x
 

ΑΠΟΨΕΙΣ

Σύντομες σκέψεις για την Ελληνική Επανάσταση

23 Μαρτίου 2024
Του Γιώργου Μαργαρίτη*

Πολύ συχνά, από δημοσιογράφους ή από απλούς ανθρώπους, τίθεται το ερώτημα για το πόσο οι Έλληνες, ένας λαός με πολύ πλούσια και μακρά ιστορία μελετούν και γνωρίζουν την ιστορία τους αυτή. Δεν είναι εύκολη η απάντηση. Η ενασχόληση με την ιστορία έχει και αυτή την δική της ιστορικότητα. Υπάρχουν εποχές που όσα συνέβησαν στο χθες ενδιαφέρουν τους ανθρώπους, υπάρχουν εποχές όπου συμβαίνει το αντίθετο: η ιστορία είναι κάτι το αδιάφορο, ελάχιστα συγκινεί τους ανθρώπους. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει αποκλειστικά και μόνο στην Ελλάδα αυτό, συμβαίνει παντού όπου υπάρχουν έθνη και λαοί, είτε με περίλαμπρη, είτε με ταπεινή ιστορία.

Η δική μας εποχή βρίσκεται μάλλον πιο κοντά στην δεύτερη εκδοχή. Στην εποχή της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης» η εθνική ιστορία αντιμετωπίζεται με αμηχανία, ενίοτε με επιφυλακτικότητα. Σε έναν πολιτισμό «της αγοράς» όπου τα πάντα εκλαμβάνονται ως «προϊόντα» η ιστορία, και μάλιστα η ιδιαίτερη εθνική ιστορία κάθε λαού, δεν είναι είδος ευρείας κατανάλωσης. Δεν πουλά με άλλα λόγια. Την ιστορική αντίληψη, την γνώση και την αίσθηση του ιδιαίτερου παρελθόντος που κάθε λαός έχει, την καλλιεργεί το «θέαμα». Και το θέαμα γίνεται εύληπτο μέσα από την μυθοπλασία. Μια ολόκληρη γενιά «δανείστηκε» τις γνώσεις της για το παρελθόν από θεαματικά, εντυπωσιακά έργα όπως ο «Άρχοντας των Δακτυλιδιών» ή το «Game of Thrones». Η μεγαλοπρεπής αυτή μυθοπλασία δεν έχει ούτε εποχή, ούτε, προπαντός, πατρίδα. Έχει τον δικό της τρόπο να διαπραγματευθεί το παρελθόν.

Μας ενοχλεί, εμάς τους Έλληνες ιδιαίτερα, ετούτη η έκπτωση της ιστορίας. Είναι φυσικό καθώς η δική μας ιστορία, η ιστορία της γλώσσας που μιλούμε, η ιστορία του τόπου όπου κατοικούμε, έχει μεγάλη ηλικία – τρεις χιλιάδες χρόνια και περισσότερο. Στα χρόνια αυτά έδωσε πολλά στην ιστορία της ανθρωπότητας. Μνημονεύεται τιμητικά γι αυτό. Η Ελλάδα, εξαιτίας της ιστορίας της, είναι γνωστή ως την τελευταία γωνιά της Γης, παντού όπου οι άνθρωποι γνωρίζουν γραφή και ανάγνωση. Έτσι λοιπόν την σημερινή έκπτωση της ιστορίας την βιώνουμε ως ένα είδος δικής μας έκπτωσης από τα δρώμενα του κόσμου στον οποίο μετέχουμε και ζούμε.

