηση βασισμένη στις ιστορικά μιλώντας δημοκρατικά συγκροτημένες Πόλεις και Κοινότητες.

Αξίζει να προστεθεί ότι με κάθε αντικειμενικό κριτήριο ήταν εξαιρετικά δυσχερές να ανατραπεί η πρόνοια του Πρωτοκόλλου της Αγίας Πετρούπολης των Μεγάλων Δυνάμεων για μια ημι-αυτόνομη και φόρου υποτελή στον Σουλτάνο περιοχή, βασικά στην Πελοπόννησο. Αυτή βασικά ήταν η θέση των Μεγάλων Δυνάμεων και ιδιαίτερα της Μεγάλης Βρετανίας. Της μεγάλης δηλαδή ναυτικής δύναμης από τον 16ο μέχρι τον 20ό αιώνα, η οποία ασκούσε ασφυκτικό έλεγχο πάνω στην Περίμετρο της Ευρασίας. Τη γεωπολιτική δηλαδή ζώνη που αρχίζει από την Ευρώπη και καταλήγει στην Κίνα.

Η Βρετανία, και η μελέτη της στρατηγικής της απέναντι στην αξίωση των Ελλήνων μετά την Επανάσταση, καταμαρτυρεί ότι δεν ήθελε να διαδεχθεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία κάποιο ισχυρό κράτος σε κεντρικό σημείο που θα μπορούσε μελλοντικά να αμφισβητήσει την κυριαρχία της και ή να συμμαχήσει με τη Ρωσία. Αυτό το κράτος και ή Ελληνικό κοσμοσύστημα, επιπλέον, θα μπορούσε να είναι πανίσχυρο για ένα ακόμη λόγο: Αντίθετα με την μετά-Μεσαιωνική ανθρωπολογία στην Ευρώπη, θα κληρονομούσε τον ωκεανό του Ελληνικού πολιτισμού και τις Ελληνικές πολιτικές παραδόσεις της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας (και όχι της έμμεσης αντιπροσώπευσης και των ατομικών δικαιωμάτων που δεν διασφαλίζουν όπως η ιστορία έδειξε στη συνέχεια πρόοδο προς κοινωνική και πολιτική ελευθερία), καθώς επίσης πολιτική ανθρωπολογία υψηλής υπόστασης όπως αναπτύχθηκε επί αιώνες και διαιωνίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα μέσα στις αυτο-θεσπιζόμενες Ελληνικές Πόλεις.

Οι Ελληνες όταν Επαναστάτησαν ήθελαν ανεξαρτησία εξ ου και οι κύριοι σκοποί της στρατηγικής του Καποδίστρια ήταν: Πρώτον, πλήρως ανεξάρτητο κράτος. Δεύτερον, εκτεταμένη Επικράτεια και τρίτον, δημοκρατική συγκρότηση σε όλα τα επίπεδα σύμφωνα με τις μακραίωνες ελληνικές παραδόσεις. Η μετάβαση σε μια τέτοια πολιτική συγκρότηση δεν ήταν αυτονόητη λόγω αντικειμενικών παραγόντων της μετά-Επαναστατικής κατάστασης [Οι αφετηρίες του Νεοελληνικού Κράτους και ο Καποδίστριας http://wp.me/p3OlPy-1FG]

Το πέρασμα μέσα από πολλές συμπληγάδες που δημιουργούσαν αρνητικές για τους Έλληνες αντιπαραθέσεις ή συγκλίσεις των ηγεμονικών δυνάμεων, ιδιαίτερα όταν η ισχυρότερη δύναμη ήταν η ΜΒ η οποία ήταν αρνητική στην ανάδειξη ενός ισχυρού ελληνικού κράτους πάνω στο κρίσιμο αυτό σημείο της Ευρασίας, ήταν για τον Καποδίστρια ένα στοίχημα και μια επικίνδυνη σχοινοβασία.

Μπορεί η διπλωματική δεξιότητα του Καποδίστρια να ενόχλησε και να έφερε τον θάνατό του, αλλά σχοινοβάτησε επιτυχώς και κέρδισε το στοίχημα με μεθοδικές κινήσεις που έγινε αποδεκτή αντί ένα υποτελές κρατίδιο μόνο στην Πελοπόννησο η διεύρυνση από τον Θερμαϊκό μέχρι τον Αμβρακικό με συμπερίληψη της Εύβοιας και των Κυκλάδων.

Κατ’ αρχάς αυτό τον σκοπό τον κατάθεσε εξαρχής με τρόπο αριστουργηματικό: Στερημένος ρητορικών δημαγωγικών συνθημάτων γνώριζε ότι με μέριμνα να μην θίγεις ευαίσθητες χορδές και ζωτικά συμφέροντα καταθέτεις εξαρχής και αποφασιστικά αυτή την αξίωση και ταυτόχρονα θολώνεις επιδέξια τα νερά για να κατευνάσεις ανησυχίες των Μεγάλων Δυνάμεων.

