Θαρρούσα ήταν μυθικό το τέρας κείνο των αρχαίων
με τα εννιά κεφάλια που όταν του έκοβαν το ένα,
άλλα στην θέση ξεφυτρώνανε βιαστικά.
Η Λερναία Υδρα ζωντανή ακόμα!
Ποδηγετήσαμε οι άνθρωποι
την πανδημία και το θανατικό,
ωστόσο οι εμφύλιες συρράξεις,
και οι ανταγωνισμοί δεν σταματούν.
Σφάζονται ομογάλακτοι αδελφοί.
Χώρες, για πολέμους βρίσκουν αφορμή.
Το χορτάτο χώμα απρόθυμα το αίμα που χύνεται, ρουφά.
Αντί σπόρους για σπορά, νάρκες, βόμβες, οχυρά,
χαρακώματα, συρματοπλέγματα, γεμίζουν οι αγροί.
Το περιστέρι με την ελιά ένα κλωνί
δεν βρίσκει για να σταθεί.
Ο κόσμος λιμοκτονεί.
Μη ρωτάς λοιπόν τον ποιητή
γιατί τα ποιήματα των καιρών μας είναι θλιμμένα.
Ξέρεις πως δεν μπορεί μύρα ή ανθούς να βρει.
Λιγοστέψαν της γης τα δάση, τα ζώα, τα πουλιά.
Η ζωή αιχμάλωτη ψυχομαχά.
Τα παιδιά ώρες περνούνε μπροστά σε οθόνες δίχως, καρδιά.
Η τεχνολογία, της μάνας το τραγούδι,
την αγκαλιά το χάδι και την συντροφιά αντικαθιστά!
Χαλαρώνουν οι χαλινοί, γκρεμίζονται οι φραγμοί.
Οι απειλές που πλανώνται στον αέρα
για οικονομική, βιολογική, πυρηνική, καταστροφή,
κόβουν την αναπνοή, στον νου φέρνουν την τρέλα.
Για την τεχνική νοημοσύνη,
οι επιστήμονες και οι εφευρέτες της ακόμη, είναι σκεφτικοί.
Το κομπιούτερ, ανθρώπινο δημιούργημα δίχως ψυχή,
θα σκέφτεται, θα αποφασίζει, θα ορίζει, θα αυτενεργεί.
Καχύποπτος ο νους δεινοπαθεί να καταλάβει
αυτά που μαζί της σέρνει η «νέα εποχή».
Σε ποιους ουρανούς ο άνθρωπος θα φτάσει;
Ποιους θα αγγίξει; Ευλογία θάναι, ή Πληγή;
Τέλος, ή καινούργια αρχή;
Τον ζωγράφο μη ρωτάς,
γιατί οι πίνακές του είναι δυσνόητοι,
αινιγματικοί με χρώματα σκούρα, μουντά.
Οταν της ψυχής την πόρτα, του κόσμου τα δεινά χτυπούν
σύνεργα και πινέλα, την καρδιά του ακολουθούν.