Η 25η Μαρτίου

Στις 25 Μαρτίου γιορτάζουμε, συμβατικά – δεν θα ανοίξουμε εδώ συζήτηση για την Αγία Λαύρα και τις λοιπές μυθοπλασίες που, πολύ φυσικά, εκπορεύονται από ένα μεγάλο ιστορικό γεγονός – την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης. Πρόκειται για ένα κομβικό γεγονός στην μακραίωνα ιστορία των Ελλήνων. Με την Επανάσταση αυτή η Έλληνες απέκτησαν την κρατική οντότητα με την οποία πορεύτηκαν στον σύγχρονο κόσμο. Η Επανάσταση μας έδωσε το ελεύθερο, ανεξάρτητο κράτος μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα και μέσα στο οποίο, χάρη στο οποίο, μπορούμε να ασκήσουμε τα πολιτικά μας δικαιώματα και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη ζωή. Δεν είναι κάτι το ασήμαντο. Η Ελευθερία δεν είναι μια κενή λέξη. Της χρωστάμε δηλαδή, χρωστάμε σε όσους την σχεδίασαν, την υλοποίησαν, όσους θυσιάστηκαν, όσους μάτωσαν γι αυτήν. Αυτούς τιμούμε κάθε χρόνο. Όχι επειδή ήταν Θεοί, ούτε ήρωες, ούτε ημίθεοι. Ήταν άνθρωποι που, με τα συμφέροντα και τις προσδοκίες που ο καθένας από αυτούς είχε, αποφάσισαν να αλλάξουν τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούσαν. Δεν ήταν ούτε εύκολη, ούτε ακίνδυνη απόφαση. Αυτό τους κάνει ξεχωριστούς και γι αυτό αξίζει να τιμούμε το έργο τους. Όχι με τον τρόπο που συνήθως γιορτάζουμε- επιδεικτικά και ανούσια τις «εθνικές επετείους». Η τιμή που αξίζει σε αυτούς τους προγόνους μας οφείλει να είναι κάτι πιο ουσιαστικό. Τι αξίζει σήμερα στον λαό μας και στην πατρίδα μας; Στην απάντηση σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται η «τιμή» που οφείλουμε στους τότε αγωνιστές.

Έπειτα, στην εποχή της, η Ελληνική Επανάσταση ήταν ένα σπουδαίο γεγονός. Στην ευρωπαϊκή ιστορία ήταν η κατ’ εξοχή επανάσταση του ρομαντισμού, εκείνη που ράγισε τον σκοταδισμό της Παλλινόρθωσης. Το πιστοποιεί εξάλλου η ακτινοβολία της και η συγκίνηση που προκάλεσε σε ολόκληρο τον τότε δυτικό -ευρωπαϊκό- κόσμο. Οπότε τιμώντας την δική μας ιστορία τιμούμε ολόκληρη την Ανθρωπότητα. Τι αξίζει σήμερα στους λαούς όλου του κόσμου; Να σε τι πρέπει να απαντήσουμε για να τιμήσουμε την Ελληνική Επανάσταση με τον τρόπο που της πρέπει.

Η Ελλάδα της Επανάστασης

Ας σταθούμε λίγο σε αυτό που ήταν η Ελλάδα και ο γύρω της κόσμος στην προ-επαναστατική εποχή. Ίσως έτσι εκτιμήσουμε καλύτερα την σημασία του επαναστατικού γεγονότος.

Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα οι ευρωπαϊκές κοινωνίες ήταν κοινωνίες αγροτών. Δεν βρισκόμασταν ακόμα στον αστερισμό της βιομηχανίας και στις πόλεις δεν χρειαζόταν φθηνό -δηλαδή απελπισμένο- εργατικό δυναμικό. Στις περισσότερες χώρες και ζώνες οι αγρότες ήταν δεμένοι με τη γη κάτω από διάφορες μορφές δουλοπαροικίας. Η γη ανήκε στους άρχοντες, στους γαιοκτήμονες, παραδοσιακούς αριστοκράτες στις περισσότερες των περιπτώσεων. Οι μεγάλες βιομηχανικές πόλεις ήταν σπάνιες – στη Δύση μόνο.

Στο πολιτικό πεδίο οι φτωχοί, οι άνθρωποι κατώτερου Θεού είχαν εμφανιστεί στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και των συνακόλουθων πολέμων. Η άνοδος της αστικής τάξης τους είχε βγάλει από την αφάνεια. Τους χρησιμοποίησε είτε ως πολιτικό δυναμικό, στο πλευρό της, είτε ως στρατιώτες στα πεδία των μαχών στους ατελείωτους μετεπαναστατικούς πολέμους. Η ώρα της πολιτικής χειραφέτησης δεν είχε σημάνει για τους πολλούς.  Στις πόλεις η συντεχνιακή οργάνωση της εργασίας απαγόρευε το οτιδήποτε περισσότερο. Σε τελευταία ανάλυση οι αγρότες είχαν περισσότερα να επιδείξουν: τις άγριες εξεγέρσεις, τις Jacqueries, που, σε βιαιότητα και στην αδιέξοδη οπτική τους, τις ανταγωνίζονταν μόνο οι εξεγέρσεις των δούλων στις φυτείες της Καραϊβικής.