Για παράδειγμα, χωρίς να το θέσει επιτακτικά επί τάπητος μίλησε για το λογικό, το ιστορικά δίκαιο και στρατηγικά ορθολογιστικό να βρεθούν όλοι οι Ελληνες κάτω από το ελληνικό κράτος. Γενικεύοντας μίλησε και για την ανάγκη συμπερίληψης της Κύπρου, της Κρήτης και περιοχών της Μικράς Ασίας όπου κατοικούσαν Ελληνες.

Ο Καποδίστριας γνώριζε ότι μια σημαντική διπλωματική μεθόδευση είναι να καταθέτεις στη διεθνή αρένα αξιώσεις στις οποίες βοηθούντος και του ενδιαφερόμενου οι μεταλλαγές συμφερόντων, στάσεων και συμπεριφορών δημιουργούν ευκαιρίες εκπλήρωσής τους.

Το αντίθετο συμβαίνει εάν και αυτό που οι άλλοι έστω και αν δεν το θέλουν το θεωρούν αυτονόητο εσύ καταθέτεις αξιώσεις που κάνουν τους άλλους να σε θεωρούν αναλώσιμο οδηγώντας σε με την πρώτη ευκαιρία στην Κλίνη του Προκρούστη των στρατηγικών παιγνίων.

Παρά το ότι τη δεκαετία του 1820 οι Ελληνες ήταν σε εξαιρετικά αδύναμη θέση, ο Καποδίστριας κατόρθωσε να σχοινοβατήσει επιτυχώς. Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων:

* «Διά βαθμών προχωρείν» σύμφωνα με τα ισχύοντα κάθε πολιτικής συγκυρίας χωρίς εν τούτοις να εγκαταλείπει τον τελικό σκοπό.

* Κατεύναζε τις Βρετανικές ανησυχίες λόγω της παρελθούσας θέσης του στη Ρωσική διπλωματία αλλά ταυτόχρονα μεριμνούσε με χωριστούς παράλληλους διαλόγους να διασπάσει το μέτωπο Λονδίνου – Παρισιού που η ΜΒ κατόρθωσε να δημιουργήσει όσον αφορά τα εδαφικά όρια.

* Χαρακτηριστικά, κινούμενος ευέλικτα και επιδέξια και για να ανατρέψει τα σχέδια της Βρετανίας που δεν ήθελε ανεξάρτητο κράτος ή ραγδαία αποδυνάμωση των Οθωμανών λόγω ρωσικών κινήσεων, ο Καποδίστριας έπεισε τη Γαλλία με αποτέλεσμα να αποφασιστεί η αποστολή γαλλικών στρατευμάτων στην Πελοπόννησο.

* Ακόμη πιο σημαντικό επιτυγχάνει το ακατόρθωτο: Σε μια εποχή που Λονδίνο και Παρίσι συνομιλούσαν για μείωση της ρωσικής επιρροής προωθεί την ειρηνική αποχώρηση των Αιγυπτίων με παράλληλες επαφές με τις δύο Μεγάλες Δυνάμεις, για παράδειγμα μεταβαίνοντας στην Ζάκυνθο και πείθοντας τον Κόδριγκτον να πάει στην Αίγυπτο τον Αύγουστο του 1828 και να υπογράψει συνθήκη αποχώρησης των στρατευμάτων από την Πελοπόννησο.

* Λίγο μετά, στη συνάντηση των τριών πρέσβεων των Μεγάλων Δυνάμεων στον Πόρο ενώ οι οδηγίες προς τους πρέσβεις προνοούσαν αποφάσεις κοντά στις αγγλικές θέσεις με μοναδική διπλωματική δεξιότητα και με πλήρη γνώση των συμφερόντων και των στρατηγικών επιλογών των τριών ηγεμονικών δυνάμεων προτάσσει ήπια επιχειρήματα περί σταθερότητας επικαλούμενος τα τουρκικά σχέδια, με αποτέλεσμα οι πρέσβεις να προτείνουν σύνορα από τον κόλπο του Βόλου μέχρι την Αρτα, απόδοση της Εύβοιας, της Σάμου και της Κρήτης.

* Ο Καποδίστριας ήταν εκεί παρών στον Πόρο και εκμεταλλεύτηκε την παλιά στενή φιλία του όταν ήταν διπλωμάτης με τον Βρετανό πρέσβη Κάνιγκ.

* Οι προτάσεις των πρέσβεων στον Πόρο, βέβαια, προσέκρουσαν στον Ουέλλιγκτων πλην η βήμα-βήμα επιδέξια και μεθοδική προώθηση της ελληνικής υπόθεσης κέρδιζε έδαφος με τον Καποδίστρια να ελίσσεται διαρκώς με επιχειρήματα και επαφές που ενθάρρυναν φιλικές τάσεις και αποδυνάμωναν στάσεις οι οποίες ήταν εχθρικές για την υπόθεση των Ελλήνων.