Στον οθωμανικό χώρο τα πράγματα ήταν λίγο πιο σύνθετα. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του καιρού δεν είχαν συγκροτηθεί κεντρικοί κρατικοί μηχανισμοί και τις κρατικές λειτουργίες τις εξασκούσαν οι άρχοντες. Παραδόξως αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα κακό για τον μεγάλο αριθμό των υπηκόων του Σουλτάνου. Πολύ πιο εύκολα μπορείς να αντιμετωπίσεις έναν τοπικό άρχοντα, παρά μια συγκροτημένη κεντρική εξουσία. Στην οθωμανική περίπτωση δε η τελευταία ταλανιζόταν από διαρκείς ανταγωνισμούς και ανοικτές, ατελείωτες διαμάχες. Υπήρχαν περιθώρια ελιγμών μέσα σε αυτόν τον ρευστό κόσμο, ακόμα και για τον πιο φτωχό και αδύναμο των ραγιάδων. Σε τελευταία ανάλυση η Εκκλησία, πολιτικός διαχειριστής του Γένους, του Μιλλέτ, είχε πραγματικές διοικητικές δυνατότητες. Συνήθως όχι σε όφελος των φτωχών αλλά οπωσδήποτε, η παρουσία της, συνέβαλε στην οθωμανική πολυαρχία.

Στον ελληνικό χώρο, στον Μωριά ή και στην Ρούμελη ειδικά, υπήρχε κοινωνική κινητικότητα, σαφώς πιο σημαντική και έντονη από την αντίστοιχη των αγροτικών πληθυσμών της Δύσης. Εδώ οι αγρότες δεν ήταν φυλακισμένοι στα χωριά τους όπως οι δουλοπάροικοι της Δύσης. Μπορούσαν να ταξιδέψουν, μπορούσαν, το πιο σημαντικό, να ξενιτευτούν. Εξάλλου το Μιλέτ (το Έθνος) των Ρουμ (των Ρωμαίων, των Ρωμιών, δηλαδή των Ελλήνων) ήταν συνιστώσα της Αυτοκρατορίας: Η Εκκλησία του Πατριάρχη κυβερνούσε, οι Φαναριώτες στην Κωνσταντινούπολη ή στις Ηγεμονίες κυβερνούσαν επίσης, οι Προύχοντες του Μωριά διοικούσαν όπως και οι ισχυροί Αρματωλοί της Ρούμελης, στα νησιά οι εφοπλιστές ήταν και δημογέροντες και ρύθμιζαν τις πολύπλοκες κοινωνικές σχέσεις που το ναυτικο-εμπορικό επάγγελμα απαιτούσε. Οι Ρωμιοί έμποροι, δημιούργημα και αποτέλεσμα, εκρηκτικό στην διάστασή του, της εξόδου της Ρωσίας και του εμπορίου της στην Μαύρη θάλασσα,  δεν κυβερνούσαν μεν, κέρδιζαν δε.  Όλοι αυτοί είχαν ανάγκη από ανθρώπους στην δούλεψή τους σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από ότι οι βιομήχανοι, στη δυτική Ευρώπη, είχαν ακόμα ανάγκη από προλετάριους για τα εργοστάσιά τους. Τα κοινωνικά στεγανά ήταν για τους Ρωμιούς ραγιάδες σχετική έννοια. Δεν είχαν καταργηθεί, κάθε άλλο, απλά υπήρχαν πολλές ρωγμές σε αυτά.

Η Επανάσταση

Η Επανάσταση, όπως κάθε σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό γεγονός, αποφασίζεται από τους λίγους, η τύχη της όμως καθορίζεται από την στάση των πολλών. Εάν οι τελευταίοι πάρουν στα χέρια τους της επαναστατική υπόθεση αν συνταυτιστούν μαζί της, η απόφαση των λίγων σφραγίζει ολονών την μοίρα. Αν όχι, τότε, δεν υπάρχει επανάσταση. Ας σταθούμε λίγο το πως, με ποιους όρους έγινε η συνάντηση των πολλών, των αγροτών του ελληνικού χώρου με την επαναστατική διαδικασία.

Η επαναστατική διάθεση υπήρχε και, σε διαφορετικό ίσως βαθμό, διέτρεχε όλα τα στρώματα της κοινωνίας των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Η διεθνής συγκυρία βοηθούσε επίσης. Η Γαλλική Επανάσταση και τα ανατρεπτικά της μηνύματα είχαν ηττηθεί, από το 1815 κιόλας, τις υποθέσεις όμως της Ευρώπης τις ρύθμιζε η Ιερή Συμμαχία, ένα «διευθυντήριο» βασιλέων και αυτοκρατόρων, συντηρητικό ως προς τις προθέσεις του, καταδικασμένο όμως να κανοναρχεί έναν κόσμο που ραγδαία μεταβαλλόταν. Η απαρχές της βιομηχανικής επανάστασης και του καπιταλισμού, η συνακόλουθη άνοδος της αστικής τάξης και μαζί της του εθνικισμού, ωθούσαν υποχρεωτικά την Ιερή Συμμαχία σε υποχωρήσεις. Τελικά μια απόφαση τριών ή τεσσάρων ισχυρών ηγεμόνων μπορούσε να δημιουργήσει ανεξάρτητο εθνικό κράτος ή να το καταργήσει αν η «Θεία Πρόνοια» -που «φώτιζε τους βασιλείς» το επιθυμούσε. Να σημειωθεί ότι το Διευθυντήριο των ισχυρών ήταν αυστηρά χριστιανικό και δεν είχε χώρο για μουσουλμάνους -όθεν Οθωμανούς.

Ο οθωμανικός κόσμος βρισκόταν επίσης σε αναβρασμό. Κινήσεις απεξάρτησης ισχυρών αρχόντων της Αυτοκρατορίας κλόνιζαν την κεντρική εξουσία του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’. Μια από αυτές τις «αποστασίες», εκείνη του Αλή Πασά, άρχοντα των Ιωαννίνων, έθιγε άμεσα τον ελληνικό χώρο. Τον ίδιο καιρό στις ηγεμονίες οι Έλληνες «Φαναριώτες» ηγεμόνες ένοιωθαν ποικίλες απειλές ανάμεσα στα ταραγμένα Βαλκάνια και την ενεργή ρωσική πίεση. Να προσθέσουμε και την κρίση της ελληνόκτητης ναυτιλίας στα προηγούμενα; Έχουμε την επαναστατική συγκυρία….

Η προεπαναστατική Ελλάδα ήταν μια κοινωνία αγροτών, ανθρώπων που δούλευαν την γη και συνδέονταν μαζί της. Συνδέονταν ως προς την αντίληψη του κόσμου κυρίως και, ως εκ τούτου, ως προς την αντίληψη της ιστορίας, δηλαδή της πολιτικής. Ο χρόνος τους ήταν κυκλικός, επαναλαμβανόμενος, λύτρωση γι αυτούς σήμαινε ολοκλήρωση του κύκλου, ανανέωση της ίδιας και της αυτής φοράς. Το ημερολόγιο τους απόλυτα συνυφασμένο με τις εποχές του χρόνου και τις εργασίες που το κλίμα, τα στοιχεία της φύσης, υπαγόρευαν. Επρόκειτο για ένα ημερολόγιο απόλυτο και, ως εκ τούτου, ιερό, δηλαδή θρησκευτικό. Οι γιορτές των αγίων σηματοδοτούσαν τις παραγωγικές εργασίες, στην άνοιξη δέσποζε ο Ευαγγελισμός, το Πάσχα, η γιορτή του Αγίου Γεωργίου. Το καλοκαίρι ξεκινούσε με το Άγιο Πνεύμα. Η ολοκλήρωση της συγκομιδής με την μεγάλη γιορτή της Παναγιάς, ο τρύγος ήταν υπόθεση του Σταυρού και το κλείσιμο του κύκλου το ανήγγειλε η γιορτή του Αγίου Δημητρίου. Ο χειμώνας ήταν η εποχή της προσδοκίας, άρα της Γέννησης, και, καθώς η φύση νεκρή, περίμενε καλύτερες εποχής ήταν η ώρα συνδιαλλαγής με τα δαιμόνια, τους καλλικατζάρους, αλλά και της Κάθαρσης, με την εμφάνιση -επαναπιστοποίηση- του Θεού, τα Θεοφάνεια.