* Τέλος του 1829 αρχές του 1830 η διπλωματική δεινότητα και οι επιτυχίες του Καποδίστρια προκαλούν ταλαντεύσεις της βρετανικής στάσης που τάσσεται μεν υπέρ της πλήρους ανεξαρτησίας αλλά πείθει τις άλλες δυνάμεις να περιορίσουν τα όρια.

* Ο Καποδίστριας και πάλι σχοινοβατεί επιτυχώς: όταν οι δυνάμεις αξιώνουν αποχώρηση των στρατευμάτων από μερικές περιοχές η στάση του ήταν ένα επιτυχές μείγμα επίκλησης των συμφωνιών, επίκλησης της κατάστασης στο έδαφος και όρους απόσυρσης των Τούρκων που επειδή ήταν δύσκολοι κατοχύρωναν τις δικές του προτάσεις για τα σύνορα.

Ενώ βήμα-βήμα ο Καποδίστριας προωθούσε τους ελληνικούς σκοπούς η Βρετανία μετά την αλλαγή στη Γαλλία τον Ιούλιο που έφερε το Παρίσι πιο κοντά στο Λονδίνο ο νέος ΥΠΕΞ της Βρετανίας Πάλμερστον ναι μεν δέχεται τη συμπερίληψη της Στερεάς Ελλάδας στο νέο κράτος αλλά αποφασίζουν ταυτόχρονα, όπως αποδείχθηκε, την «απαλλαγή» από τον Καποδίστρια.

Στην Ελλάδα βρήκαν εύκολο έδαφος: Ακριβώς, επειδή το σχέδιο του Καποδίστρια ήταν ένα ισχυρό κράτος πολλοί προύχοντες και προεστοί των κοινοτήτων τόσο λόγω φόβων ότι θα χάσουν εξουσίες όσο και επειδή τους καλλιέργησαν «καταλλήλως» οι Μεγάλες Δυνάμεις, αλλάζουν ένα κλίμα σχετικής συναίνεσης τριών περίπου χρόνων γύρω από κεντρικά ζητήματα και αποδυναμώνουν τον Ελληνα κυβερνήτη στις διαπραγματεύσεις του.

Οι κινήσεις του Καποδίστρια βέβαια πέτυχαν γιατί στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου στις 24 Σεπτεμβρίου 1831 τα σύνορα προσεγγίζουν τις προτάσεις του Ελληνα κυβερνήτη πλην δεκατρείς μέρες μετά δολοφονείται. Οι Μεγάλες Δυνάμεις και ιδιαίτερα η Βρετανία ναι μεν «οδηγήθηκαν» σε αλλαγή θέσης, πλην ο Καποδίστριας ήταν πολύ μεγάλος ηγέτης που ενδεχομένως θα οδηγούσε σε ακόμη μεγαλύτερες επιτυχίες ανατρέποντας τις στρατηγικές επιλογές για το πώς θα εξελισσόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η περιφέρειά μας. Η δολοφονία του οδηγεί ευθέως στην ξένη εξάρτηση και στην ξενοκρατία. Δεν μιλώ μόνο για τότε αλλά από τότε μέχρι σήμερα.

Οφείλεται πρωτίστως στην ταυτόχρονη κατάργηση αφενός της αυτοδιοίκησης των κοινοτήτων που στέρησε τους Ελληνες τη δυνατότητα πολιτικής αυτοδιάθεσης την οποία εν μέρει διέθεταν ακόμη και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και αφετέρου της αποτυχίας δημιουργίας ενός πραγματικά ανεξάρτητου κράτους με πλήρη εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία εντός του οποίου οι πολίτες θα επιδίδονταν στο άθλημα του Κοινωνικού και Πολιτικού γεγονότος. Εξάρτηση και απουσία πολιτικής σημαίνει εξώθηση των πολιτών προς την ιδιωτεία, δηλαδή εκμηδένιση παραδοχών κοινού συμφέροντος, φιλοπατρίας και εθνικής ανεξαρτησίας. Το ελληνικό κράτος όπως κινείται βαθύτερα στον 21ο αιώνα εν μέρει τουλάχιστον αυτό βιώνει και το ερώτημα είναι εάν έτσι επιβιώνει.

Πηγή: ifestos.edu.gr

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Τα Αμπελάκια, το ιστορικό χωριό της Περιφερειακής Ενότητας Λάρισας, είναι χτισμένα σε πλαγιά του Κισσάβου, εκεί όπου αυτή συναντιέται με τον Όλυμπο, στα στενά των Tεμπών.

Σχόλια

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

Εκδηλώσεις

ΜΠΡΟΥΚΛΙΝ. Μέσα σε ιδιαίτερα συγκινητικό κλίμα πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 18 Ιουνίου η τελετή αποφοίτησης της 8ης τάξης του Ημερήσιου Ελληνικού Σχολείου “Αργύριος Φάντης” στον Καθεδρικό Ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Μπρούκλιν.

ΒΙΝΤΕΟ