Η λύτρωση, στη σκέψη αυτών των ανθρώπων δεν μπορούσε παρά να είναι μέρος του κύκλου ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, η ευκαιρία αποδέσμευσης από τα χαλύβδινα δεσμά του. Αυτό, στον κόσμο των θρησκευτικών δοξασιών έγινε μια φορά στην ιστορία των ανθρώπων, έγινε με τον τρόπο που οι ιερές γραφές, τα Ευαγγέλια, με ακρίβεια το περιγράφουν. Πλανιόταν η μεγάλη υπόσχεση: όσα τον καιρό των Ευαγγελίων έγιναν κάποτε, in illo tempore (σε απροσδιόριστο χρόνο) θα ξαναγίνουν. Η Αποκάλυψη ήταν μια Δευτέρα Παρουσία, μόνο με αυτή θα έσπαγε ο κύκλος της αναμονής, της δοκιμασίας των ζωντανών και της ασαφούς παρουσίας των Κεκοιμημένων. Η Αποκάλυψη όμως ήταν ασαφής, ειδικά ως προς το πιο ουσιαστικό της σημείο, τον χρόνο. Στις ιστορήσεις των μικρών ναών, εκεί όπου οι μη γνωρίζοντες ανάγνωση διάβαζαν την ιστορία του κόσμου – και της δικής τους ζωής-, η Αποκάλυψη ήταν η ώρα της δικαίωσης, η ώρα της απαλοιφής των αδικιών και των αδικημάτων του υλικού κόσμου, της πραγματικής ζωής. Η ώρα της Επανάστασης θα το λέγαμε πιο πολιτικά.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό τι θα μπορούσε να είναι η λυτρωτική, επαναστατική «θεωρία» ή μάλλον, για να μην θίγουμε μετέπειτα καταστάσεις, ο επαναστατικός, ο ανατρεπτικός λόγος. Μα, πολύ απλά, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο από αυτό που συνήθως ήταν στους περισσότερους από τους αιώνες της γνωστής ιστορίας της ανθρωπότητας. Ο «εκβιασμός του χρόνου», η μαγεία. Χρησμοί και Προφητείες, παραλλαγές των ιερών κειμένων και των άγιων ιστορήσεων, αυτό ήταν το «επαναστατικό» -η έννοια λυτρωτικό θα ταίριαζε περισσότερο, των αγροτών ραγιάδων. Αυτοί γεφύρωναν τον χρόνο. Τον χρόνο που χώριζε τον πραγματικό κόσμο από τον επαγγελλόμενο. Την αδικία από το δίκιο, την δουλεία από την λευτεριά… Σε αυτό το υπόστρωμα άνθισε ο επαναστατικός, απελευθερωτικός λόγος.

Στην περίοδο των σχεδίων και των οργανωτικών πρωτοβουλιών τα λαϊκά στρώματα δεν πρωταγωνίστησαν στις προπαρασκευαστικές κινήσεις της Επανάστασης. Η Φιλική πλησίασε ίσως σε κάποιο βαθμό το κατώτερο κοινωνικό επίπεδο στον Μωριά, στα τελευταία όμως στάδια της προετοιμασίας. Ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση οι αγρότες και οι ποιμένες παρέμεναν στο περιθώριο – ή στις κατώτερες βαθμίδες- μιας οργάνωσης της οποία τα νήματα κρατούσαν σφικτά οι Προύχοντες και οι στρατιωτικοί με την πάντοτε υπάρχουσα πρόσμιξη των ασχολούμενων με εμπορικές δραστηριότητες.

Ο φόβος και η φυγή

Τα επαναστατικά γεγονότα στην διάρκεια του Μαρτίου του 1821 εξαρτήθηκαν και προήλθαν από αποφάσεις Προυχόντων, δεν είχαν, σε καμία από τις πτυχές τους τα χαρακτηριστικά μιας λαϊκής εξέγερσης. Η μεγάλη μάζα του ελληνικού πληθυσμού, οι αγρότες του Μωριά συναντήθηκαν με την επαναστατική διαδικασία με έμμεσο τρόπο. Η συνάντηση μάλιστα αυτή έγινε σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είχε να κάνει με την κινητικότητα των πληθυσμών, ειδικά των μουσουλμάνων της χερσονήσου. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το φαινόμενο ως τη «μεγάλη φυγή» των μουσουλμανικών πληθυσμών. Η υφέρπουσα ανησυχία, ενδημική μετά την έναρξη του πολέμου ενάντια στον Αλή Πασά -πόλεμος του οποίου το οικονομικό κόστος κλήθηκε να καταβάλει η Πελοπόννησος-  μεγεθυμένη από τις επίμονες φήμες που εκπορεύονταν από την περί «Αόρατης Αρχής» φιλολογία της Φιλικής κατέστησαν τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς -κάθε είδους, ακόμα και τις «μεικτές» κοινότητες- εξαιρετικά φοβικές. Η αιτία γι αυτό προφανής. Οι χριστιανοί γείτονες τους ήταν σαφώς περισσότεροι -δέκα προς ένα ήταν η αναλογία-, ενώ η εκμετάλλευση των κόπων και των καρπών του μόχθου τους ισοδυναμούσε με αρπαγή. Η γη ανήκες στους μουσουλμάνους άρχοντες -κατά τα δύο τρίτα- ή στους χριστιανούς Προύχοντες κατά το υπόλοιπο και οι αγρότες εκτός από τους τρέχοντες φόρους όφειλαν να καταβάλουν το ενοίκιο της γης, μια μορφή εξελιγμένης γεωπροσόδου, αλλά και τα χρεολύσια των δανεικών χρημάτων ή προϊόντων, χρέη που διαρκώς δημιουργούσε η επισφαλής θέση τους. Οι κοινωνίες που ζουν κάτω από τις συνθήκες αυτές  εύλογα αναζητούν την πρώτη ευκαιρία, την πρώτη ρωγμή για να απαλλαγούν από τις δυσβάσταχτες υποχρεώσεις τους. Οι μουσουλμάνοι, αν και πολλοί από αυτούς ζούσαν σε παρόμοιες συνθήκες, είχαν κάθε λόγο να φοβούνται αυτές τις εκρήξεις.

Δεν χρειάστηκαν παρά ελάχιστα πράγματα για να δρομολογήσουν το φαινόμενο της μαζικής φυγής των μουσουλμανικών πληθυσμών προς τα ελάχιστα μέρη όπου η οθωμανική εξουσία θα μπορούσε ίσως να τους προσφέρει κάποιου είδους προστασία. Ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, επειδή ακριβώς η οθωμανική εξουσία δεν μπορούσε να τους προσφέρει κανενός είδους προστασία -εκτός ίσως από την Τριπολιτσά- οι πληθυσμοί αυτοί κατέφυγαν στα κάστρα και τις οχυρωμένες, από την εποχή των Βενετσιάνων, πόλεις του Μωριά. Την έλλειψη κρατικών μηχανισμών πίστευαν ότι θα την αντικαθιστούσαν τα τείχη και οι πύργοι των φρουρίων. Φρούρια τα οποία είχαν χάσει από καιρό την πολεμική τους δεινότητα και που στερούνταν φρουρών, εφοδίων, προβλέψεων. Επρόκειτο για παγίδες αλλά οι άνθρωποι διωγμένοι από τον φόβο και την απελπισία ελάχιστη σημασία δίνουν στο αύριο. Οι απειλές εξάλλου ανήκαν στο σήμερα, όχι σε τυχόν μεταγενέστερη εποχή.

Η φυγή των μουσουλμανικών πληθυσμών ήταν η πρώτη μαζική αντίδραση που η επαναστατική διαδικασία προκάλεσε. Ήταν δε μια αντίδραση αμφίδρομη. Η φυγή άφηνε πίσω της το κενό και αυτό το κενό ήταν γεμάτο από περιουσίες, από υπάρχοντα, από σπίτια, ρούχα και προικιά, χωράφια, εργαλεία, ζώα. Δεν ήταν η αφθονία των πλεονασμάτων χαρακτηριστικό του αγροτικού χώρου – η φτώχεια ήταν. Η αρπαγή της ορφανής περιουσίας των φυγάδων δεν έλυνε το ζήτημα της κοινωνικής διαφοροποίησης, της αδικίας της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Απλά απάλυνε την φτώχεια και τη στέρηση. Αυτό αποδείχθηκε αρκετό για να βγάλει τους χριστιανούς, τους Έλληνες αγρότες από τα σπίτια τους και να τους οδηγήσει αρχικά στον δρόμο της αρπαγής, της διεκδίκησης, της ωφέλειας από την δυστυχία των χθεσινών γειτόνων. Δεν ήταν μια επαναστατική διαδικασία με την απόλυτη, την καθαρή έννοια του όρου – στην ιστορία εξάλλου ποτέ δεν συναντούμε καθαρές έννοιες και όρους. Ήταν το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Επρόκειτο όμως για το σπάσιμο της κανονικότητας, της επανάληψης, του αγροτικού κύκλου και της δυνάστευσης του αγροτικού χρόνου. Οι χωρικοί του Μωριά έπαψαν να είναι αιχμάλωτοι του ημερολογίου, του κύκλου της αγροτικής ζωής. Γεύτηκαν έναν άλλο τρόπο επιβίωσης, την αρπαγή: δεν ήταν πολύ χριστιανικό αυτό, ούτε πολύ αλληλέγγυο. Εν δυνάμει όμως άνοιγε νέες προοπτικές και επιλογές και, ως εκ τούτου ήταν ριζοσπαστικό.

Η απόσπαση από την καθημερινότητα οδήγησε σε άλλους δρόμους. Η προσδοκία για το περισσότερο έφερε πολλούς χθεσινούς αγρότες μπροστά στα κάστρα όπου είχαν κλειστεί οι χθεσινοί γείτονες, σημερινοί εχθροί. Η ατομική απόσπαση από τον αγροτικό χρόνο άρχισε εδώ να γίνεται συλλογική. Η συλλογικότητα κτίστηκε αρχικά πάνω σε οικονομικές λειτουργίες. Εδώ καταναλωνόταν το πλεόνασμα που άφησαν πίσω τους οι φυγάδες, εδώ καλλιεργούνταν ελπίδες περεταίρω πλουτισμού, με τα πραγματικά -ή φανταστικά το συνηθέστερο- πλούτη των εγκλείστων. Η τυχόν αιχμαλωσία τους θα πιστοποιούσε την μεταβίβαση της περιουσίας -σπίτια, χωράφια, κοπάδια, χρεοσυμβόλαια. Ο τυχόν θάνατός τους το ίδιο. Στο μεταξύ πλήθος ευκαιρίες παρουσιάζονταν. Το «εμπόριο» με πεινασμένους ήταν πάντοτε εξαιρετικά αποδοτικό για τους προσφέροντες.

Άλλες αδιόρατες λειτουργίες μετέτρεπαν την συλλογικότητα των προσδοκιών σε πολιτική συλλογικότητα. Η διαδικασία της διαφοροποίησης με την προηγούμενη κατάσταση -αλλά και όσους παρέμεναν σε αυτή- είχε εδώ τον πρώτο λόγο. Στα στρατόπεδα που βασανιστικά άρχισαν να συγκροτούνται μπροστά στα κάστρα όπου κατέφυγαν οι μουσουλμάνοι, ειδικά μετά το Πάσχα του 1821 το διαθέσιμο για κατανάλωση πλεόνασμα προερχόταν κυρίως από τα κοπάδια των ζώων που είχαν μείνει χωρίς ιδιοκτήτη μετά τη φυγή των τελευταίων. Τα κοπάδια μπορούσαν εύκολα να μετακινηθούν προς τα στρατόπεδα, δεν χρειάζονταν ούτε υποδομές ούτε ιδιαίτερος κόπος γι αυτό. Εκεί καταναλώνονταν επεκτείνοντας χρονικά της κρεατοφαγία του Πάσχα. Η κρεατοφαγία δεν ήταν τρέχουσα συνήθεια στη ζωή των φτωχών, των αγροτών. Συνήθως συνδεόταν με τις μεγάλες γιορτές της χριστιανοσύνης, το Πάσχα, τον Δεκαπενταύγουστο. Για τους πολλούς συνδεόταν με γιορτές αγίων και με την όλη εορταστική μεν, οικονομικά κρίσιμη δε λειτουργία τους. Ήταν οι ημέρες των μεγάλων παζαριών, η έκτακτη συνάντηση των πολλών με τα εμπορικά κυκλώματα και τα αγαθά που έρχονταν διαμέσου αυτών.

Η κρεοφαγία στα στρατόπεδα είχε πολιτική λειτουργία: «διαφοροποιούσε» – σηματοδοτούσε γι αυτούς που συγκεντρώνονταν κάτω από τα διάφορα μπαϊράκια οπλαρχηγών ή επίδοξων οπλαρχηγών μια ήδη διαφορετική από την προηγούμενη κοινωνική και πολιτική κατάσταση. Όσοι φιλοδοξούσαν να γίνουν πολεμιστές είχαν απελευθερωθεί και από τον πιεστικό αγροτικό χρόνο και από τις διατροφικές συνήθειες της καθημερινότητας που εκπορεύονταν από αυτόν.

Τριπολιτσά

Τον Σεπτέμβριο του 1821 έκλεισε το πρώτο κεφάλαιο της Επανάστασης. Στην πολιορκημένη  Τριπολιτσά ήταν σε εξέλιξη μια διαπραγμάτευση, μια συναλλαγή ανάμεσα στους Οθωμανούς άρχοντες και αξιωματούχους που βρίσκονταν στην πόλη και στους ισχυρούς προύχοντες και οπλαρχηγούς του ελληνικού στρατοπέδου. Το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης ήταν η αναχώρηση των σημαντικών Οθωμανών με αντάλλαγμα την καταβολή «λύτρων», των περιουσιακών τους δηλαδή στοιχείων στους Έλληνες άρχοντες. Εάν η διαπραγμάτευση ολοκληρωνόταν με «ομαλό» τρόπο τότε ο πλούτος των Οθωμανών θα μεταβιβαζόνταν στους ισχυρότερους των Ελλήνων δημιουργώντας ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό χάσμα ανάμεσα σε αυτούς και τους αγρότες του Μωριά που, εικοσιπέντε χιλιάδες από αυτούς, είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στα τείχη της πόλης προσμένοντας και αυτοί το «μερτικό» τους από την ήττα του εχθρού.

Όταν οι πολλοί αντιλήφθηκαν την απειλή, τον κίνδυνο δηλαδή να εμφανιστούν μέσα από τα ερείπια της οθωμανικής εξουσίας νέοι δυνάστες -ομόθρησκοι έστω- αντέδρασαν με τον βίαιο τρόπο που συνήθως επιλέγεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Όρμησαν στην Τριπολιτσά σκοτώνοντας όσους βρήκαν μπροστά τους και αρπάζοντας ό, τι προλάβαιναν.

Με τον θάνατο, την φωτιά, την αρπαγή ακύρωσαν σε σημαντικό βαθμό μια συναλλαγή η οποία θα υποβάθμιζε κοινωνικά όσους είχαν επενδύσει στην απελευθερωτική προσδοκία που συνόδευε την Επανάσταση. Θα δημιουργούσε δηλαδή νέους ισχυρούς αφέντες στην θέση των παλιών αφήνοντας τους φτωχούς στην συνήθη φτώχεια τους.

Η άλωση της Τριπολιτσάς έδωσε το κοινωνικό πρόσημο στο ελεύθερο κράτος που μέσα από την φωτιά και το αίμα γεννιόταν. Η ελεύθερη Ελλάδα δεν θα είχε Άρχοντες, αριστοκρατία, όπως η υπόλοιπη Ευρώπη είχε. Δεν θα την κυβερνούσαν φυσικά οι πολλοί, οι αγρότες του Μωριά και της Ρούμελης -αυτά δεν γίνονταν στον 19ο αιώνα. Θα την κυβερνούσαν οι ισχυροί, ετούτοι όμως δεν θα ήταν τόσο ισχυροί ώστε να υπαγορεύουν στους πολλούς όσα οι ίδιοι εύχονται και επιθυμούν. Θα έπρεπε πάντα να λαμβάνουν υπόψη τις τυχόν αντιδράσεις τους – στην εκποίηση των εθνικών κτημάτων σε πρώτο βήμα. Το νέο κράτος θα ήταν ουσιαστικά, όχι απλώς θεσμικά, δημοκρατικό – στα όρια της εποχής του. Με ότι δηλαδή μπορούσε να σημαίνει το «δημοκρατικό» στα νότια Βαλκάνια του 1830.

*Βιογραφικό: Ο Γιώργος Μαργαρίτης δίδαξε σύγχρονη ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Πρόσφατα κυκλοφόρησαν δύο βιβλία του για την Ελληνική Επανάσταση: «Ενάντια σε φρούρια και τείχη: μια μικρή εισαγωγή για την Ελληνική Επανάσταση» και «Η υπεράσπιση της ελεύθερης Ελλάδας, 1825-1827», από τις εκδόσεις ΔΙΟΠΤΡΑ.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Καλημέρα και Καλή Μεγάλη Εβδομάδα από την Αθήνα που «ξύπνησε» τη Μεγάλη Δευτέρα με καταγάλανο ηλιόλουστο ουρανό, θερμοκρασία γύρω στους 77-78 βαθμούς και ένα ευχάριστο αεράκι να πέφτει πάνω μας.

Σχόλια

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΠΙΟ ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΑ

Πολιτισμός

ΑΘΗΝΑ. Σε μία λαμπρή τελετή με άρωμα Ελλάδας και Γαλλίας παραδόθηκε η Ολυμπιακή Φλόγα το απόγευμα της Παρασκευής στην οικοδέσποινα των φετινών Ολυμπιακών Αγώνων.

Πρακτορικά

Με την παρέλαση της Νέας Υόρκης την Κυριακή 14 Απριλίου, έκλεισε κι ο φετινός κύκλος των παρελάσεων για τη μεγάλη και τρανή ημέρα της κήρυξης της Επανάστασης του 1821 για τη λευτεριά της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Αντίλογος

Παρενέβη, διαβάζω, ο υπουργός Υγείας, Θάνος Πλεύρης, για να τεθεί σε διαθεσιμότητα ο δημόσιος υπάλληλος που συνελήφθη για εμπλοκή του στην υπόθεση της 12χρονης στα Σεπόλια.

ΒΙΝΤΕΟ